Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα κατά Ν. 3869/2010 - Έννοια δόλου που αντλείται από το αστικό και ποινικό δίκαιο - ΑΠ 1508/2022
Πηγή : ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΑΠ 1508/2022
Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα κατά Ν.
3869/2010 - Αίτηση ρύθμισης οφειλών κατ` άρθρο 4 § 1 του άνω νομοθετήματος -
Στοιχεία βάσιμου αυτής όπως η άνευ δόλου περιέλευση του αιτούντος σε
πάγια και μόνιμη αδυναμία αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του
- Έννοια δόλου που αντλείται από το αστικό και ποινικό δίκαιο -.
Επιμέρους διακρίσεις δόλου και προϋποθέσεις κατάφασης εκάστης αυτών. Η
συνδρομή δόλου του αιτούντος ως προς την υπερχρέωση του δεν λαμβάνεται υπόψη
αυτεπαγγέλτως αλλά κατ’ ένσταση πιστωτή που φέρει και το σχετικό βάρος
απόδειξης. Ορισμένο σχετικής ένστασης. Ο πιστωτής, προκειμένου να αποδείξει τον
ισχυρισμό του, θα πρέπει να επικαλεστεί και να προσκομίσει στοιχεία που να
αποδεικνύουν α) το αρχικό και τελικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που ο
οφειλέτης συμφώνησε να λάβει, β) το χρόνο που τα συμφώνησε και τα έλαβε, γ) τα
εισοδήματά του κατά το χρόνο λήψεως των δανείων, δ) τη μηνιαία δόση που έπρεπε
να καταβάλει, ε) τα έξοδα διαβιώσεώς του και κυρίως τις οικονομικές δυνατότητες
αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών (ή τις ευλόγως αναμενόμενες
μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες), ώστε με βάση τα δεδομένα αυτά να
καταστεί δυνατόν να κριθεί αν προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του
θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το
αποτέλεσμα αυτό. Βάσιμο λόγου αναίρεσης για παραβίαση από το δικαστήριο κανόνων
ουσιαστικού δικαίου κατ` άρθρο 560 παρ. 1 ΚΠολΔ. Ερημοδικία διαδίκου στην
αναιρετική δίκη. Διάκριση μεταξύ νομικής, ποσοτικής και ποιοτικής αοριστίας της
αγωγής. Λόγοι αναίρεσης που θεμελιώνονται σε εκάστη των περιπτώσεων. Βάσιμο
λόγου αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης κατ` άρθρο 560 αρ.
6 ΚΠΟλΔ. Σφάλμα του Εφετείου που εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση κρίνοντας
ορισμένη την ένσταση δολιότητας των αναιρεσιβλήτων περί την
υπερχρέωση του αναιρεσείοντος. Αναιρεί την 2448/2020 απόφαση του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πειραιώς Γεωργίου
Καλτσά)
Αριθμός
1508/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
TOY ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό
Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βάρκα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη
(λόγω κωλύματος της Αντιπρόεδρου Κωστούλας Φλουρή - Χαλεβίδου),
Γεωργία Κατσιμαγκλή, Αθανάσιο Τσουλό, Ασπασία Μεσσηνιάτη -
Γρυπάρη και Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του, την 1η Απριλίου 2022, με
την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ... κατοίκου Αίγινας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από
τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Καλτσά με δήλωση του άρθρου 242 παρ.
2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία
«...», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικής διαδόχου της
ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «...» 2) ανώνυμης τραπεζικής
εταιρείας με την επωνυμία «...», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται
νόμιμα και 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «...», που εδρεύει
στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης
τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «...» και ως καθολικής διαδόχου της
ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία
«...» οι οποίες δεν παραστάθηκαν.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-2-2014 αίτηση του ήδη αναιρεσείοντος,
που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αίγινας και συνεκδικάστηκε με την
προφορικώς ασκηθείσα στο ακροατήριο και διά των προτάσεων κύρια
παρέμβαση της ήδη 1ης των αναιρεσιβλήτων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5/2018
οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2448/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με
την από 7-12-2020 αίτηση του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη
Γεωργία Κατσιμαγκλή, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων όπως
σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 07-12-2020 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... αίτηση
αναιρέσεως, προσβάλλει την υπ' αριθμ. 2448/2020 οριστική απόφαση του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε ως Εφετείο, η οποία εκδόθηκε, κατά
την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 739 επ. Κ.Πολ.Δ.
(με την οποία δικάζονται, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 3869/2010, οι υποθέσεις
για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων), ερήμην της πρώτης
και της δεύτερης εφεσίβλητης και ήδη πρώτης και δεύτερης
των αναιρεσίβλητων, αντίστοιχα. Συνεπώς, για την παραδεκτή άσκηση της
κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να ερευνηθεί το ζήτημα της τελεσιδικίας
της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς τις ανωτέρω εφεσίβλητες, που δικάστηκαν
ερήμην στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 553 παρ. 1 περ. β' Κ.Πολ.Δ., αναίρεση
επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων, που δεν μπορούν να προσβληθούν
με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση και περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για
την αγωγή ή την ανταγωγή. Έτσι η ύπαρξη ερήμην αποφάσεως, δηλαδή αποφάσεως που
εκδόθηκε με την απουσία, πραγματική ή πλασματική, ενός των διαδίκων, έστω και
αν δεν στηρίχθηκε στη συναγωγή δυσμενών συνεπειών από την ερημοδικία του (Ολ.
ΑΠ 15/2001), ενεργοποιεί αυτόματα τη δυνατότητα ασκήσεως κατ' αυτής ανακοπής
ερημοδικίας από τον ερημοδικασθέντα (άρθρο 502 Κ.Πολ.Δ.), με
συνέπεια, όσο διαρκεί η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας, να αποκλείεται η
άσκηση κατά της ερήμην αποφάσεως αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία, αν παρόλα αυτά
ασκηθεί, είναι απορριπτέα αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (άρθρο 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.),
αφού, σε σχέση με την αναίρεση, δεν υπάρχει διάταξη όμοια με τη διάταξη του
άρθρου 513 παρ. 1 εδ. β' περ. β' Κ.Πολ.Δ., που ορίζει ότι κατά των
ερήμην αποφάσεων επιτρέπεται έφεση ήδη από τη δημοσίευση τους. Αντίθετα δηλαδή,
με την καθιερούμενη με τη διάταξη αυτή συμπόρευση των προθεσμιών της
εφέσεως και της ανακοπής ερημοδικίας, η αναίρεση κατά ερήμην αποφάσεως είναι
επιτρεπτή, μόνον εφόσον δεν συγχωρείται κατ' αυτής ανακοπή ερημοδικίας ή
αναλόγως έφεση (Ολ. ΑΠ 11/1998), δηλαδή καθιερώνεται η αρχή της διαδοχικής
ασκήσεως των προβλεπόμενων ένδικων μέσων (ΑΠ 58/2020, ΑΠ 208/2020, ΑΠ 805/2019,
ΑΠ 154/2017, ΑΠ 1049/2017, ΑΠ 180/2014). Στην προκειμένη περίπτωση από την
προσβαλλόμενη απόφαση, που επιτρεπτά επισκοπείται (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.),
για την έρευνα του ανωτέρω δικονομικού ζητήματος, το οποίο αποτελεί προϋπόθεση
για την παραδεκτή άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, ως δικογράφου (άρθρο 577 παρ.
1, σε συνδ. με 553 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), προκύπτει, ότι η προσβαλλόμενη
απόφαση εκδόθηκε ερήμην : α) της πρώτης εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής
εταιρείας με την επωνυμία «...» και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης και β)
και της δεύτερης εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία
«...» και ήδη και ήδη δεύτερης αναιρεσίβλητης, οι οποίες, σύμφωνα με τις
παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. 3η και 4η σελίδα αυτής), είχαν
κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστούν στη δικάσιμο της 12-3-2019
ενώπιον, του ως Εφετείου, δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ότι η
συζήτηση της υποθέσεως (κατά την ανωτέρω δικάσιμο) χώρησε σαν να ήταν
και αυτές παρούσες (άρθρο 764 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, ως προς τις
ανωτέρω τραπεζικές εταιρείες (εφόσον αυτές είχαν κλητευθεί νόμιμα και
εμπρόθεσμα) η προσβαλλομένη απόφαση έχει καταστεί πλέον τελεσίδικη, καθόσον,
σύμφωνα με το άρθρο 14 του Ν. 3869/2010 δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας.
Συνακόλουθα, η αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί παραδεκτά ως δικόγραφο, κατ'
άρθρο 553 παρ. 1, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 741 και 769
του Κ.Πολ.Δ. και ως προς τις ανωτέρω πρώτη και δεύτερη αναιρεσίβλητες,
και εφόσον περαιτέρω έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553 παρ.
1β, 556, 558, 564 παρ. 3 και 769 Κ.Πολ.Δ.), πρέττει να ερευνηθεί
για το παραδεκτό και βάσιμο των κατ' ιδίαν λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ. 1 και
3 Κ.Πολ.Δ.).
Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ.1-3 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, αν
κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως, δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει
μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος
Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο
διάδικος που απουσιάζει, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι.
Αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικος του, ερευνάται αν ο διάδικος ο οποίος δεν
εμφανίστηκε ή, αν και εμφανίστηκε, δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που
ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από εκείνον που επισπεύδει τη
συζήτηση. Στην περίπτωση, που δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, η συζήτηση
κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη
περίπτωση, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που
έχει κλητευθεί. Ειδικότερα, από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι σε
περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη επί της αιτήσεως αναιρέσεως, εάν δεν
κλητεύθηκε κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους, η συζήτηση της αιτήσεως
κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους, εάν όμως κλητεύθηκε αυτός νόμιμα είτε από τον
αντίδικο του, είτε από αναγκαίο ομόδικο του και δεν εμφανιστεί στη συζήτηση,
τότε θεωρείται σαν να είναι παρών και η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς
τον απολειπόμενο αναγκαίο ομόδικο παρά την απουσία του (ΑΠ 1437/2019,
ΑΠ 1946/2017, ΑΠ 756/2017). Εξάλλου, στη δίκη περί ρυθμίσεως οφειλών
υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, ο δεσμός που συνδέει τους πιστωτές του
αιτούντος - οφειλέτη, ενόψει του ότι η ισχύς της αποφάσεως που θα εκδοθεί
εκτείνεται σε όλους τους "μετέχοντες στη δίκη" πιστωτές, είναι αυτός
της αναγκαστικής παθητικής ομοδικίας κατ' άρθρο 76 παρ. 1 περ. β' του Κ.Πολ.Δ.
(ΑΠ 516/2020, ΑΠ 757/2019, ΑΠ 1049/2017). Στην προκειμένη περίπτωση,
από τις υπ' αριθμ. .../14-5-2021, εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής
επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο
Πειραιά, ..., που προσκομίζει και επικαλείται ο αναιρεσείων, ο οποίος
επισπεύδει τη συζήτηση της υποθέσεως, προκύπτει ότι, μετά από έγγραφη
παραγγελία του πληρεξουσίου δικηγόρου του, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της
κρινόμενης από 07-12-2020 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... αιτήσεως αναιρέσεως,
με την κάτω από αυτήν πράξη καταθέσεως δικογράφου και ορισμού
δικασίμου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (01-4-2022) και
κλήση για να παραστούν κατά τη συζήτηση αυτής, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα,
στις πρώτη, δεύτερη και τρίτη αναιρεσίβλητες, αντίστοιχα. Κατά την ανωτέρω
όμως ορισθείσα δικάσιμο (01-4-2022), κατά την οποία εκφωνήθηκε νόμιμα η υπόθεση
κατά τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι αναιρεσίβλητες αυτές
ήταν απούσες και ειδικότερα δεν παραστάθηκαν και δεν
εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο & δικηγόρο, ούτε και
κατέθεσαν δήλωση, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.,
ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της. Επομένως, εφόσον οι ανωτέρω απολειπόμενες αναιρεσίβλητες δεν
εμφανίστηκαν κατά την προκειμένη δικάσιμο, αν και κλητεύθηκαν νόμιμα και
εμπρόθεσμα, το Δικαστήριο πρέπει, σύμφωνα με την ανωτέρω νομική σκέψη, να
προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία τους.
Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 ("Ρύθμιση
των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων ..."), όπως το άρθρο αυτό ίσχυε
πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ν.
4336/2015 (ΦΕΚ 94/Α/14-8-2015), που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του
άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που
υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του [και εφαρμόζεται στην προκειμένη
υπόθεση, εφόσον η ένδικη αίτηση του αναιρεσείοντος, περί υπαγωγής του στις
διατάξεις του νόμου 3869/2010, υποβλήθηκε στο Ειρηνοδικείο Αίγινας στις
26-2-2014, ήτοι πριν την αντικατάσταση του με τον ως άνω νόμο 4336/2015],
ορίζεται ότι "φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν
περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών
οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο
την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των
οφειλών τους και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής".
Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο
ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει
περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών
οφειλών του. Ο ν. 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική
θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή
πταίσματος, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 330 Α.Κ. με την οποία ορίζεται
ότι "ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της
υποχρέωσης του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του.
Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις
συναλλαγές". Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και
την αμέλεια. Ενώ όμως δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου
αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή
και στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1
Π.Κ., η οποία ορίζει ότι "με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την
παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας
αξιόποινης πράξης· επίσης όποιος γνωρίζει ότι με την πράξη του ενδέχεται να
παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται". Η τελευταία αυτή διάταξη
διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει
αυτός που "θέλει" την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς
και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί
αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής.
Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό
αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και το "αποδέχεται" (Ολ.
ΑΠ 4/2010, Ολ. ΑΠ 8/2005, ΑΠ 59/2021, ΑΠ 1446/2018, ΑΠ 297/2007). Η
διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και
έτσι αποκτά γενικότερη σημασία, που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από
προϋφιστάμενη ενοχή. Δόλο, κατά συνέπεια, συνιστά η περίπτωση εκείνη του δράστη
κατά την οποία επιδοκιμάζει, δηλαδή προβλέπει, το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο και
τελικά το αποδέχεται. Ο δόλος σχετίζεται και αφορά πάντα πράξη και αυτή θα
είναι η απαγορευμένη από το δίκαιο στο δράστη αθέτηση 5 ενοχικής υποχρεώσεως ή
γενικότερα αδικοπραξία κ.λπ.. Μεταξύ των εννοιολογικών στοιχείων του δόλου
είναι και η πρόβλεψη του δράστη ότι η συμπεριφορά του θα προκαλέσει καθυστέρηση
στην εκπλήρωση της υποχρεώσεως του, ή θα προκαλέσει το γεγονός της αδυναμίας
παροχής του, συνείδηση, δηλαδή του δράστη για τον κίνδυνο επελεύσεως των
αποτελεσμάτων αυτών. Για τα ανωτέρω αρκεί και απαιτείται η πρόβλεψη και η
αποδοχή του παρανόμου αποτελέσματος σε γενικές γραμμές και κατά τα γενικά
ουσιώδη γνωρίσματα του. Η ακριβής έκταση της ζημίας, οι λεπτομέρειες ή οι
ιδιότητες του προσβαλλόμενου αγαθού και οι λοιπές περιστάσεις, που καθορίζουν
το μέγεθος της προσβολής, δεν απαιτείται να προβλέπονται σαφώς, τουλάχιστον στο
βαθμό που δεν ανάγονται από το νόμο, σε κρίσιμα για την ύπαρξη της ευθύνης
περιστατικά. Στην περίπτωση του Ν. 3869/2010 ο νόμος χρησιμοποιεί την έννοια
του δόλου και τη συνδέει με μια πραγματική κατάσταση, που είναι η μόνιμη
αδυναμία πληρωμής ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών. Περαιτέρω, από τη
διατύπωση της παρ. 1 εδάφιο α' του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 προκύπτει ότι το
στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην "περιέλευση" του οφειλέτη σε
κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται
να συντρέχει, τόσο κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής, όσο και κατά το χρόνο
μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον
ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός, είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα
είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε (ΑΠ
59/2021, ΑΠ 1174/2019). Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010,
ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την
αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και
δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται
για τον οφειλέτη εκείνον ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωση
του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη
των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτηση τους, είτε από δική του υπαιτιότητα
βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Συνεπώς, η εξαιτίας του
δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη, δεν είναι αναγκαίο να εμφανιστεί μετά την
ανάληψη του χρέους, αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν
δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος, γνωρίζει ότι με
βάση τα εισοδήματα του και τις εν γένει ανάγκες του δεν μπορεί να το
εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει και όταν ο οφειλέτης
συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού
τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του
με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του
δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγήσει σε
κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και όμως αποδέχεται το αποτέλεσμα αυτό. Αξίωση
πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά
την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού
ιδρύματος ή η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες
έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο
πνεύμα του νόμου. Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής
ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεση του και μόνο,
δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς να είναι ανάγκη προσθήκης και άλλων
αντικειμενικών στοιχείων, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού
ιδρύματος και η παράλειψη, από την πλευρά των τελευταίων, να ενεργήσουν την
αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του
δανειολήπτη, πράγμα το οποίο, άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου
(ΑΠ 1174/2019, ΑΠ 515/2018, ΑΠ 65/2017, ΑΠ 951/2015, ΑΠ 1226/2014). Περαιτέρω,
όπως προκύπτει από την πρόβλεψη του εδαφίου β' της παρ. 1 του ίδιου άρθρου 1
του ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο
πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου
όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και γι' αυτό παραλείφθηκε στο
νόμο, κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό
κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν (πρβλ.
άρθρο 262 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) και να τον αποδείξει (ΑΠ 59/2021, ΑΠ
1400/2019, ΑΠ 734/2019, ΑΠ 286/2017, ΑΠ 153/2017, ΑΠ 65/2017). Ο δόλος αποτελεί
αόριστη νομική έννοια και, άρα, ελέγχεται αναιρετικά η απόφαση του δικαστηρίου
της ουσίας για το αν τα περιστατικά, που έγιναν ανελέγκτως δεκτά απ' αυτό,
υπάγονται ή όχι στη νομική έννοια του δόλου (ΑΠ 59/2021, ΑΠ 335/2020, ΑΠ
1299/2015), ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δ.
(ή του άρθρου 560 αριθμ. 1 και 6 του ίδιου Κώδικα) (ΑΠ 59/2021). Από το
συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων συνάγεται ότι για να είναι
ορισμένη και, επομένως, παραδεκτή, κατά το άρθρο 262 του Κ.Πολ.Δ., η
ένσταση της πιστώτριας Τράπεζας ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία
πληρωμής ληξιπροθέσμων των προς αυτήν χρηματικών οφειλών από
ενδεχόμενο δόλο, με την έννοια ότι συμφώνησε με ικανό αριθμό πιστωτικών
ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, παρότι προέβλεπε
ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή
ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές τους δυνατότητες, σε συνδυασμό με
το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών του
και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, πρέπει να αναφέρει: α) τα
τραπεζικά προϊόντα που ο οφειλέτης συμφώνησε, το αρχικό και τελικό ύψος αυτών,
β) το χρόνο που τα συμφώνησε, γ) τις οικονομικές δυνατότητες αυτού, κατά το
χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές
οικονομικές του δυνατότητες, καθώς και δ) ότι, με βάση τα ως άνω οικονομικά
δεδομένα, προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον
οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα
αυτό (ΑΠ 59/2021, ΑΠ 1174/2019, ΑΠ 515/2018). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του
άρθρου 560 αριθμός 1 εδ. α' του Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε, τόσο πριν όσο
και μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, που
εφαρμόζεται και στην παρούσα διαδικασία (άρθρο 14 του Ν. 3869/2010), κατά των
αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που
εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται
αναίρεση αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο
περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας
δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές
προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι
προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση
εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη
υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 31/2009, Ολ. ΑΠ 7/2006, ΑΠ 757/2015). Με το λόγο αναίρεσης
από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού
γ$ δικαίου), όπως γίνεται δεκτό και κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της
αντίστοιχης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., ελέγχονται τα
σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της
αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την
έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ.
ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου,
έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (Ολ. ΑΠ
27 και 28/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η
παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά
που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή
τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές
της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτό, δεν επιτρέπεται
να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την
επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από
τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 508/2020, ΑΠ
53/2020, ΑΠ 634/2019, ΑΠ 52/2019, ΑΠ 551/2018, ΑΠ 1753/2017, ΑΠ 849/2007).
Εξάλλου, η νομική αοριστία της αγωγής ή της ενστάσεως στηρίζει λόγο αναιρέσεως
για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθμ. 1 ή 560 αριθμ.
1 του Κ.Πολ.Δ.), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής
ή της ενστάσεως στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέσθηκε σε
στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί
για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας, αντιστοίχως, νόμιμη ή μη
στηριζόμενη στο νόμο αγωγή ή ένσταση. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία
της αγωγής ή της ενστάσεως, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτές όλα τα
στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος τους, τα
πραγματικά δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής ή
της ενστάσεως και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους
αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 8 και 14 του ΚΠολΔ ( ΑΠ
59/2021, ΑΠ 860/2014).
Από την επιτρεπτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της παρούσας δίκης
(άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 26-2-2014
(αριθμ. εκθ. καταθ. ...) αίτηση του ενώπιον του Ειρηνοδικείου
Αίγινας, ο αναιρεσείων επικαλούμενος ότι είναι φυσικό πρόσωπο, χωρίς
πτωχευτική ικανότητα και ότι έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των,
προς τις καθ' ων η αίτηση - πιστώτριες τράπεζες, ληξιπροθέσμων χρηματικών
οφειλών του, ζήτησε να επικυρωθεί το προτεινόμενο από αυτόν σχέδιο διευθετήσεως
οφειλών, άλλως να γίνει ρύθμιση από το δικαστήριο, κατά τις διατάξεις του
άρθρου 8 του ν. 3869/2010, σύμφωνα με το σχέδιο διευθετήσεως που υποβάλλει και
να εξαιρεθεί από τη ρευστοποίηση η κύρια κατοικία του, καθώς και τα λοιπά
αναφερόμενα κινητά περιουσιακά του στοιχεία, ώστε με την τήρηση της ρυθμίσεως
να επέλθει απαλλαγή του από το υπόλοιπο των χρεών του προς τις καθ' ων η αίτηση
- πιστώτριες τράπεζες. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ.
05/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αίγινας, το οποίο έκρινε ότι ο αιτών -αναιρεσείων περιήλθε
σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών από δικό του ενδεχόμενο δόλο και κατά παραδοχή ως
κατ' ουσίαν βάσιμης της σχετικής περί δόλου ενστάσεως, που πρότειναν
η πρώτη και η τρίτη των αναιρεσίβλητων - πιστώτριες τράπεζες,
απέρριψε την ένδικη αίτηση του ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Κατά της
ανωτέρω πρωτόδικης αποφάσεως ο αιτών και ήδη αναιρεσείων άσκησε την
από 23-03-2018 (με αριθμ. εκθ. καταθ. ... έφεση του ενώπιον του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με σχετικό λόγο της οποίας προέβαλε,
πλην άλλων, και τον ισχυρισμό περί αοριστίας της προταθείσας πρωτοδίκως,
από τις ανωτέρω πιστώτριες τράπεζες, ενστάσεως δόλου του αιτούντος
-εκκαλούντος. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο δίκασε ως Εφετείο,
εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη υπ' αριθμ. 2448/2020 απόφαση του,
με την οποία δέχθηκε τυπικά την έφεση και αφού έκρινε, όπως και το πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο, ότι ο αιτών περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών από δικό του
ενδεχόμενο δόλο, καθώς και ότι η προταθείσα σχετική περί δόλου
ένσταση ήταν ορισμένη, απέρριψε την έφεση ως κατ' ουσίαν αβάσιμη,
επικυρώνοντας έτσι την πρωτόδικη απόφαση. Ειδικότερα, όσον αφορά την προταθείσα από
τις ως άνω αναιρεσίβλητες ένσταση περί δόλιας περιέλευσης του αναιρεσείοντος σε
αδυναμία πληρωμών, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της
δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα : Α] η πρώτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη
τραπεζική εταιρία, με την επωνυμία πρότεινε την ανωτέρω ένσταση περί δόλου
ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (σημειώνεται ότι στο δευτεροβάθμιο
Δικαστήριο δεν παραστάθηκε), αναφέροντας στις προτάσεις της προς θεμελίωση της
ενστάσεως της αυτής, τα εξής : «Το ζήτημα της δολιότητας ή μη της αδυναμίας
πληρωμής αποτελεί, ίσως, το κομβικότερο σημείου του Νόμου (Δημήτρης
Χ. Μακρής, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Κατ' άρθρο Ερμηνεία του Νόμου 3869/2010 (ΦΕΚ
130 Α' / 3.8.2010) για την ρύθμιση των Οφειλών Υπερχρεωμένων Φυσικών Προσώπων
(θεωρία - διαδικασία - υποδείγματα, σελ. 29, αρ. 17). Δολιότητα του
οφειλέτη - δανειολήπτη αποτελεί κατ' ορθότερη κρίση η λήψη δανείου, το οποίο
εξαρχής είναι αδύνατο να αποπληρωθεί λόγω της έλλειψης εισοδημάτων, σε
συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του οφειλέτη. Η ανάληψη του εγχειρήματος
της λήψης του δανείου καταλαμβάνεται από την έννοια της δολιότητας όταν
προδήλως είναι αδύνατη η εξυπηρέτηση του (Δημήτρης Χ. Μακρής, Πρόεδρος
Πρωτοδικών, Κατ' Άρθρο Ερμηνεία του Νόμου 3869/2010 (ΦΕΚ 130 Α73.8.2010) για τη
Ρύθμιση των Οφειλών Υπερχρεωμένων Φυσικών Προσώπων (θεωρία - διαδικασία -
υποδείγματα, σελ. 30, αρ. 17). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η αντίδικος
δημιούργησε και αποδέχτηκε χρέη προς πιστωτικά ιδρύματα ανερχόμενα σε
104.310,54 €, τα οποία είναι ως πλείστον καταναλωτικά δάνεια και
πιστωτικές κάρτες, γνωρίζοντας ότι βάσει των εισοδημάτων του και της εν γένει
περιουσιακής του κατάστασης, ουδέποτε θα ήταν σε θέση να εξοφλήσει. Ειδικότερα,
ο αντίδικος, αν και γνώριζε ότι δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να
αποπληρώσει τις οφειλές του εντούτοις συνέχιζε να χρεώνει τις πιστωτικές κάρτες
που κατείχε ενώ ταυτόχρονα σύναψε και καταναλωτικά δάνεια αποδεχόμενος την
ανάληψη συμβατικών υποχρεώσεων των οποίων η εξυπηρέτηση ήταν, μελλοντικά,
επισφαλής, δεδομένου μάλιστα ότι, όπως αποδείχθηκε ανωτέρω, δεν υφίστατο καμία
αναγκαιότητα για την λήψη τους (ούτε και ο ίδιος την επικαλείται). Συνακόλουθα,
ο αιτών κατέστησε μετέωρη και επισφαλή την ικανοποίηση των απαιτήσεων μας σε
σημείο ώστε, σήμερα, τα χρέη του να καταστούν ληξιπρόθεσμα και κατ' επέκταση να
μην είναι εφικτή η εξυπηρέτηση των οφειλών του, την στιγμή που καρπώθηκε τα
χρήματα της πιστώτριας Τράπεζας μας. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διατύπωση του
άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, η μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη να εκπληρώσει
τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές του, δεν πρέπει να αποδίδεται σε δόλο. Η
ύπαρξη δόλου εκτιμάται με βάση τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως και
πρέπει να αναφέρεται στη μόνιμη αδυναμία εξοφλήσεως των χρεών. Επομένως, το
στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά τον χρόνο αναλήψεως της
οφειλής όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Εφ' όσον κατά το
χρόνο αναλήψεως της οφειλής και με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες
μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες ο οφειλέτης γνωρίζει και αποδέχεται ότι
η συγκεκριμένη οφειλή είναι τέτοιας βαρύτητας, ώστε σε περίπτωση αδυναμίας
εκπληρώσεως της επίκειται η παύση πληρωμών εκ μέρους του, δύναται να
υποστηριχθεί, ότι το στοιχείο του δόλου συντρέχει ήδη κατά το χρονικό σημείο
αναλήψεως της οφειλής. Αυτό στην πράξη δύναται να συμβεί, όταν ο οφειλέτης
αναλαμβάνοντας χρέος ήδη από την αρχή -γνωρίζει ότι δεν μπορεί και - δεν
επιθυμεί να το εξυπηρετήσει. Εν προκειμένω, ο αιτών δημιούργησε τα ένδικα χρέη,
συνολικού ύψους 104.310,54 €, δολίως, προβαίνοντας σε δυσανάλογο δανεισμό, αν
και γνώριζε εξ αρχής και αποδεχόταν την αδυναμία κάλυψης των δανείων και
εξυπηρέτησης τους συνολικά, προκειμένου να εξασφαλίσει ανώτερο επίπεδο
διαβίωσης από αυτό που της επέτρεπε το εισόδημα του υπερβαίνοντας το μέτρο και
τη σύνεση του μέσου καταναλωτή. Άλλωστε και οι ίδιοι ισχυρισμοί του
αποδεικνύουν την δολιότητά του στο εγχείρημα ανάληψης των ένδικων δανείων
αυτών, η οποία δήθεν οφείλεται σε συρρίκνωση του εισοδήματος του,
αποδεικνύονται όψιμα ευφυολογήματα του αντιδίκου, εάν συνεκτιμηθεί το γεγονός
ότι ακόμη και εάν γινόταν δεκτό ότι τα εισοδήματα του υπέστησαν συντριπτική
συρρίκνωση, αυτά επ' ουδενί επαρκούσαν ούτως ή άλλως για την κάλυψη
των υπέρογκων δανειακών του υποχρεώσεων, αντιθέτως προκύπτει αβίαστα ότι ο
αντίδικος υπερχρεώθηκε από αποκλειστική του υπαιτιότητα. Συνεπώς, η μόνιμη
αδυναμία, στην κρινόμενη υπόθεση, υπήρξε εξ ορισμού από του χρόνου λήψης των
δανείων και των πιστωτικών καρτών και ως εκ τούτου τυγχάνει απορριπτέα ως
αβάσιμη στην ουσία της (βλ. ενδεικτικά και την Ειρην. Τυρνάβου 15/2012
- δημ. ΝΟΜΟΣ). Σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι ο αιτών αναφέρει μεν
στην αίτηση του ενδεικτικά ότι τα εισοδήματα του ανήρχοντο στο ποσό
των 10.300,00 € ήτοι 860€ μηνιαίως περίπου κατά το έτος 2011, ενώ μόνο το 10%
των επίδικων δανείων ανερχόταν στο ποσό των 10.431,054 €. Συνεπώς, τεκμαίρεται
ότι ο αιτών ουδέποτε, και προ της συρρίκνωσης του εισοδήματος του, είχε την
οικονομική δυνατότητα να ανταποκρίνεται στις συμβατικές του υποχρεώσεις, τις
οποίες αναλάμβανε έχοντας επίγνωση της μόνιμης αδυναμίας του, που ενυπήρξε
εξαρχής. Συναφώς, προς τα παραπάνω, ο αντίδικος αντίθετα προς την καλή πίστη,
τα χρηστά ήθη και μη επιδεικνύοντας την επιμέλεια, που απαιτούν οι συναλλαγές,
αποδέχτηκε το αποτέλεσμα της, μελλοντικά σφόδρα πιθανής και ενδεχόμενης, μη αποπληρωμής
της συνολικής επίδικης οφειλής του, αποφασίζοντας να συνεχίσει επί σειρά ετών
την ίδια πρακτική». Και Β] Η τρίτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική
εταιρία, με την επωνυμία «…» πρότεινε την ανωτέρω ένσταση, περί δόλου,
αναφέροντας προς θεμελίωση της στις προτάσεις της α) ενώπιον του πρωτοβαθμίου
Δικαστηρίου τα εξής : «Ο οφειλέτης ισχυρίζεται ότι περιήλθε χωρίς δόλο, σε
μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών, σύμφωνα με το άρθρο
1 παρ. 1 Ν. 3859/2010. Ωστόσο, αυτό πρέπει να εκτίθεται με αναφορά σε
πραγματικά περιστατικά και να αποδεικνύεται στην υπό κρίσιν αίτηση ειδάλλως
αποτελεί αναπόδεικτο ισχυρισμό δικαστικής εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα και σύμφωνα
με το αληθινό νόημα και την τελολογική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 1 παρ.
1 Ν. 3869/2010, δεν αρκεί η επίκληση και περιγραφή της υπάρχουσας οικογενειακής
οικονομικής και περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη αλλά θα πρέπει να
περιγράφεται αναλυτικά και η οικονομική και περιουσιακή του κατάσταση την
περίοδο της δανειοδότησης του από τα αναφερόμενα στην αίτηση του πιστωτικά
ιδρύματα. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να υπάρχει αναλυτική περιγραφή στο ιστορικό
της αίτησης του οφειλέτου η περιουσιακή του κατάσταση και οι βιοτικές
του ανάγκες κατά την περίοδο της δανειοδότησης του, ώστε να μπορεί το
Δικαστήριο να κρίνει αν δικαιολογούνταν η ανάληψη τέτοιων οφειλών από τον εν
λόγω οφειλέτη. Ωστόσο, θα πρέπει να αποδεικνύει τη συνετή και προς εξυπηρέτηση
των βιοτικών του αναγκών δανειοδότηση και εν γένει ότι τηρούσε την συμπεριφορά
του μέσου, χρηστού και συνετού ανθρώπου κατά την ανάληψη των εν λόγω δανείων,
διαφορετικά θα πρέπει να θεωρηθεί, ως ενεργώντας με δόλο, περιήλθε με δική του
υπαιτιότητα σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των χρηματικών του οφειλών. Εξάλλου,
σκοπός του Ν. 3869/2010 δεν είναι να απαλλάξει σωρηδόν υπερχρεωμένα φυσικά
πρόσωπα από την δανειοδότηση τους, αλλά μέσα από την έκθεση της τωρινής
οικονομικής και περιουσιακής τους επιφάνειας να τους δώσει την δυνατότητα να
ρυθμίσουν τις οφειλές τους σε συνάρτηση με αυτή. Εν προκειμένω, ο αιτών δεν
προσκομίζει ούτε επικαλείται στοιχεία (σχετικά έγγραφα
εκκαθαριστικών δηλώσεων) που αποδεικνύουν την οικονομική και περιουσιακή
κατάσταση του κατά την περίοδο της δανειοδότησης του, ώστε να δικαιολογηθεί η
λήψη των τραπεζικών προϊόντων. Ως εκ τούτου, το αίτημα του για διαγραφή των
οφειλών του θα πρέπει να απορριφθεί ως ανεπίδεκτο δικαστικής
εκτιμήσεως, αφού δεν βασίζεται σε λογική εκτίμηση της
τότε περιουσιακής και οικονομικής του κατάστασης (κατά την
περίοδο της δανειοδότησης του)», και β) ενώπιον του δευτεροβαθμίου
Δικαστηρίου τα εξής: «Ο ισχυρισμός του αντιδίκου και εκκαλούντος, περί μη
θεμελίωσης και απόδειξης των ισχυρισμών των πιστωτών περί μη θεμελίωσης και
απόδειξης των ισχυρισμών των πιστωτών περί θεμελίωσης της ένστασης δόλιας περιέλευσης σε
αδυναμία πληρωμής, είναι απορριπτέος, διότι το Δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε το
νόμο και απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την υπό κρίση αίτηση, καθώς η αρχική
αδυναμία του αιτούντος και εκκαλούντος αποδεικνύεται περίτρανα από τα
προσκομισθέντα εκκαθαριστικά σημειώματα αυτού από τα έτη χορήγησης και λήψης
των δανείων μέχρι και τη παύση πληρωμών και την επικαλούμενη "αδυναμία
πληρωμής". Εν συνεχεία της πολεμούμενης εφέσεως, ο εκκαλών
ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση έκρινε μη ορθώς ως προς το
γεγονός της ύπαρξης δόλου στο πρόσωπο του, λόγω αοριστίας της προβαλλόμενης
ένστασης στις προτάσεις μας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι παντελώς ουσία και νόμω αβάσιμος
αφού η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαμορφώθηκε βασιζόμενη όχι απλά στους
προφορικούς μας ισχυρισμούς αλλά στις προσκομισθείσες κινήσεις λογαριασμών
δανείων, στις οποίες με ακρίβεια αναφέρεται και αποδεικνύεται η μη καταβολή των
συμφωνηθεισών δόσεων και η προγενέστερη παύση των πληρωμών προ του έτους 2012,
όπως ορθά αναφέρει και η με αριθμό 05/2018 πρωτόδικη απόφαση». Το Μονομελές
Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη
υπ' αριθμ. 2448/2020 απόφαση του, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ'
άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της, δέχθηκε τα ακόλουθα: «Ο αιτών έχει
γεννηθεί το έτος 1952 και είναι διαζευγμένος ήδη από το έτος 1993· Έχει δε
αποκτήσει από τον ως άνω γάμο του με την πρώην σύζυγο του δυο ενήλικα τέκνα
[...].
Είναι συνταξιούχος του ΙΚΑ από το έτος 2013 (βλ. σχετικά την από 28.12.2012
βεβαίωση διακοπής εργασιών φυσικού προσώπου επιτηδευματία) και λαμβάνει μηνιαία
βασική σύνταξη ποσού 502,55 ευρώ (βλ. σχετικά το από 20.10.2016 ενημερωτικό
σημείωμα συντάξεων ΙΚΑ). Κατά δε το χρόνο πριν την συνταξιοδότηση του αυτός
απασχολείτο ως ελαιοχρωματιστής. Ο αιτών (ήδη εκκαλών) κατοικεί μόνος του σε
ισόγεια οικία ιδιοκτησίας του, (ημιτελή), κείμενη επί της οδού ... αριθμός ...
(στην ειδικότερη θέση ...) στο νησί της Αίγινας, συνολικού εμβαδού 86.30 τ.μ.,
σε οικόπεδο εμβαδού 1.000,23 τ.μ., η οποία και αποτελεί την κύρια κατοικία του.
Η αντικειμενική αξία του δικαιώματος πλήρους κυριότητας του αιτούντος
(εκκαλούντος) προσδιορίζεται σε 56.793,57 ευρώ [...]. Έχει δε επίσης στην
κυριότητα του ένα αυτοκίνητο Ι.Χ. εργοστασίου κατασκευής ..., με ημερομηνία
πρώτης κυκλοφορίας το έτος 1992 και ένα δίκυκλο εργοστασίου κατασκευής ..., με
ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας το έτος 2000 (βλ. σχετικά τις προσκομιζόμενες
άδειες κυκλοφορίας). Σε χρόνο προγενέστερο του έτους ο αιτών (εκκαλών) είχε
αναλάβει ως οφειλέτης (πιστούχος) και δη κατά τα έτη 2007, 2009 και 2012 τα
κάτωθι αναφερόμενα χρέη, τα οποία κατά πλάσμα του νόμου, θεωρούνται με την
κοινοποίηση της ένδικης αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα
αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης αυτής, εξαιρούμενων των κατωτέρω αναφερομένων
εμπραγμάτως εξασφαλισμένων δανείων, ο εκτοκισμός των οποίων συνεχίζεται με το
επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι και το χρόνο έκδοσης οριστικής απόφασης επί της
ένδικης αίτησης [...]. Πλέον δε συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι αυτός κατήρτισε:
I. Με την τράπεζα με την επωνυμία «...» ως οιονεί καθολική διάδοχος
της οποίας νομιμοποιείται παθητικά η παριστάμενη (και ενώπιον του πρωτοβάθμιου
Δικαστηρίου) τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «...» (α) την με αριθμό ...
σύμβαση στεγαστικού δανείου από την οποία κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης
του είχε προκύψει οφειλή ποσού 47.791,81 ευρώ, (πρόκειται για εμπραγμάτως
εξασφαλισμένο με προσημείωση υποθήκης δάνειο επί της ως άνω αναφερόμενης κύριας
κατοικίας του αιτούντος), (β) την με αριθμό ... σύμβαση από την οποία κατά το
χρόνο συζήτησης της αίτησης του είχε προκύψει οφειλή ποσού 815,75 ευρώ, (γ) την
με αριθμό ... σύμβαση από την οποία κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης του
είχε προκύψει οφειλή ποσού 11.222,86 ευρώ και (δ) την με αριθμό … σύμβαση από
την οποία κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης του είχε προκύψει οφειλή ποσού
5.802,24 ευρώ [...], II. Με την τράπεζα με την επωνυμία «...» (στην οποία
περιήλθε η αρχικά καταρτισθείσα με το υποκατάστημα Ελλάδας της
Κυπριακής ) με αριθμό MG ... σύμβαση δανείου από την οποία κατά το χρόνο
συζήτησης της αίτησης του είχε προκύψει οφειλή ποσού 23.498,64 ευρώ (πρόκειται
για εμπραγμάτως εξασφαλισμένο με προσημείωση υποθήκης δάνειο επί της ως άνω
αναφερόμενης κύριας κατοικίας του αιτούντος), ΙΙΙ. Με την τράπεζα με την
επωνυμία «....» την με αριθμό ... σύμβαση δανείου από την οποία κατά το χρόνο
συζήτησης της αίτησης του είχε προκύψει οφειλή ποσού 9.833,50 ευρώ, IV. Με την
τράπεζα με την επωνυμία «...», ως ειδική διάδοχος της οποίας νομιμοποιείται
παθητικά η παριστάμενη (και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) τραπεζική
εταιρεία με την επωνυμία «... Α.Ε.» (α) την με αριθμό ... σύμβαση προσωπικού
δανείου από την οποία κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης του είχε προκύψει
οφειλή ποσού 1.602,87 ευρώ και (β) την με αριθμό ... σύμβαση χορήγησης κάρτας
από την οποία κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης του είχε προκύψει οφειλή
9.561,98 ευρώ. Ήδη κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης το σύνολο των
υποχρεώσεων του αιτούντος (εκκαλούντος) προς τις ως άνω (καθ' ων) τραπεζικές
εταιρείες υπολογίζεται σε 110.129,65 ευρώ. Επίσης από τα ίδια ως άνω
αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι κατά τα έτη 2007-2012, χρονικό διάστημα
κατά το οποίο αναλήφθηκαν οι προαναφερόμενες δανειακές του υποχρεώσεις το
μηνιαίο εισόδημα του κυμαινόταν περίπου ως εξής [...] : για το οικονομικό έτος
2006 σε 1.001,44 ευρώ/μηνιαίως (συνολικό δηλωθέν ετήσιο εισόδημα: 12.017,32
ευρώ), για το οικονομικό έτος 2007 σε 624,53 ευρώ/μηνιαίως (συνολικό δηλωθέν
ετήσιο εισόδημα: 7.494,36 ευρώ), για το οικονομικό έτος 2008 σε 1.419,34
ευρώ/μηνιαίως (συνολικό δηλωθέν ετήσιο εισόδημα: 17.032,14 ευρώ), για το
οικονομικό έτος 2009 σε 62,35 ευρώ / μηνιαίως (συνολικό δηλωθέν ετήσιο
εισόδημα: 748,22 ευρώ), για το οικονομικό έτος 2010 σε 823,69 ευρώ/μηνιαίως
(συνολικό δηλωθέν ετήσιο εισόδημα: 9.884,30), για το οικονομικό έτος 2011 σε 858,33
ευρώ / μηνιαίως (συνολικό δηλωθέν ετήσιο εισόδημα: 10.300,00 ευρώ), για το
οικονομικό έτος 2012 είχε δηλωθέν μηδενικό ετήσιο εισόδημα, για το οικονομικό
έτος 2013 σε 371,90 ευρώ/μηνιαίως (συνολικό δηλωθέν ετήσιο εισόδημα: 4.462,83
ευρώ). Ενώ και στη συνέχεια κατά to οικονομικό έτος 2014 αυτός είχε
συνολικό δηλωθέν ετήσιο εισόδημα περί τις 6.604,48 ευρώ, ήτοι περίπου 550,37
ευρώ / μηνιαίως, κατά δε τα φορολογικά έτη 2016 και 2017 το συνολικό δηλωθέν
ετήσιο εισόδημα του ανήλθε σε 6.030,60 ευρώ και 6.031,77 ευρώ, ήτοι σε 502, 00
ευρώ /μηνιαίως αντίστοιχα. Από άπαντα τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο αιτών
(εκκαλών) ουδέποτε είχε ικανά ατομικά εισοδήματα, τα οποία να του επιτρέπουν
την συνομολόγηση δανειακών υποχρεώσεων, ύψους (κατά τον χρόνο κατάθεσης της
αίτησης και συζήτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) 110.129,65 ευρώ,
πλην όμως παρά ταύτα και επιδεικνύοντας συμπεριφορά που δεν προσήκει σε συνετό
καταναλωτή προέβη στην κατάρτιση των προαναφερόμενων δανειακών συμβάσεων και
στην εκτεταμένη απόλαυση υπέρμετρων τραπεζικών αγαθών (δάνεια, πιστωτική κάρτα)
διαβλέποντας ως ενδεχόμενη την αδυναμία αποπληρωμής των οικονομικών υποχρεώσεων
του στο μέλλον, δεδομένου ότι το εισόδημα του δεν ανταποκρινόταν για την κάλυψη
των μελλοντικών του υποχρεώσεων από τα εν λόγω δανειακά προϊόντα, αποδεχόμενος
αυτό ως επακόλουθη συνέπεια αφού αντί να φροντίσει το οικονομικό αδιέξοδο με
την έγκαιρη εξόφληση των ληξιπρόθεσμων δόσεων των ως άνω αναφερόμενων δανείων,
ώστε να μην υπάρχει περαιτέρω επιβάρυνση με τόκους και έξοδα αυτός εξακολούθησε
έως και το έτος 2012 να προβαίνει σε δανεισμό παρότι διέβλεπε την ενδεχόμενη
αδυναμία αποπληρωμής του συνόλου των εν λόγω οικονομικών υποχρεώσεων του.
Επιπλέον, ο αιτών (εκκαλών) δεν απέδειξε ότι κατά την ανάληψη των επίδικων
οφειλών του, ανέμενε ή ήλπιζε σε μεταγενέστερη βελτίωση των οικονομικών του,
ώστε να υπάρχει δυνατότητα αποπληρωμής των χρεών του, αλλά ούτε από το σύνολο
του αποδεικτικού υλικού προέκυψε, κατά τον ίδιο παραπάνω χρόνο, πιθανή βελτίωση
του εισοδήματος του στο μέλλον, ώστε να προσδοκά αυτός δικαιολογημένα και με
βεβαιότητα ότι με την τυχόν αύξηση των εισοδημάτων του θα δύναται να
αποπληρώσει προσηκόντως τις δανειακές του υποχρεώσεις,
συνυπολογιζόμενου και του γεγονότος ότι αυτός έβαινε προς συνταξιοδότηση.
Εξάλλου όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μετ' επικλήσεως από τον αιτούντα
(εκκαλούντα) βεβαιώσεις οφειλών των πιστωτριών (τραπεζικών εταιρειών) το 10%
της συνολικά ενήμερης δόσης των δανειακών προϊόντων ανέρχεται σε 93,28 ευρώ
μηνιαίως και συνεπώς το ύφος της ενήμερης μηνιαίας δόσης που αντιστοιχεί σε όλα
τα δανειακά προϊόντα ανέρχεται σε 932,80 ευρώ, δόση στην οποία δεν ήταν δυνατόν
να ανταποκριθεί αυτός (ο αιτών-εκκαλών) λαμβανομένων υπόψη των ως άνω
αναφερομένων μηνιαίων εισοδημάτων του, (με βάση τα φορολογικά στοιχεία τα οποία
ο ίδιος προσκόμισε), τα οποία κατά μέσο όρο σαφώς υπολείπονταν της συνολικά
ενήμερης δόσης των προαναφερόμενων δανειακών προϊόντων. Η κρίση του Δικαστηρίου
δεν δύναται να αναιρεθεί από το γεγονός ότι από το σύνολο των προαναφερόμενων
ετών για δυο εξ αυτών το μηνιαίο εισόδημα του υπερέβη (δι' ολίγου) το ποσό των
1.000,00 ευρώ καθώς αυτό δεν αποτελεί ασφαλές και σταθερό κριτήριο για το ύψος
των εισοδημάτων του. Σημειώνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος των οφειλών του, ήτοι
ποσό της τάξης των 62.337,84 ευρώ προέρχονται από καταναλωτικά δάνεια και
πιστωτικές κάρτες. Ο προτεινόμενος καθ' υποφοράν ενώπιον του παρόντος
Δικαστηρίου από τον αιτούντα (εκκαλούντα) ισχυρισμός, ότι η πιστώτριες τράπεζες
χορήγησαν σε αυτόν τα επίδικα δανειακά προϊόντα, στα πλαίσια μιας επιθετικής
πρακτικής προώθησης των πιστώσεων και κατά παράβαση των όρων της δια του άρθρου
8 της ΚΥΑ Ζ1-699/Φ.Ε.Κ. Β'-917/2010 υποχρέωσης των τραπεζών για τον λεγόμενο
«υπεύθυνο δανεισμό, γεγονός το οποίο σαφώς συνετέλεσε στην υπερχρέωση του, επί
του οποίου επιχειρείται να θεμελιωθεί η αντένσταση συντρέχοντας πταίσματος
(άρθρο 300 ΑΚ) είναι απορριπτέος. Τούτο δε διότι αφενός μεν για την ευδοκίμηση
της σχετικής αντένστασης του οφειλέτη, απαιτείται η ύπαρξη προφανούς
δυσαναλογίας μεταξύ των υποχρεώσεων που ανέλαβαν οι δανειολήπτες και των
οικονομικών τους δυνάμεων κατά το χρόνο ανάληψης των εν λόγω υποχρεώσεων,
στοιχεία που όμως ουδόλως επικαλείται εν προκειμένω ο αιτών (εκκαλών). Σε κάθε
περίπτωση δε, ενδεχόμενη παράλειψη από την πλευρά του πιστωτή να ενεργήσει
επισταμένη έρευνα, πριν χορηγήσει την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του
δανειολήπτη, δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως ότι ο πιστωτής θα πρέπει να αναλάβει
άνευ άλλου τινός τον κίνδυνο της ματαίωσης της ικανοποίησης των απαιτήσεων του
από την επελθούσα αδυναμία πληρωμών του δανειολήπτη, ιδιαίτερα
μάλιστα όταν ο πιστωτής έχει προνοήσει να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο αυτό με
την επίτευξη εμπράγματων εξασφαλίσεων, όπως στην προκειμένη περίπτωση έπραξαν
τινές εκ των εφεσιβλήτων-καθ' ων η αίτηση, κατά τα προαναφερόμενα [...].
Ας σημειωθεί επίσης ότι η υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να προβαίνουν σε
υπεύθυνο δανεισμό θεσμοθετήθηκε μόλις το έτος 2010, με την Ζ1-699/23.06.2010
Κ.Υ.Α. 83, το ίδιο έτος δηλαδή κατά το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή και ο Ν. 3869/2010
και διακόπηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου οι δανειοδοτήσεις από τα πιστωτικά ιδρύματα
λόγω της χρηματοοικονομικής κρίσης, πέραν του γεγονότος ότι σύμφωνα με το άρθρο
2 παρ. 2 αυτής, εξαιρείται πληθώρα δανειακών συμβάσεων από την εφαρμογή της,
ενώ, σύμφωνα και με το άρθρο 8 παρ. 3 αυτής, αν ο πιστωτικός φορέας παραβιάσει
υπαίτια τις υποχρεώσεις του κατά τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού, ο
καταναλωτής απαλλάσσεται από το συνολικό κόστος της πίστωσης, περιλαμβανομένων
των τόκων, έχει ωστόσο την υποχρέωση να καταβάλει το ποσό του κεφαλαίου. Κατά
συνέπεια, αποδείχθηκε ότι ο αιτών (εκκαλών) δολίως περιήλθε σε αδυναμία
πληρωμής των χρεών του, διότι δίχως να επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια και
σύνεση και δίχως να συνεκτιμήσει ότι η όποια απόφαση περί τραπεζικού δανεισμού
συναρτάται με τις οικονομικές δυνατότητες εκάστου και οφείλει να λαμβάνεται
εντός αυτών, αυτός προέβη στην σύναψη των ως άνω δανειακών συμβάσεων έχοντας
προηγουμένως λάβει υπόψη του και σταθμίσει το ενδεχόμενο της μη εξυπηρέτησης
των χρεών του και της αδυναμίας αποπληρωμής αυτών στο μέλλον (καθόσον
αναλάμβανε υπέρμετρες υποχρεώσεις σε σχέση με τα εισοδήματα του και τις εν
γένει οικονομικές του δυνατότητες), αποφασίζοντας ωστόσο να προχωρήσει
αψηφώντας τις συνέπειες, δεκτής γενομένης ως και κατ' ουσίαν βάσιμης
της προβληθείσας και πρωτοδίκως σχετικής και ορισμένης ένστασης δόλου
εκ μέρους της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «... Α.Ε.». Η δε
κατάφαση της αποδειχθείσας ως άνω δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε
κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του
αναιρεί για αυτόν την ιδιότητα του καλόπιστου υπερχρεωμένου οφειλέτη που
δικαιούται να υπαχθεί στις προστατευτικές διατάξεις του Ν. 3869/2010. Κατόπιν
τούτου, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής των οφειλών τους στη διάταξη
της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010 και η αίτηση του πρέπει να απορριφθεί
ως ουσιαστικά αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη
απόφαση του έκρινε ότι ο αιτών περιήλθε δολίως σε αδυναμία πληρωμής των
ληξιπρόθεσμων χρηματικών του οφειλών, κατά παραδοχή της σχετικής ένστασης
που προέβαλε νόμιμα η ως άνω αναφερόμενη εφεσίβλητη ως ουσία βάσιμης
και απέρριψε την κρινόμενη αίτηση ως ουσία αβάσιμη, ορθά το νόμο εφάρμοσε και
τις αποδείξεις εκτίμησε, με συμπλήρωση της αιτιολογίας του από το παρόν
Δικαστήριο, κατ' άρθρο 534 του ΚΠολΔ. Μετά ταύτα, απορριπτέοι τυγχάνουν οι
ως άνω λόγοι έφεσης, ενώ μη υφιστάμενου άλλου λόγου έφεσης με τον οποίο να
πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και η
έφεση στο σύνολο της». Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο
Πειραιώς, το οποίο δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε τυπικά την έφεση του αιτούντος
και ήδη αναιρεσείοντος και αφού έκρινε ότι η ως άνω προταθείσα από
το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, ένσταση περί δόλου του αναιρεσείοντος είναι
ορισμένη, δέχθηκε την ένσταση αυτή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη,
κρίνοντας ειδικότερα ότι ο αναιρεσείων περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία
πληρωμών από δικό του ενδεχόμενο δόλο και έτσι επικύρωσε την εκκαλουμένη
πρωτόδικη απόφαση, με την οποία είχαν γίνει δεκτά τα ίδια. Υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο,
όμως, οι προβληθείσες ως άνω ενστάσεις από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.
3869/2010, περί δόλιας περιέλευσης του αιτούντος - αναιρεσείοντος σε
αδυναμία πληρωμών, είναι απαράδεκτες, λόγω αοριστίας, διότι αμφότερες οι ως άνω
πιστώτριες τράπεζες και ήδη πρώτη και τρίτη των αναιρεσιβλήτων, οι οποίες
είχαν, κατά το νόμο, το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως του δόλου του αναιρεσείοντος -
οφειλέτη, παραλείπουν, κατά την προβολή της ενστάσεως τους αυτής να αναφέρουν:
α) το αρχικό και τελικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που ο οφειλέτης συμφώνησε
να λάβει, β) το χρόνο που τα συμφώνησε και τα έλαβε, γ) τις οικονομικές
δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών, ή τις ευλόγως
αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, δ) τη μηνιαία δόση που
έπρεπε να καταβάλει και ε) τα έξοδα διαβιώσεως του, ώστε σε συνδυασμό και με τα
εισοδήματα του κατά το χρόνο λήψεως των δάνειων, να καταστεί δυνατόν να κριθεί
αν πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε
κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό.
Σημειώνεται ότι η αναφορά στις προτάσεις της πρώτης αναιρεσίβλητης μόνο
του συνολικού ύψους των χρεών του αναιρεσείοντος κατά το χρόνο
ασκήσεως της ένδικης αιτήσεως του και των εισοδημάτων του κατά το έτος 2011,
ουδόλως επαρκούν, κατά τα προεκτιθέμενα, για να καταστήσουν ορισμένη την
εν λόγω προταθείσα από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, ένσταση
περί δόλου του αναιρεσείοντος. Κρίνοντας, επομένως, το άνω δευτεροβάθμιο
Δικαστήριο ως ορισμένη και παραδεκτή την προβληθείσα από τις ως
άνω αναιρεσίβλητες ένσταση περί δόλιας περιελεύσεως του
αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των
δανειακών του υποχρεώσεων, και απορρίπτοντας το σχετικό λόγο εφέσεως του αναιρεσείοντος περί
αοριστίας της ενστάσεως αυτής, παραβίασε, ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και
εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010
"περί ρυθμίσεως οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων" και 330 του
ΑΚ, διότι αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί το άρθρο 1 παρ.
1 του ν. 3869/2010. Συνεπώς, ο συναφής πρώτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως
αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη
απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ,
είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, ενώ παρέλκει η έρευνα των
λοιπών λόγων της κρινόμενης αιτήσεως, καθόσον η αναιρετική εμβέλεια του
παραπάνω λόγου (που έγινε δεκτός) στο σύνολο της προσβαλλομένης με την αναίρεση
αποφάσεως, καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λόγων αυτών.
Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή, κατά
παραδοχή, ως βάσιμου, του προαναφερόμενου λόγου της, και να αναιρεθεί η πληττόμενη απόφαση.
Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο
δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον
που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να
διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων για
την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει
και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1
άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ' άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2
αυτού, για τα κατατιθέμενα, από 1-1-2016, ένδικα μέσα). Στην παρούσα απόφαση
δεν θα περιληφθεί διάταξη για δικαστικά έξοδα, κατά το άρθρο 746 ΚΠολΔ,
έστω και αν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται, όπως προεκτέθηκε, κατά
τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας, γιατί η δικαστική διαδικασία του εν
λόγω νόμου δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου αυτού, καθώς επικρατεί η
ειδικότερη ρύθμιση που προβλέπει το άρθρο 8 παρ. 6 εδάφ. β' του παραπάνω
Ν. 3869/2010, κατά το οποίο "...Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται", η
οποία εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 507/2020, ΑΠ 1400/2019, ΑΠ
1379/2019, ΑΠ 882/2019, ΑΠ 156/2018. ΑΠ 1208/2017).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Αναιρεί την υπ' αριθμ. 2448/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Πειραιώς, που δίκασε ως Εφετείο.
-Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο πιο πάνω Δικαστήριο, το
οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την εν λόγω
απόφαση. Και
-Διατάσσει την επιστροφή στον αναιρεσείοντα του παραβόλου που
έχει καταθέσει.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Ιουνίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 7
Σεπτεμβρίου 2022.
Η
ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Φωτογραφία από Gerd Altmann από το Pixabay
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου