Ανακοπή κατά περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης πλειστηριασμού - Ντερέκη Βασιλική Δικηγόρος Πατρών- derekislaw
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΑΠΟΦΑΣΗ 16/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΑΠΟΦΑΣΗ 16/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Βάιο Τσιανάβα, Πρωτόδικη, και από τη Γραμματέα Αναστασία Σφουγγάρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Πάτρα τη 18η Ιανουάριου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ανακόπτοντος: . του . και της ., κατοίκου Πειραιά Αττικής, επί της οδού . αρ. ., με Α.Φ.Μ. ..., ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Βασιλικής Ντερέκη (AM ΔΣ Πατρών: 1321).
Των καθ’ ων η ανακοπή: α) . του . και της ., κατοίκου Πατρών, επί της οδού . αρ. ., με Α.Φ.Μ. ..., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της. ΣΒ και β) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «doValue Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και το διακριτικό τίτλο «doValue Greece», η οποία εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής, επί της οδού Κύπρου αρ. 27 και Αρχιμήδους, με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ... και Α.Φ.Μ. ... Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά, αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τον Ν. 4354/2015, δυνάμει της υπ’ αριθμόν 220/1/13.3.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ Β' 880/16.3.2017), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας, δυνάμει της από 18.6.2019 σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων, που καταχωρίστηκε νομίμως στο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου 147/18.6.2019, στον τόμο 10 και με αύξοντα αριθμό 181, των απαιτήσεων της, εδρεύουσας στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας (οδός George’s Dock αρ. 3, 4ος όροφος. IFSC, Δουβλίνο 1) αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «PILLAR FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία (αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού) κατέστη ειδικός διάδοχος ως προς την επίδικη απαίτηση της εδρεύουσας στην Αθήνα, επί της οδού Όθωνος αρ. 8, με Α.Φ.Μ. ..., ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», κατόπιν μεταβίβασης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στο πλαίσιο τιτλοποίησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 18.6.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, που καταχωρίστηκε νομίμως στο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου 146/18.6.2019, στον τόμο 10 καίμε αύξοντα αριθμό 180, η οποία Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δεν παραστάθηκε.
Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η από 7.4.2023 ανακοπή του, που κατατέθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./7.4.2023, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό ..., οπότε εκφωνήθηκε και συζητήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της ....... (AM ΔΣ Πατρών: ....), η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «QQUANT MASTER SERVICER ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και το διακριτικό τίτλο «QQUANT MASTER SERVICER ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Α.Ε.ΔΑ..Δ.Π.», η οποία εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, επί της οδού Λεωφόρος Κηφισίας αρ. 66, με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ... και Α.Φ.Μ. ..., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, νομίμως αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τον Ν. 4354/2015, δυνάμει της υπ’ αριθμόν 247714.11.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της εδρεύουσας στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας (οδός George’s Dock αρ. 3, 4ος όροφος, IFSC, Δουβλίνο 1) αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «PILLAR FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, δυνάμει της από 12.5.2023 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε νομίμως στο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου 331/16.5.2023, στον τόμο 16 και με αύξοντα αριθμό 104.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του ανακόπτοντος, της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή και της εταιρείας με την επωνυμία «QQUANT MASTER SERVICER ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις που κατέθεσαν επί της έδρας.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.. Η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων στην οποία ανατίθεται από την εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις ή την αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού η διαχείριση των απαιτήσεών τους από δάνεια και πιστώσεις, δεν αποκτά τις εν λόγω απαιτήσεις κατά κυριότητα και συνεπώς δεν καθίσταται ειδικός διάδοχος των εν λόγω εταιρειών, νομιμοποιείται δε όχι ως δικαιούχος αλλά ως μη δικαιούχος διάδικος να διεξάγει τις περί των απαιτήσεων που διαχειρίζεται δίκες, για δικαίωμα τρίτου, αιτούμενη, ωστόσο, έννομη προστασία στο όνομά της, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, όχι όμως για δικό της λογαριασμό. Έτσι, στην περίπτωση που κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας δίκης περί την εκτέλεση λάβει χώρα αντικατάσταση του διαχειριστή, επέρχεται η παύση της διαχειριστικής εξουσίας της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων και κατ’ επέκταση της εξαιρετικής νομιμοποίησής της, με συνέπεια την επάνοδο στην κατά κανόνα νομιμοποίηση ή στην αντικατάστασή της από άλλη εταιρεία διαχείρισης. Στην περίπτωση αυτή χωρεί αναλογική εφαρμογή του άρθρου 286 περ. α άλλως περ. γ ΚΠολΔ και επέρχεται η διακοπή της δίκης και η συνέχισή της από το πιστωτικό ίδρυμα ή τη νέα διαχειρίστρια εταιρεία (πρβλ ΜΠρΗλείας 269/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Αν. Πλεύρη, Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας - Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842 & 4855/2021, Επιμ. X. Απαλλαγάκη - Στ. Σταματόπουλου, υπό το άρθρο 286 αρ. 9, σ. 1067 επ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «QQUANT MASTER SERVICER ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που έλαβε χώρα προφορικά στο ακροατήριο, το περιεχόμενο της οποίας περιλαμβάνεται και στο δικόγραφο των προτάσεων της, γνωστοποίησε ότι μετά την εκκρεμοδικία επί της κρινόμενης ανακοπής λύθηκε η από 18.6.2019 σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων, δυνάμει της οποίας η διαχείριση των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «PILLAR FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» είχε ανατεθεί στην εταιρεία διαχείρισης με την επωνυμία «doValue Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και ακολούθως η διαχείριση των εν λόγω απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένης της επίδικης απαίτησης, ανατέθηκε στην ίδια ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, νομίμως αδειοδοτηθείσα κατά τους ορισμούς του Ν. 4354/2015, δυνάμει της από 12.5.2023 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας έχει καταχωριστεί νομίμως στο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου 331/16.5.2023, στον τόμο 16 και με αύξοντα αριθμό 104. Η λύση της ως άνω, συναφθείσας με την εταιρεία «doValue Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις», σύμβασης διαχείρισης είχε ως συνέπεια τη βίαιη διακοπή της παρούσας δίκης, η οποία ήδη συνεχίζεται από την εταιρεία διαχείρισης με την επωνυμία «QQUANT MASTER SERVICER ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» ως νυν διαχειρίστρια της επίδικης απαίτησης, δυνάμει της νέας ως άνω από 12.5.2023 σύμβασης διαχείρισης, δεδομένου ότι η τελευταία με την προπαρατεθείσα προφορική δήλωση της αφενός μεν γνωστοποίησε τον λόγο της βίαιης διακοπής, αφετέρου δε δήλωσε την συνέχιση της δίκης από την ίδια, νομιμοποιούμενη προς τούτο ως μη δικαιούχο διάδικο, κατά τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στην υπό στοιχείο I. νομική σκέψη.
ΙΙ. Κατά την παρ. 6 του άρθρου 973 ΚΠολΔ, αντιρρήσεις για οποιοδήποτε λόγο που αφορά το κύρος της δήλωσης συνέχισης και υποκατάστασης, ασκούνται με ανακοπή μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την ημέρα της κατά την παράγραφο 1 ανάρτησης. Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε εξήντα ημέρες από την κατάθεσή της και γίνεται με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ.. Κατά της απόφασης που εκδίδεται μέσα σε ένα μήνα από τη συζήτηση της ανακοπής δεν επιτρέπεται η άσκηση ένδικων μέσων. Η τελευταία αυτή ειδική ανακοπή κατά των δηλώσεων συνέχισης πλειστηριασμού και υποκατάστασης άλλου δανειστή εισήχθη το πρώτον με τον Ν. 4335/2015. Και αυτό γιατί μέχρι τις τροποποιήσεις του νόμου αυτού η σχετική ανακοπή κατά τω ν δηλώσεων αυτών ασκούνταν στην προθεσμία του άρθρου 934 περ. β ΚΠοΛΔ, όπως ίσχυε προ του Ν. 4335/2015, ήτοι μέχρι τον πλειστηριασμό, πρώτη δε πράξη εκτελέσεως θεωρούνταν ανάλογα η δήλωση συνέχισης ή υποκατάστασης (ΑΠ 610/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, μετά την αναμόρφωση του άρθρου 934 με τον Ν. 4335/2015 και τη συγχώνευση των περιπτώσεων α και β του προϊσχύσαντος άρθρου 934 στην περίπτωση α του νέου άρθρου 934, με ενιαία προθεσμία άσκησης της ανακοπής 45 ημερών απ' την ημέρα της κατάσχεσης και διατήρηση της ανακοπής κατά του πλειστηριασμού ως περίπτωση β (τέως γ), η εν λόγω ανακοπή κατά των δηλώσεων συνέχισης πλειστηριασμού και υποκατάστασης δεν μπορεί να υπαχθεί σε καμία από τις προβλεπόμενες πλέον περιπτώσεις του άρθρου 934, έτσι ώστε να επιλεγεί από το νομοθέτη να εισαχθεί γι' αυτές μία ιδιαίτερη ανακοπή, που ρυθμίστηκε αυτοτελώς στο νέο άρθρο 973 παρ. 6. Με την ανακοπή αυτή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ δύνανται να προβάλλονται λόγοι, οι οποίοι αφορούν το κόρος της δήλωσης αυτής (ΜονΠρωτΧαλκ 24/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι, οι αντιρρήσεις που μπορούν να προβληθούν με το σχετικό ένδικο βοήθημα, πρέπει πρώτιστα να αφορούν είτε πρωτογενείς πλημμέλειες της επίδικης πράξης εκτέλεσης (δήλωσης συνέχισης ή υποκατάστασης) καθώς και συνεπακόλουθα στις πράξεις που ακολούθησαν αυτής (άρθρο 973 παρ. 1 ΚΠολΔ) είτε δευτερογενείς ακυρότητες της δήλωσης συνέχισης ή υποκατάστασης που προκύπτουν από δικονομικά ανίσχυρες προγενέστερες πράξεις εκτέλεσης στις οποίες στηρίζεται η επίδικη πράξη εκτέλεσης (πχ. την κατάσχεση). Η δεύτερη όμως ως άνω περίπτωση (δευτερογενούς ακυρότητας) τελεί υπό την προϋπόθεση ότι κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η (μετέπειτα προσβαλλόμενη) δήλωση συνέχισης, οι εν λόγω (προγενέστερες ανίσχυρες) πράξεις είτε έχουν ακυρωθεί με δικαστική απόφαση είτε έστω έχουν παύσει να υφίστανται και να παράγουν έννομες συνέπειες με κάθε άλλο νόμιμο τρόπο (π.χ. απόφαση για ανατροπή κατάσχεσης, δήλωση παραίτησης από κατάσχεση κ.α.). Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τον λόγο που προτείνεται με την ανακοπή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ και το ποια πράξη εκτέλεσης αφορά αυτός (ο λόγος), το αίτημα της ανακοπής του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ (όπως ανάλογα ισχύει και για την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ) είναι η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης εκτέλεσης, η οποία στην συγκεκριμένη ανακοπή μπορεί και πρέπει να είναι μόνο η επίδικη δήλωση συνέχισης ή υποκατάστασης και όχι άλλες προγενέστερες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας (ΜΠρΠατρ 430/2024 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, βλ. ΜΠρΡοδ 224/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και τις εκεί παραπομπές).
Με την υπό κρίση ανακοπή του, κατά την προσήκουσα εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ο ανακόπτων ζητεί να ακυρωθούν, για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους: α) η από 24.11.2021 επιταγή προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από το πρώτο υπ’ αριθμόν ./20.11.2020 εκτελεστό απόγραφο της με αριθμό ./2020 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία (επιταγή προς πληρωμή) επιτάχθηκε να καταβάλει στην (αρχική) καθ’ ης η ανακοπή, εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, το συνολικό ποσό των 32.347,87 ευρώ και πιο συγκεκριμένα α.1) προς εξόφληση της επιδικασθείσας δυνάμει της εν λόγω διαταγής πληρωμής απαίτησης το ποσό των 31.243,87 ευρώ, εντόκως με βάση το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από 6.3.2020, α.2) ως επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη για την έκδοση της εν λόγω διαταγής πληρωμής το ποσό των' 1.050,00 ευρώ, α.3) ως δαπάνη για την έκδοση αντιγράφου του απογράφου και για τα δικαιώματα αντιγραφής το ποσό των 4,00 ευρώ και α.4) ως έξοδα επίδοσης της προκείμενης επιταγής προς πληρωμή το ποσό των 50,00 ευρώ, τα προαναφερόμενα υπό στοιχεία α.2, α.3 και α.4 κονδύλια με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της προκείμενης επιταγής προς πληρωμή, β) η υπ’ αριθμόν ./19.1.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Πατρών, ., με την οποία επιβλήθηκε εις βάρος του, από την (αρχική) καθ’ ης η ανακοπή, εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, αναγκαστική κατάσχεση του περιγραφόμενου στην ανακοπή ακινήτου της πλήρους και αποκλειστικής κυριότητας του, ήτοι του υπό το στοιχείο ... διαμερίσματος, του πρώτου πάνω από την πυλωτή ορόφου πολυκατοικίας που έχει ανεγερθεί σε διακεκριμένο τμήμα ενιαίου οικοπέδου κείμενου στην Πάτρα, στο Δήμο Πατρέων, εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης των Πατρών, στη θέση «...», με πρόσοψη στην πρώην . πάροδο της οδού ., νυν οδού . αρ. ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 322/1000, το οποίο διαμέρισμα έχει λάβει ΚΑΕΚ ... στα οικεία βιβλία του Κτηματολογίου Πατρών, για το ποσό των 30.000,00 ευρώ, σε εκτέλεση του προαναφερόμενου αντιγράφου από το πρώτο υπ’ αριθμόν ./20.11.2020 εκτελεστό απόγραφο της ως άνω διαταγής πληρωμής, και δυνάμει της οποίας (έκθεσης κατάσχεσης) επισπεύσθηκε σε βάρος του ηλεκτρονικός πλειστηριασμός του παραπάνω ακινήτου την 2.9.2022, ημέρα Παρασκευή και από ώρα 14:00 μ.μ. έως ώρα 16:00 μ.μ., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών ., ο οποίος όμως ματαιώθηκε ελλείψει πλειοδοτών, συνταχθείσης προς τούτο της υπ’ αριθμόν ./2.9.2022 πράξης της εν λόγω συμβολαιογράφου, γ) το υπ’ αριθμόν ./28.1.2022 απόσπασμα της προαναφερόμενης υπ’ αριθμόν ./19.1.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας που συνέταξε η ίδια ως άνω δικαστική επιμελήτρια, δ) η υπ’ αριθμόν ./26.10.2022 πράξη δήλωσης συνέχισης ματαιωθέντος πλειστηριασμού της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου για τη δήλωση που υπέβαλε η (αρχική) καθ’ ης η ανακοπή, εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, για την εκ νέου επίσπευση του ανωτέρω ματαιωθέντος πλειστηριασμού, μετά του αποσπάσματος της πράξης αυτής που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεως πλειστηριασμών του ΕΦΚΑ την 31.10.2022 και ε) η υπ’ αριθμόν ./2.12.2022 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, δυνάμει της οποίας εκπλειστηριάστηκε και κατακυρώθηκε υπέρ της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή, σε εκτέλεση της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής και δυνάμει της προαναφερόμενης υπ’ αριθμόν ./26.10.2022 πράξης δήλωσης συνέχισης ματαιωθέντος πλειστηριασμού, στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό που διεξήχθη τη 2.12.2022 ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου, το ανωτέρω περιγραφόμενο ακίνητο της πλήρους και αποκλειστικής κυριότητάς του, καθώς και η επί του πλειστηριασμού αυτού συνταχθείσα από την ίδια ως άνω συμβολαιογράφο υπ’ αριθμόν ./17.2.2023 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου. Ζητεί επίσης να καταδικαστούν οι καθ’ ων η ανακοπή στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και τα ανωτέρω αιτήματα η υπό κρίση ανακοπή, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο ως το δικαστήριο της περιφέρειας του τόπου της εκτέλεσης, αφού μετά την επίδοση της ένδικης επιταγής προς εκτέλεση ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας (άρθρο 933 παρ. 1 εδ. α και 3 ΚΠολΔ, όπως έχει μετά την έναρξη της ισχύος του Ν. 4335/2015 και του Ν. 4512/2018), προκειμένου να εκδικασθεί κατά την προσήκουσα διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591 και 614 επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 και τροποποιήθηκε δυνάμει του άρθρου 59 του Ν. 4842/2021). Περαιτέρω, για το παραδεκτό αυτής, κατά το μέρος αυτής που βάλλει κατά του ένδικου πλειστηριασμού, η υπό κρίση ανακοπή καταχωρίστηκε εμπροθέσμως στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων του Κτηματολογικού Γραφείου Δυτικής Ελλάδας, εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 1010 ΚΠολΔ προθεσμίας των 30 ημερών από την κατάθεσή της (όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου ./10.4.2023 πιστοποιητικό της Προϊστάμενης του Κτηματολογικού Γραφείου Δυτικής Ελλάδας). Ωστόσο, κατά το μέρος αυτής που βάλλει κατά της υπ’ αριθμόν ./25.10.2022 πράξης δήλωσης συνέχισης ματαιωθέντος πλειστηριασμού, η υπό κρίση ανακοπή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη και τούτο διότι η δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού του άρθρου 973 παρ. 1 ΚΠολΔ προσβάλλεται με την ειδική ανακοπή της παρ. 6 του ιδίου άρθρου που ασκείται εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την ημέρα της ανάρτησης της γνωστοποίησης της δήλωσης και της ημέρας του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ) και εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ και όχι με την παρούσα ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, με την οποία προβάλλονται αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης εντός των χρονικών σταδίων του άρθρου 934 παρ. 1 ΚΠολΔ και εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ’ άρθρο 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στην υπό στοιχείο ΙΙ. νομική σκέψη, με την επισήμανση άλλωστε ότι στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη ανακοπή ασκήθηκε μετά την παρέλευση της προαναφερθείσας προθεσμίας των τριάντα ημερών από την ημέρα της ανάρτησης της γνωστοποίησης της δήλωσης στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ). Κατά το μέρος όμως αυτής που στρέφεται κατά των λοιπών πράξεων της ένδικης εκτελεστικής διαδικασίας, η υπό κρίση ανακοπή έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 934 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ προθεσμίας των 45 ημερών από την ημέρα της κατάσχεσης καθ’ όσον αφορά την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή και την προσβαλλόμενη έκθεση κατάσχεσης μετά του αποσπάσματος της, αφού οι επιδόσεις του αντιγράφου από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της διαταγής πληρωμής, δυνάμει της οποίας επισπεύδεται η ένδικη εκτελεστική διαδικασία, μετά της προσβαλλόμενης επιταγής προς εκτέλεση, και του αντιγράφου της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης έλαβαν χώρα εν προκειμένω με θυροκόλληση σε διεύθυνση όπου ο ανακόπτων δεν είχε την πραγματική του κατοικία, με συνέπεια να ελλείπει στην κρινόμενη περίπτωση παντελώς έγκυρη επίδοση των εν λόγω εγγράφων προς τον ανακόπτοντα ως καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη και να μην έχει ακόμη εκκινήσει η προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1α, η οποία αφετηριάζεται από την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου στον καθ’ ου η εκτέλεση. όπως θα εκτεθεί και παρακάτω, και εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 934 παρ. 1β προθεσμίας των εξήντα ημερών από την καταχώριση της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης στα οικεία βιβλία του
κτηματολογικού Γραφείου Δυτικής Ελλάδας, αφού η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμόν 5939/17.2.2023 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου καταχωρίστηκε στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Δυτικής Ελλάδας τη 10.3.2023 και η υπό κρίση ανακοπή κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου την 7.4.2023 και επιδόθηκε στην πρώτη καθ’ ης η ανακοπή τη 12.4.2023 και στην (αρχική) δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή τη 13.4.2023 (όπως προκύπτει αντιστοίχως την υπ’ αριθμόν ...Α/12.4.2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Πατρών, . και την υπ’ αριθμόν ./13.4.2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, .). Κατόπιν τούτων, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς το παραδεκτό, την νομική και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
ΙΙΙ. α. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 εδ, α ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015: «Ανακοπή, σύμφωνα με το. άρθρο 933, είναι παραδεκτή: α) αν αφορά ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 και 995 ή την απαίτηση, μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης». Κατά το εδ. β της ίδιας διάταξης: «Αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης [...] και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων μέσα σε τριάντα (30) μέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού, αν πρόκειται για κινητά, και εξήντα (60) μέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα». Σύμφωνα με την παρ. 2 της αυτής διάταξης: «Αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, τελευταία πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης». Καθιερώνεται έτσι η σταδιακή προσβολή των πράξεων εκτέλεσης ανάλογα με το αντικείμενό της, ώστε η εκάστοτε ανακοπή κατά της εκτέλεσης ασκείται υποχρεωτικά σε καθορισμένες από τον νόμο προθεσμίες. Το πρώτο στάδιο προσβολής των πράξεων εκτέλεσης περιλαμβάνει τους λόγους ανακοπής, που βάλλουν κατά του κύρους του εκτελεστού τίτλου, της προδικασίας και της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 παρ. 2 και 995 παρ. 4 ΚΠολΔ, καθώς επίσης και κατά της εκτελούμενης απαίτησης. Στο στάδιο αυτό ανήκουν πρωτίστως οι αντιρρήσεις κατά του εκτελεστού τίτλου (αντιρρήσεις που αφορούν την εγκυρότητα του τίτλου) καίτοι αυτό δεν αναφέρεται στο άρθρο 934 παρ.1 στοιχ. α' ΚΠολΔ. Μεταξύ των λόγων, που πρέπει να προταθούν στην προθεσμία του άρθρου αυτού, εκτός από αυτούς που αφορούν στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου (τυπικά ή ουσιαστικά ελαττώματα) και των πράξεων της προδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης (κύρος επιταγής προς εκτέλεση), υπάγονται και οι λόγοι της ανακοπής, που αφορούν σε προγενέστερες ή και μεταγενέστερες της επιταγής πράξεις εκτέλεσης. Επίσης, υπάγονται οι λόγοι, με τους οποίους αμφισβητείται, η εγκυρότητα των πράξεων της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης (άρθρο 934 παρ. 1 στοιχ. α) δηλαδή ατασθαλίες, οι οποίες επιδρούν ακυρωτικά σε κάποια πράξη της διαδικασίας της εκτέλεσης, που επιχειρήθηκε από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 παρ. 2 εδ. β και 995 παρ. 4 εδ. β, στην οποία εντάσσονται τα ελαττώματα της εκθέσεως κατασχέσεως (ΕφΠατρ 251/2023, ΕφΠειρ 334/2019, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, το άρθρο 934 παρ. 1 στοιχ. α ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε ανωτέρω, προβλέπει μία ενιαία προθεσμία για όλους τους λόγους ανακοπής, που υπάγονταν προηγουμένως στο (παλαιό) άρθρο 934 παρ. 1 αρ. α και β και συνεπώς, όλους τους λόγους ανακοπής που βάλλουν κατά των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας έως και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας εκθέσεως, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό τους ως πράξεων της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, όπως και τους λόγους που αφορούν στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, καίτοι δεν περιλαμβάνονται στην γραμματική διατύπωση του άρθρου, και στην απαίτηση. Η προθεσμία, που πρέπει να τηρήσει ο εκάστοτε ανακόπτων κρίνεται (και) υπό την νέα μορφή του άρθρου 934 ΚΠολΔ, όχι από το αίτημα της ανακοπής του, δηλαδή από την πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης που προσβάλλει αυτός, αλλά από τους λόγους που προτείνει με την ανακοπή του, δηλαδή από τα ιστορούμενα σε αυτήν ελαττώματα, τα οποία πρέπει να αναφέρονται ευθέως και αμέσως στο κύρος της προσβαλλόμενης με την ανακοπή πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΕφΠατρ 86/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 251/2023 ο.π., ΕφΑνΚρήτης 127/2023, ΕφΠατρ 182/2022, ΕφΑιγ 80/2020, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, όλες οι ανακοπές για ενδεχόμενες πλημμέλειες, που εντοπίζονται στο χρονικό πλαίσιο από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, που συντελούνται από την προδικασία της επιταγής (άρθρο 924), την εντολή προς εκτέλεση (άρθρο 927) και την κατάσχεση (άρθρα 954, 955, 992, 995) ή και την προδικασία του
πλειστηριασμού, πρέπει να ασκηθούν μέσα σε προθεσμία σαράντα πέντε ημερών από την ημερομηνία της κατάσχεσης. Κατά το γράμμα του νόμου, αφετηρία της προθεσμίας των σαράντα πέντε (45) ημερών αποτελεί η ημέρα της κατάσχεσης, πλην, όμως μάλλον τούτο συνιστά σχήμα κατά συνεκδοχή, καθόσον απαραίτητη για την εκκίνηση της ανωτέρω προθεσμίας είναι οπωσδήποτε η γνώση του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, η οποία εξασφαλίζεται με την επίσημη επίδοση στον ίδιο του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης (ΕφΠατρ 251/2023 ο.π., ΕφΠειρ 334/2019 ο.π.). Πέραν τούτων, με βάση το θεσπιζόμενο με το άνω άρθρο 934 ΚΠολΔ σύστημα της κατά στάδια προσβολής με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ των επιμέρους πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, τυχόν ακυρότητα μιας προηγούμενης πράξης εκτέλεσης δεν συμπαρασύρει σε ακυρότητα αυτοδικαίως και την επόμενη πράξη αλλά απαιτείται να προσβληθεί με ανακοπή και αυτή, εφόσον υπάρχει ακόμη η από το άρθρο 934 ΚΠολΔ προθεσμία για την προσβολή της, για να κηρυχθεί από το δικαστήριο η ακυρότητα της. Διαφορετικά, εφόσον προχώρησε η εκτελεστική διαδικασία και δεν προσβλήθηκε εμπροθέσμως αυτοτελώς με ανακοπή και η επόμενη πράξη, η τελευταία ισχυροποιείται και παραμένει απρόσβλητη. Κριτήριο δηλαδή του εμπρόθεσμου της ανακοπής αποτελεί ο προβαλλόμενος λόγος, ήτοι η πράξη όπου ενυπάρχει το επικαλούμενο ελάττωμα και όχι το αίτημά της, δηλαδή οι επόμενες πράξεις των οποίων ζητείται η ακύρωση (ΕφΠατρ 251/2023 ο.π.). Οι δε κατά το άρθρο 934 παρ. 1 ΚΠολΔ οριζόμενες προθεσμίες για το παραδεκτό της κατά το άρθρο 933 του ιδίου Κώδικα ανακοπής και των προσθέτων αυτής λόγων, είναι δικονομικές, εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η πάροδός τους συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της σχετικής πράξεως της εκτελεστικής διαδικασίας (Ολ. ΑΠ 12/2009 ΑΡΧΝ 2009.708, ΑΠ 959/2019, ΑΠ 261/2017, ΑΠ 905/2011, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. β. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 995 εδ. α, β και γ ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 77 του Ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α 190) και εφαρμόζεται σύμφωνα με την παρ.6 περ. ιβ του άρθρου 116 του Ν. 4842/2021, που προστέθηκε με το άρθρο 176 του Ν. 4855/2021, στις επιδόσεις που πρόκειται να γίνουν μετά από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού: «Αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται μόλις περατωθεί η κατάσχεση στον καθ' ου η εκτέλεση, αν ήταν παρών, και, αν αυτός αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο που του επιδίδεται, ο επιμελητής συντάσσει έκθεση για την άρνηση του. Αν είναι απών ή δεν είναι δυνατή η άμεση κατάρτιση του αντιγράφου, η επίδοση γίνεται το αργότερο την επομένη της ημέρας που έγινε η κατάσχεση, εφόσον εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει την κατοικία του στη περιφέρεια του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση, διαφορετικά μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάσχεση. Η παράλειψη των διατυπώσεων αυτών επιφέρει ακυρότητα». Η παραπάνω διάταξη αφορά, κατά τη σαφή έννοια της, στην καθόλου παράλειψη των σχετικών διατυπώσεων, όχι δε και την περίπτωση που αυτές έλαβαν μεν χώρα, αλλά με τρόπο δικονομικώς άκυρο. Στην περίπτωση αυτή η ακυρότητα της αντιστοίχου πράξεως, ως ακυρότητα ενδιαμέσου πράξεως της εκτελεστικής διαδικασίας, απαγγέλλεται κατόπιν ανακοπής που πρέπει να ασκείται μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης (άρθρο 934 παρ. 1 α ΚΠολΔ) και για την ευδοκίμησή της απαιτείται η επίκληση και η απόδειξη δικονομικής βλάβης κατά το άρθρο 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ (ΑΠ 1074/2023 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα areiospagos.gr, ΑΠ 936/2020, ΑΠ 916/2004, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ευνόητο είναι ότι η ακύρωση μιας ενδιαμέσου πράξεως της εκτελεστικής διαδικασίας επιδρά ακυρωτικώς και στον εν συνεχεία πλειστηριασμό, ο οποίος, αν αφορά ακίνητο και πρόκειται για εκτέλεση προς ικανοποίηση χρηματικής απαιτήσεως, κηρύσσεται άκυρος κατόπιν ανακοπής που πρέπει να ασκείται μέσα σε προθεσμία 60 ημερών, αφότου μεταγραφεί η περίληψη της οικείας κατακυρωτικής εκθέσεως, καθώς η ακυρότητα αφορά την τελευταία πράξη της εκτελέσεως. Για να ασκηθεί, δηλαδή, παραδεκτά ανακοπή κατά του πλειστηριασμού, λόγω δικονομικών ακυροτήτων της προδικασίας του, απαιτείται να έχει προσβληθεί ως άκυρη και η ελαττωματική πράξη της προδικασίας μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 α' ΚΠολΔ. Αν όμως δεν πρόκειται για ελάττωμα απλώς ή αταξία της προδικασίας του πλειστηριασμού, αλλά για παντελή έλλειψη όλων ή μιας των διατυπώσεων που τάσσει ο νόμος για τη διενέργειά του και παρά την έλλειψη αυτή ο πλειστηριασμός διενεργηθεί, τότε είναι άκυρος ανεξάρτητα από βλάβη και η ακυρότητά του κηρύσσεται ύστερα από ανακοπή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1β' ΚΠολΔ, αφού πρόκειται για λόγο ακυρότητας του ιδίου του πλειστηριασμού και όχι διατυπώσεως της προδικασίας του, που ποτέ δεν έγινε (Ολ. ΑΠ 3/2007 ΔΙΚΗ 2007.587, ΑΠ 1074/2023 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα areiospagos.gr, ΕφΠειρ 485/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ίδια, αναλόγως, ισχύουν και στην περίπτωση που όλες ή κάποιες από τις διατυπώσεις του πλειστηριασμού δεν παραλείφθηκαν, αλλά έγιναν εκπρόθεσμα ή με τρόπο που τις καθιστά δικονομικώς ανυπόστατες. Με ανυπαρξία δε επιδόσεως περιλήψεως της κατασχετήριας εκθέσεως ακινήτου εξομοιώνεται και η επίδοσή της σε κατοικία διαφορετική από την πραγματική κατοικία αυτού που αφορά ή επίδοση, αφού εξ αιτίας της εσφαλμένης αυτής επιδόσεως αυτός έχει άγνοια του επισπευδομένου πλειστηριασμού και μπορεί, αν διενεργηθεί, να τον προσβάλει, χωρίς άλλο, ως άκυρο μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1β' ΚΠολΔ, με ανακοπή στην οποία θα επικαλείται για το παραδεκτό της ότι ο επισπεύδων την εκτέλεση γνώριζε την πραγματική κατοικία του ή ότι ο ίδιος είχε έγκαιρα γνωστοποιήσει σ' αυτόν την τυχόν μεταβολή της (Ολ. ΑΠ 3/2007 ο.π., ΑΠ 936/2020, ΑΠ 1869/2017, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1081/2014 ΕΠολΔ 2014.720, ΑΠ 8/2011 ΧρΙΔ 2011.752, ΕφΠειρ 485/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. γ. Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 124 παρ. 2 και 126 παρ.1 ΚΠολΔ, η επίδοση γίνεται προσωπικά σε εκείνον στον οποίο απευθύνεται το έγγραφο και στον τόπο όπου είναι η κατοικία του. Ως κατοικία του παραλήπτη, στην οποία μπορεί να γίνει η επίδοση, κατά το άρθρο 128 ΚΠολΔ, θεωρείται το σπίτι ή το διαμέρισμα που είναι προορισμένο για διημέρευση ή διανυκτέρευση του παραλήπτη, σύνοικοι δε θεωρούνται εκείνοι που διαμένουν στο ίδιο διαμέρισμα, προς τους οποίους εγκύρως γίνεται η επίδοση του εγγράφου, αν ο παραλήπτης δεν βρεθεί από τον δικαστικό επιμελητή στην κατοικία του. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η έκθεση επίδοσης που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτήν ότι έγιναν από τον δικαστικό επιμελητή ή ενώπιον του. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της ως πλαστής. Αντίθετα, η βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή στην έκθεση επιδόσεως ότι στη συγκεκριμένη διεύθυνση, όπου έγινε η επίδοση του εγγράφου, είναι η κατοικία του παραλήπτη, είναι περιστατικό που δεν υποπίπτει από τη φύση του στην άμεση αντίληψή του, καθότι την αλήθεια αυτού οφείλει να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής και συνεπώς κατά τούτο η βεβαίωση αυτή δεν παρέχει πλήρη απόδειξη, επιδεχόμενη ανταπόδειξη (ΑΠ 670/2024, ΑΠ 1084/2022, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1553/2008 Δ/ΝΗ 2011.1022). Συνεπώς, η αναγραφόμενη στο προς επίδοση έγγραφο διεύθυνση του προσώπου, στο οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, δεν δεσμεύει τον δικαστικό επιμελητή, που οφείλει εξ επαγγέλματος να ερευνήσει αν πράγματι αυτός προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση κατοικεί στη διεύθυνση αυτή και, αν διαπιστώσει ότι δεν κατοικεί εκεί αλλά σε άλλη διεύθυνση, να κάνει την επίδοση στην πραγματική κατοικία του και όχι στην αναφερομένη στο επιδοτέο έγγραφο. Διαφορετική από την παντελή έλλειψη επίδοσης είναι η ελαττωματική επίδοσή. Με παντελή έλλειψη επίδοσης ισοδυναμεί και η επίδοσή σε διεύθυνση άσχετη με την πραγματική κατοικία του απολιπόμενου διαδίκου, αφού στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται πράγματι για επίδοση προς αυτόν (Ολ. ΑΠ 3/2007 ο.π., ΑΠ 670/2024 ο.π., ΑΠ 1084'2022 ο.π., ΑΠ 686/2020, ΑΠ 477/2019, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. δ. Τέλος, κατά το άρθρο 630 Α ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 2819/2000, η διαταγή πληρωμής επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την έκδοσή της. Αν η επίδοση δεν γίνει μέσα στην προθεσμία των δύο μηνών, η διαταγή πληρωμής παύει να ισχύει. Η διάταξη αυτή καθιστά υποχρεωτική την επίδοση της διαταγής πληρωμής στον καθ’ ου και θεσπίζει ανώτατο χρονικό όριο για τη διενέργειά της. Η τασσόμενη προθεσμία είναι δύο μηνών από την ημερομηνία εκδόσεως της διαταγής. Αν η διαταγή δεν επιδοθεί (εγκύρως) στον καθ’ ου μέσα στη δίμηνη προθεσμία, αποβάλλει αυτοδικαίως την ισχύ της. Έτσι, η διαταγή δεν παράγει πλέον καμία έννομη ενέργεια, αλλά και τα αποτελέσματα που τυχόν επήλθαν ανατρέπονται αναδρομικά. Η παύση της ισχύος της διαταγής είναι αυτοδίκαιη. Επομένως δεν εξαρτάται από την ευδοκίμηση ανακοπής (του άρθρου 632) εναντίον της, που δεν είναι καν απαραίτητο να ασκηθεί (ΑΠ 948/2007 ΧρΐΔ 2008.48 ΕφΑιγαίου 97/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η δε μεταγενέστερη (εκπρόθεσμη) επίδοσή της δεν επηρεάζει τη συνέπεια αυτή. Έτσι, η διαταγή πληρωμής δεν παράγει πλέον καμιά έννομη συνέπεια, θεωρείται ανύπαρκτη και κατά νομική αναγκαιότητα συμπαρασύρονται σε ανατροπή, αυτοδίκαιη, και οι σε αυτή επιστηριζόμενες συνέπειες της, τα δε αποτελέσματα (της εκτελεστότητάς της) που τυχόν επήλθαν ανατρέπονται αναδρομικά (ΕφΑΘ 514/2024, ΕφΑΘ 3887/2024, ΕφΑΘ 481/2022, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η θέσπιση της διατάξεως αυτής, με βάση την οποία η κατά τα άρθρα 631 και 904 παρ. 2 στοιχ. ε ΚΠολΔ εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής αίρεται στην περίπτωση της μη επίδοσής της στον οφειλέτη μέσα σε δυο μήνες από την έκδοσή της, αφορά μόνο το συμφέρον του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής και οφείλεται στη μέριμνα να λαμβάνει αυτός έγκαιρα γνώση της διαταγής και να έχει έτσι τη δυνατότητα άμυνας εναντίον της, ώστε να μην παραμένει η διαταγή πληρωμής ανεπίδοτη για αόριστο χρόνο στα χέρια του δανειστή και εντεύθεν σε εκκρεμότητα επ' αόριστο χρόνο η σχετική απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, με κίνδυνο να μπορεί ο δανειστής κάποτε να την αξιοποιεί αθέμιτα εις βάρος της αξιοπιστίας και φερεγγυότητας του καθ’ ου στις συναλλαγές. Ο ισχυρισμός αυτός που αφορά την εγκυρότητα του τίτλου, δεν είναι υποχρεωτικό να προβληθεί μόνο με λόγο ανακοπής, κύριο ή πρόσθετο, αφού ούσα αυτοδίκαιη, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης), αναφέροντας τον χρόνο έκδοσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και ότι αυτή δεν του επιδόθηκε (εγκύρως) εντός δύο μηνών από την έκδοσή της, με αίτημα να κηρυχθεί άκυρη κατ’ εφαρμογή της ΚΠολΔ 630Α (ΑΠ 948/2007 ο.π., ΑΠ 1967/2007 ΕΕμπΔ 2008.134, ΕφΑιγαίου 97/2021 ο.π.).
Με τον έβδομο λόγο της υπό κρίση ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις της ένδικης εκτελεστικής διαδικασίας τυγχάνουν στο σύνολό τους ακυρωτέες, διότι όλες οι επιδόσεις που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της ένδικης εκτελεστικής διαδικασίας και δη οι επιδόσεις της ένδικης με αριθμό ./2020 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, τόσο εκείνη που έγινε για πρώτη φορά τη 17.12.2020 όσο και εκείνη που έγινε για δεύτερη φορά την 1.12.2021, με την κάτωθι αυτής ήδη προσβαλλόμενη από 24.11.2021 επιταγή προς πληρωμή, καθώς και η επίδοση του αντιγράφου της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμόν ./19.1.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, έγιναν με θυροκόλληση σε διεύθυνση όπου εκείνος δεν είχε πλέον την κατοικία του, ήτοι στην παλαιά του διεύθυνση, σε μισθωμένη οικία στην οδό . αρ. . στον Πειραιά, μολονότι εκείνος είχε γνωστοποιήσει ήδη από το έτος 2018 στην επισπεύδουσα, αρχική δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή, την αλλαγή της κατοικίας του και τη νέα του διεύθυνση στην οδό . αρ. . στον Πειραιά, γεγονός το οποίο έχει ως συνέπεια οι εν λόγω επιδόσεις να λογίζονται ως ανύπαρκτες, συνεπιφέροντας, λόγω της παντελούς έλλειψής τους, την ακυρότητα όλων των ως άνω πράξεων της ένδικης εκτελεστικής διαδικασίας που στηρίζονται σ’ αυτές. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της υπό κρίση ανακοπής είναι παραδεκτός και νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 124 παρ. 2. 126 παρ. 1α, 128, 630Α και 995 παρ. 1 εδ. α, β και γ ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, δίχως ωστόσο να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική κρίση της ένδικης διαφοράς, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Επί της από 8.7.2020 αίτησης της αρχικής δεύτερης καθ’ ης η ανακοπή, εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «doValue Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις», στη θέση της οποίας έχει ήδη υπεισέλθει και συνεχίζει την παρούσα δίκη, ως νυν διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «PILLAR FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», συμπεριλαμβανομένης και της επίδικης απαίτησης, η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «QQUANT MASTER SERVICER ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΏΣΕΙΣ», εκδόθηκε κατά του ανακόπτοντος η με αριθμό ./2020 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ο ανακόπτων διατάχθηκε να καταβάλει στην πρώτη ως άνω εταιρεία διαχείρισης, αρχική δεύτερη καθ' ης η ανακοπή, το ποσό των 31.243,87 ευρώ, προς εξόφληση της οφειλής από την υπ’ αριθμόν .../7.5.2007 σύμβαση στεγαστικού δανείου, εντόκως με βάση το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από 6.3.2020. Ακολούθως ακριβές αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής επιδόθηκε από την αρχική δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή προς τον ανακόπτοντα, μαζί με τα νομιμοποιητικά της έγγραφα (ήτοι μαζί με την περίληψη της δημοσίευσης στο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών της από 18.6.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, δυνάμει της οποίας η απαίτηση από την παραπάνω δανειακή σύμβαση μεταβιβάστηκε από την τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΊΑ» στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «PILLAR FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», το εξαχθέν από το βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών απόσπασμα από το παράρτημα της εν λόγω σύμβασης και την περίληψη της δημοσίευσης στο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών της από 18.6.2019 σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων, δυνάμει της οποίας η διαχείριση της εν λόγω απαίτησης ανατέθηκε στην αρχική δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή), για πρώτη φορά στον ανακόπτοντα τη 17.12.2020, επίδοση η οποία, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ...Β /17.12.2020 έκθεση επίδοσης του επιληφθέντος δικαστικού επιμελητή ., με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, την οποία προσκόμισε και επικαλέστηκε ο ανακόπτων, έλαβε χώρα με θυροκόλληση στην οδό . αρ. . στον Πειραιά, όπου κατά τα διαλαμβανόμενα στην εν λόγω έκθεση επίδοσης φέρεται να βρίσκεται, η κατοικία του ανακόπτοντος. Στη συνέχεια, ακριβές αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της προκείμενης διαταγής πληρωμής επιδόθηκε για δεύτερη φορά από την αρχική δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή προς τον ανακόπτοντα, μαζί με τα ίδια ως άνω νομιμοποιητικά έγγραφα και με την κάτωθι αυτής ήδη προσβαλλόμενη από 24.11.2021 επιταγή προς πληρωμή (με την οποία ο ανακόπτων
επιτάχθηκε να καταβάλει στην αρχική δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή, για την επιδικασθείσα απαίτηση, για την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, για τα έξοδα έκδοσης του αντιγράφου του απογράφου, για τα δικαιώματα αντιγραφής και για τα έξοδα επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή το συνολικό ποσό των 32.347,87 ευρώ). Και η δεύτερη αυτή επίδοση πραγματοποιήθηκε με θυροκόλληση στην οδό . αρ. . στον Πειραιά, όπου φέρεται να είχε κατά τον χρόνο της επίδοσης την κατοικία του ο ανακόπτων, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν .Ι’/1.12.2021 έκθεση επίδοσης της επιληφθείσας δικαστικής επιμελήτριας ., με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, την οποία προσκόμισε και επικαλέστηκε ο ανακόπτων, Κατόπιν αυτών, σε εκτέλεση της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής επιβλήθηκε με εντολή της αρχικής δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή, δυνάμει της υπ’ αριθμόν ./19.1.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Πατρών, ., εις βάρος του ανακόπτοντος κατάσχεση για το ποσό των 30.000,00 ευρώ της πλήρους και αποκλειστικής κυριότητάς του επί του υπό το στοιχείο ... διαμερίσματος του πρώτου πάνω από την πυλωτή ορόφου πολυκατοικίας ανεγερθείσας σε διακεκριμένο τμήμα ενιαίου οικοπέδου κείμενου στην Πάτρα, στο Δήμο Πατρέων, εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης των Πατρών, στη θέση «...», με πρόσοψη στην πρώην . πάροδο της οδού ., νυν οδού . αρ. ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 322/1000, το οποίο (διαμέρισμα) έχει λάβει ΚΑΕΚ ... στα οικεία βιβλία του Κτηματολογίου Πατρών, συνταχθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμόν ./28.1.2022 αποσπάσματος της εν λόγω κατασχετήριας έκθεσης. Για την επιβολή της εν λόγω κατασχέσεως αντίγραφο του κατασχετηρίου εγγράφου επιδόθηκε στον ανακόπτοντα εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 995 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ προθεσμίας, επίδοση που έλαβε χώρα και αυτή με θυροκόλληση στην ίδια ως άνω διεύθυνση, ήτοι στην οδό . αρ. . στον Πειραιά. Δυνάμει της προαναφερόμενης έκθεσης κατάσχεσης, το ανωτέρω ακίνητο εξετέθη αρχικά σε ηλεκτρονικό πλειστηριασμό που διενεργήθηκε τη 2.9.2022 ενώπιον της συμβολαιογράφου Πατρών . και απέβη άγονος ελλείψει πλειοδοτών, και ακολούθως, κατόπιν της υποβολής της από 12.10.2022 δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού της ως άνω επισπεύδουσας, αρχικής δεύτερης καθ’ ης η ανακοπή, για την οποία συντάχθηκε η υπ’ αριθμόν ./26.10.2022 πράξη καταθέσεως δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, σε ηλεκτρονικό πλειστηριασμό που διενεργήθηκε ενώπιον της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου τη 2.12.2022, κατά τον οποίο το εν λόγω ακίνητο κατακυρώθηκε υπέρ της υπερθεματίστριας, πρώτης καθ’ ης η ανακοπή, για το ποσό των 83.600,00 ευρώ και συντάχθηκε προς τούτο η ήδη προσβαλλόμενη υπ’ αριθμόν ./2.12.2022 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της υπαλλήλου του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου, η υπ’ αριθμόν ./17.2.2023 περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε στο οικείο φύλλο που τηρείται για το εκπλειστηριασθέν ακίνητο στο κτηματολογικό γραφείο Δυτικής Ελλάδας. Εντούτοις, αποδείχθηκε ότι κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα όλες οι ανωτέρω επιδόσεις, ήτοι οι επιδόσεις της ένδικης με αριθμό ./2020 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η επίδοση της κατασχετήριας έκθεσης στον καθ’ ου η εκτέλεση ανακόπτοντα, εκείνος δεν είχε πραγματικά την κατοικία του στην οδό . αρ. . στον Πειραιά, όπου θυροκολλήθηκαν τα επιδοθέντα έγγραφα, αφού ήδη από το έτος 2018 ο ανακόπτων είχε αλλάξει κατοικία και είχε αποχωρήσει από την ως άνω μισθωμένη οικία του επί της οδού . αρ. . και είχε εγκατασταθεί σε έτερη μισθωμένη οικία επί της οδού . αρ. . στον Πειραιά (όπως προκύπτει από τα έντυπα δήλωσης φορολογίας εισοδήματος Ε1 των φορολογικών ετών 2018, 2019, 2020, 2021 και 2022 που ο ανακόπτων προσκόμισε και επικαλέστηκε, στα οποία έχει καταχωριστεί ως κατοικία του, για τον προσδιορισμό της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης, η μισθωμένη οικία επί της οδού . αρ. . στον Πειραιά, σε αντιπαραβολή προς τα αντίστοιχα έντυπα Ε1 των φορολογικών ετών 2016 και 2017, όπου αναφέρεται ως τόπος κατοικίας του η ως άνω παλαιά οικία του επί της οδού . αρ. . στον Πειραιά). Την κατά τα προεκτεθέντα αλλαγή της κατοικίας του ο ανακόπτων γνωστοποίησε ευθύς αμέσως το έτος 2018 στην τότε δικαιούχο της ένδικης απαίτησης τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», έκτοτε δε η έγγραφη, μέσω επιστολών, επικοινωνία του ανακόπτοντος με την προαναφερόμενη τραπεζική εταιρεία αλλά και η μετέπειτα επικοινωνία του με την αρχική δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή, εταιρεία διαχείρισης, ελάμβανε χώρα στην ως άνω. νέα και ισχύουσα κατά τον χρόνο των επίμαχων επιδόσεων, διεύθυνση του. Δεν δύναται δε να παράσχει απόδειξη περί του αντιθέτου η μνεία στις επίμαχες εκθέσεις επίδοσης του εκάστοτε επιληφθέντος δικαστικού επιμελητή, ότι η οικία επί της οδού . αρ. . στον Πειραιά, όπου θυροκολλούνταν τα επιδοτέα έγγραφα, ήταν ο τόπος της κατοικίας του ανακόπτοντος, ενώ, σε κάθε περίπτωση, οι διενεργήσαντες τις επιδόσεις δικαστικοί επιμελητές όφειλαν εξ επαγγέλματος και μπορούσαν να διαπιστώσουν εάν η οικία εκείνη ήταν πραγματικά η κατοικία του ανακόπτοντος, μη αρκούμενοι προς τούτο μόνο στην αναγραφή της συγκεκριμένης διεύθυνσης στα επιδιδόμενα έγγραφα, αντλώντας τα αναγκαία στοιχεία από τους γείτονες και το διαχειριστή της προαναφερόμενης πολυκατοικίας κατ’ άρθρο 25 παρ. 2 του Ν. 2318/1995 (Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών) αλλά και από την ίδια την αρχική δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή επισπεύδουσα, που όπως προαναφέρθηκε, με βάση τα τηρούμενα σ’ αυτή στοιχεία, τελούσε σε γνώση της μεταβολής της κατοικίας του ανακόπτοντος. Τα στοιχεία άλλωστε της πραγματικής κατοικίας του ανακόπτοντος ήταν ευχερώς προσβάσιμα και από την υπηρεσία του, καθώς αυτός μέχρι την συνταξιοδότησή του το έτος 2022 υπηρετούσε στο πυροσβεστικό σώμα, στοιχείο που και αυτό ήταν γνωστό στην πρώην δικαιούχο της απαίτησης «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΊΑ» αλλά και στην επισπεύδουσα την ένδικη αναγκαστική εκτέλεση αρχική δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή, εταιρεία διαχείρισης. Συνεπεία τούτων, η επίδοση της ένδικης με αριθμό ./2020 διαταγής πληρωμής στον ανακόπτοντα, που έλαβε χώρα για πρώτη φορά τη 17.12.2020 σε διεύθυνση διάφορη της πραγματικής διεύθυνσής του, παρά την σχετική γνώση της επισπεύδουσας εταιρείας διαχείρισης, εξομοιώνεται με ανύπαρκτη επίδοση, κατά τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στην υπό στοιχείο ΙΙΙ. γ. νομική σκέψη και ως εκ τούτου, λόγω της παντελούς έλλειψης επίδοσης της προκείμενης διαταγής πληρωμής εντός της τασσόμενης από το άρθρο 630Α προθεσμίας των δύο μηνών από την έκδοσή της, αυτή έχει παύσει αυτοδικαίως να ισχύει, γεγονός το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, κατά τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στην υπό στοιχείο ΙΙΙ. δ. νομική σκέψη. Η δε αυτοδίκαιη αυτή παύση της ισχύος της ένδικης διαταγής πληρωμής συνεπάγεται άνευ άλλου τινός την ακυρότητα όλων των πράξεων της ένδικης εκτελεστικής διαδικασίας που προσβάλλονται με την κρινόμενη ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ και ερείδονται σ’ αυτή ως εκτελεστό τίτλο, ήτοι την ακυρότητα τόσο της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή και της προσβαλλόμενης έκθεσης κατάσχεσης μετά του αποσπάσματος της, όσο και την ακυρότητα της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού και της επί του πλειστηριασμού αυτού συνταχθείσας περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης. Σε κάθε περίπτωση, ως εκ περισσού, σημειώνεται ότι, καθόσον η επίδοση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμόν υπ’ αριθμόν ./19.1.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας έλαβε χώρα με θυροκόλληση σε κατοικία διάφορη της πραγματικής κατοικίας του ανακόπτοντος, εξομοιώνεται με ανύπαρκτη επίδοση που συμπαρασύρει σε ακυρότητα και τον διενεργηθέντα ακολούθως πλειστηριασμό κατά τα
διαλαμβανόμενα ανωτέρω στην υπό στοιχείο III. β. νομική σκέψη. Βάσει όλων των προεκτεθέντων πρέπει ο έβδομος λόγος της υπό κρίση ανακοπής να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει κατά πρώτον να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή κατά το μέρος αυτής που βάλλει κατά της υπ’ αριθμόν ./26.10.2022 πράξης δήλωσης συνέχισης ματαιωθέντος πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Πατρών . . Πρέπει, περαιτέρω, κατ’ αποδοχή του έβδομου λόγου της υπό κρίση ανακοπής και παρελκούσης της εξέτασης των λοιπών λόγων αυτής, να γίνει δεκτή εν μέρει η υπό κρίση ανακοπή κατά το μέρος αυτής που βάλλει κατά των λοιπών πράξεων της ένδικης εκτελεστικής διαδικασίας και να ακυρωθούν i) η από 24.11.2021 επιταγή προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από το πρώτο υπ’ αριθμόν ./20.11.2020 εκτελεστό απόγραφο της με αριθμό ./2020 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ii) η υπ’ αριθμόν ./19.1.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Πατρών, ., iii) το υπ’ αριθμόν ./28.1.2022 απόσπασμα της προαναφερόμενης υπ’ αριθμόν ./19.1.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, iv) η υπ’ αριθμόν ./2.12.2022 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου ΙΊατρών . και v) η υπ’ αριθμόν ./17.2.2023 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου. Πρέπει, τέλος, οι καθ’ ων η ανακοπή να καταδικασθούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος λόγω της ήττας τους (άρθρο 176, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος του ανακόπτοντος, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ότι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την υπό κρίση ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από 24.11.2021 επιταγή προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από το πρώτο υπ’ αριθμόν ./20.11.2020 εκτελεστό απόγραφο της με αριθμό ./2020 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθμόν ./19.1.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών. με έδρα το Πρωτοδικείο Πατρών, . .
ΑΚΥΡΩΝΕΙ το υπ’ αριθμόν ./28.1.2022 απόσπασμα της προαναφερόμενης υπ’ αριθμόν ./19.1.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθμόν ./2.12.2022 έκθεση αναγκαστικού ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ακίνητης περιουσίας της συμβολαιογράφου Πατρών
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθμόν ./17.2.2023 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις καθ’ ων η ανακοπή στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων ενενήντα ευρώ (390,00 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Πάτρα, την 21-1-2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου