ΣτΕ 1847/2017 - Προϋποθέσεις γνωστοποίησης προσωπικών δεδομένων για δικαστική χρήση - Δικηγόρος

ΣτΕ 1847/2017 - Προϋποθέσεις γνωστοποίησης προσωπικών δεδομένων για δικαστική χρήση - Δικηγόρος

Αριθμός 1847/2017 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 

ΤΜΗΜΑ Γ'




Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Φεβρουαρίου 2017 με την εξής σύνθεση: Αικ. Σακελλαροπούλου, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Α. - Μ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι, Γ. Ζιάμος, Ε. Αργυρός, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Τετράδη, Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος.


Για να δικάσει την από 28 Ιουνίου 2009 αίτηση:


του ..., κατοίκου Ν. Ηρακλείου Αττικής (...), ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. 28347),


κατά του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (Δ.Σ.Α.), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Αλέξανδρο Λεοντόπουλο - Βαμβέτσο (Α.Μ. 20252), που τον διόρισε με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.


Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί το υπ' αριθμ. 6154/17.6.2009 έγγραφο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.


Στη δίκη παρέστη ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με την Αγγελική Αναστοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.


Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή.


Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αιτούντα ως δικηγόρο, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του καθ' ου Συλλόγου και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.


Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α


Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο


1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (2425968, 2425969/2009 ειδικά έντυπα παραβόλου), ο αιτών, δικηγόρος Αθηνών, ζητεί την ακύρωση του 6154/17.6.2009 εγγράφου του Διευθυντή του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, με το οποίo γνωστοποιήθηκαν σε πρώην εντολείς του πληροφορίες σχετικές με πειθαρχικές διώξεις που είχαν ασκηθεί σε βάρος του.


2. Επειδή, παραδεκτώς παρέστη κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως στο ακροατήριο ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, όχι όμως και ο Υπουργός Δικαιοσύνης, του οποίου δεν προσβάλλεται κάποια πράξη ή παράλειψη, έστω και αν κοινοποιήθηκαν σ’ αυτόν αντίγραφα της κρινόμενης αιτήσεως και της πράξεως ορισμού εισηγητή και δικασίμου. Για το λόγο αυτό, ο εν λόγω Υπουργός πρέπει να αποβληθεί της δίκης.


3. Επειδή, με την 2597/14.3.2008 αίτησή του προς τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (Δ.Σ.Α.), ο ... ζήτησε να ενημερωθεί αν σε βάρος του αιτούντος, δικηγόρου Αθηνών, είχαν ασκηθεί κατά το παρελθόν πειθαρχικές διώξεις, αν υπήρχαν σε βάρος του, κατά το χρόνο εκείνο, εκκρεμείς πειθαρχικές διώξεις, την αιτία των πειθαρχικών αυτών διώξεων και το αποτέλεσμα του πειθαρχικού ελέγχου, ενώ ανέφερε ότι βρισκόταν σε αντιδικία με τον εν λόγω δικηγόρο, ο οποίος είχε υπάρξει κατά το παρελθόν νομικός του παραστάτης, και ότι είχε έννομο συμφέρον να λάβει γνώση των στοιχείων αυτών, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει «για δικαστική χρήση». Μαζί με την αίτηση αυτή ο ανωτέρω υπέβαλε προς τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών και την 6097/5.3.2008 παραγγελία του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, στην οποία διαλαμβάνοντο τα εξής: «Σάς αποστέλλουμε τη συνημμένη αίτηση τ[ου] ... και παρακαλούμε για την κατά νόμο εκτίμηση των διαλαμβανομένων σ’ αυτήν και τις εντεύθεν επιβαλλόμενες ενέργειές σας». Επί της εν λόγω αιτήσεως ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών παρέλειψε να απαντήσει, για το λόγο δε αυτό, στη συνέχεια, οι ..., με την από 14.10.2008 (αριθμ. πρωτ. Δ.Σ.Α. 10056/22.10.2008) αναφορά τους, μεταξύ άλλων, προς τον Πρόεδρο του ως άνω δικηγορικού συλλόγου και τον Συνήγορο του Πολίτη, διατύπωσαν τα παράπονά τους για τη μη χορήγηση των αιτηθέντων στοιχείων, επικαλούμενοι, την προαναφερθείσα εισαγγελική παραγγελία, και εξέθεσαν ότι και οι δύο είχαν υποβάλει αρμοδίως καταγγελία κατά του αιτούντος για απιστία κατά τον χειρισμό υποθέσεών τους, ότι σε βάρος του εκκρεμούσαν επίσης ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου του δικηγορικού συλλόγου καταγγελίες των ιδίων για σειρά παραπτωμάτων του και ότι και ο αιτών είχε ασκήσει «πολλαπλές αγωγές» κατ’ αυτών και κατά των μαρτύρων τους. Ενόψει της ως άνω αναφοράς, ο Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη με το 16951.08.2.2/17.12.2008 έγγραφο ζήτησε από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, μεταξύ άλλων, να τον ενημερώσει με βάση ποιές διατάξεις «και μέχρι ποίου βαθμού», κατά την άποψή του, η γνωστοποίηση στοιχείων μέλους του δικηγορικού συλλόγου, το οποίο διώκετο πειθαρχικώς και ήταν αντίδικος του αιτούμενου τα στοιχεία πολίτη, δεν ήταν επιτρεπτή, λόγω προστασίας προσωπικών δεδομένων «λαμβανομένου υπόψη του ότι σε αυτές τις περιπτώσεις το έννομο συμφέρον του πολίτη (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά δικές του νομικές εκκρεμότητες με τον αντίδικό του) πρέπει να θεωρείται δεδομένο». Επί του εγγράφου αυτού, δεν δόθηκε απάντηση και ο Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη επανήλθε επί του θέματος με νεώτερο έγγραφο (υπ’ αριθμ. πρωτ. 16951/08.2.3/31.3.2009), με το οποίο ενέμεινε στο ως άνω ερώτημα, επί του οποίου όμως και πάλι ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών παρέλειψε να απαντήσει. Μετά ταύτα, με την από 1.6.2009 νέα «αίτηση - αναφορά» οι πρώην εντολείς του αιτούντος, κατ’ επίκληση και των προαναφερθέντων δύο εγγράφων του Βοηθού Συνηγόρου του Πολίτη, ζήτησαν και πάλι από τον εν λόγω δικηγορικό σύλλογο να λάβουν γνώση των σχετικών με τις πειθαρχικές διώξεις του αιτούντος στοιχείων. Κατόπιν των ανωτέρω, με το προσβαλλόμενο 6154/17.6.2009 έγγραφο του Διευθυντή του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών γνωστοποιήθηκαν στους αντιδίκους του αιτούντος τα αιτηθέντα στοιχεία. Ειδικότερα, με το έγγραφο αυτό γνωστοποιήθηκαν στους ανωτέρω τα εξής: « 1) Ο ως άνω δικηγόρος έχει κηρυχθεί αθώος με τις υπ’ αριθμ. 146/2006 και 274/2006 αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Α. 2) Έχει τιμωρηθεί τελεσίδικα α) με την υπ’ αριθμ. 117/06 απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου (Α.Π.Σ.), με ποινή προσωρινής παύσης ενός (1) μηνός και β) με την υπ’ αριθμ. 30/2007 απόφαση του Α.Π.Σ. με ποινή προσωρινής παύσης ενός (1) μηνός, τις οποίες έχει ήδη εκτίσει. Κατά των ανωτέρω αποφάσεων ο αναφερόμενος δικηγόρος, έχει ασκήσει αιτήσεις ακυρώσεως, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον του ΣτΕ. 3) Με την υπ’ αριθμ. 354/2006 απόφαση του Π.Σ. του ΔΣΑ, με την ποινή της επίπληξης, η οποία δεν είναι τελεσίδικη. 4) Επίσης εκκρεμούν ενώπιον του Α΄ Πειθαρχικού Τμήματος α) οι πειθαρχικές δικογραφίες με αριθμό 310/2007 και 135/2008, β) οι πειθαρχικές δικογραφίες με αριθμό 77/2008, 85/2008, 252/2008, 253/2008 και 28/2009. Επί των εκκρεμουσών αυτών πέντε (5) υποθέσεων, έχει εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 135/2009 απόφαση του Α΄ Πειθαρχικού Τμήματος, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση αυτοεξαίρεσης μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου και έχουν προσδιορισθεί να εξετασθούν επί της ουσίας σε άλλη δικάσιμο με άλλη σύνθεση. Κατόπιν των ανωτέρω το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν έχει ολοκληρώσει την διαδικασία της οριστικής διαγραφής του». Με το ίδιο έγγραφο επισημαίνεται στους αποδέκτες ότι «οι πληροφορίες αυτές σας δίδονται μόνο για την χρήση που αναφέρετε στην αίτησή σας, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο υπ’ αριθμ. πρωτ. Γ/ΕΞ/461-1/08-07-2008 έγγραφο της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και επιφορτίζεσθε “με τις υποχρεώσεις τήρησης των γενικών αρχών για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατά το άρθρο 4 του Ν. 2472/19[9]7”, καθώς και στα υπ’ αριθ. πρωτ. 16951.08.2.2/17.12.2008 και 16951/08.2.3/31.3.2009 σχετικά έγγραφα του Συνήγορου του Πολίτη προς τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών». Η χορήγηση, με το προσβαλλόμενο έγγραφο, στοιχείων σχετικών με τις πειθαρχικές διώξεις του αιτούντος γνωστοποιήθηκε στον τελευταίο με το, εκδοθέν ακολούθως, κατά την ίδια ως άνω ημερομηνία, 6155/17.6.2009 έγγραφο του Διευθυντή του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, με το οποίο αυτός ενημερώθηκε ότι «σε απάντηση του με αριθ. πρωτ. 10056/22.10.2008 αρχικού εγγράφου και από 1.6.2009 υπομνηστικού των κ.κ. ... και σε σχέση με τα υπ’ αριθ. πρωτ. 16951.08.2.2./ 17.12.2008 και 16951.08.2.3/31.3.2009 σχετικά έγγραφα του Συνηγόρου του Πολίτη προς τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών και με κριτήριο το έννομο συμφέρον των αιτούντων, όπως αυτό προσδιορίζεται από σχετική γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για τα στοιχεία αυτά, γνωστοποιήσαμε σ’ αυτούς, στοιχεία που αφορούν τις πειθαρχικές σας διώξεις. Συγκεκριμένα στους προαναφερόμενους αιτούντες γνωστοποιήσαμε τα ακόλουθα:......».


4. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, το προσβαλλόμενο έγγραφο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, με το οποίο κοινοποιούνται σε τρίτους στοιχεία που αφορούν πειθαρχικές διώξεις και ποινές σε βάρος του αιτούντος, δικηγόρου και μέλους του εν λόγω δικηγορικού συλλόγου, δηλ. στοιχεία που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, των οποίων η επεξεργασία και η χρήση από τους τρίτους μπορούν να έχουν για τον αιτούντα, στον οποίο αφορούν, δυσμενείς συνέπειες και να προσβάλουν ηθικό ή άλλο έννομο συμφέρον αυτού, έχει εκτελεστό χαρακτήρα και, για το λόγο αυτό, παραδεκτώς προσβάλλεται εν προκειμένω με την υπό κρίση αίτηση, τα δε περί του αντιθέτου, με το κατατεθέν στις 14.2.2017 υπόμνημα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών υποστηριζόμενα, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Εξάλλου, ενόψει του περιεχομένου του ως άνω εγγράφου, ο αιτών έχει προφανές ηθικό έννομο συμφέρον για την ακύρωσή του.


5. Επειδή, ο ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (Α΄ 50), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, όριζε μεταξύ άλλων, στο άρθρο 2 ότι: «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) “Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. β) (όπως η περίπτωση αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο όγδοο παρ. 3 του ν. 3625/2007, Α΄ 290) “Ευαίσθητα δεδομένα” τα δεδομένα που αφορούν στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων. γ) ...», στο άρθρο 4 παρ. 1 ότι: «Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών, β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας. γ) ... δ) ...», στο άρθρο 5 ότι: «1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. 2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) ... ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 3 του ν. 2472/1997 «Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς». Όμοια πρόβλεψη περιλαμβάνεται και στο άρθρο 5 παρ. 1 της 1/1999 Κανονιστικής Πράξεως της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με τίτλο «Ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων κατ’ άρθρο 11 Ν. 2472/1997» (Β΄ 555). Εξάλλου, με το άρθρο 13 του ως άνω ν. 2472/1997 ορίζεται ότι: «1. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προβάλλει οποτεδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία δεδομένων που το αφορούν. Οι αντιρρήσεις απευθύνονται εγγράφως στον υπεύθυνο επεξεργασίας και πρέπει να περιέχουν αίτημα για συγκεκριμένη ενέργεια, όπως διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει την υποχρέωση να απαντήσει εγγράφως επί των αντιρρήσεων μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών. Στην απάντησή του οφείλει να ενημερώσει το υποκείμενο για τις ενέργειες στις οποίες προέβη ή, ενδεχομένως, για τους λόγους που δεν ικανοποίησε το αίτημα. Η απάντηση σε περίπτωση απόρριψης των αντιρρήσεων πρέπει να κοινοποιείται και στην Αρχή. 2. Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν απαντήσει εμπροθέσμως ή η απάντησή του δεν είναι ικανοποιητική, το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προσφύγει στην Αρχή και να ζητήσει την εξέταση των αντιρρήσεών του. Εάν η Αρχή πιθανολογήσει ότι οι αντιρρήσεις είναι εύλογες και ότι συντρέχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης του υποκειμένου από τη συνέχιση της επεξεργασίας, μπορεί να επιβάλλει την άμεση αναστολή της επεξεργασίας έως ότου εκδώσει οριστική απόφαση επί των αντιρρήσεων. 3. ....».


6. Επειδή, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, η γνωστοποίηση προς τρίτα πρόσωπα στοιχείων πειθαρχικών διώξεων δικηγόρου, τα οποία δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις απαριθμούμενες στην περίπτωση β΄ του άρθρου 2 του ν. 2472/1997 κατηγορίες, συνιστά επεξεργασία απλών και όχι ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για την οποία υφίσταται πάντως σε κάθε περίπτωση υποχρέωση προηγούμενης ενημερώσεως του υποκειμένου των δεδομένων ακόμη και όταν, κατ’ εξαίρεση, δεν απαιτείται για την ανακοίνωση των συγκεκριμένων δεδομένων η συγκατάθεση αυτού (πρβλ. ΣτΕ 763/2010, 3154/2008, 2252/2005 7μ.). Τέτοια περίπτωση μπορεί να συντρέχει ιδίως όταν η χορήγηση προσωπικών δεδομένων είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (βλ. περ. γ΄ του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 2472/1997 που αναφέρεται στα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, το οποίο ισχύει κατά μείζονα λόγο και για τα απλά προσωπικά δεδομένα). Στην τελευταία όμως αυτή περίπτωση, για τη χορήγηση των προσωπικών δεδομένων, ο τρίτος πρέπει να επικαλείται και να αποδεικνύει ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματός του ενώπιον δικαστηρίου, και δη ενόψει συγκεκριμένης εκκρεμούς δίκης, ώστε εκ του συγκεκριμένου σκοπού να οριοθετείται και η έκταση των αναγκαίων και πρόσφορων για το σκοπό αυτό στοιχείων που επιτρέπεται να χορηγηθούν. Η αναγκαιότητα εξάλλου αυτή υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα (βλ. και σχετικές αποφάσεις της ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα 10/2015, 19/2010, 25/2007).


7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα εκτεθέντα στη σκέψη 2 της παρούσας αποφάσεως, η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία ανακοινώθηκαν στοιχεία των πειθαρχικών διώξεων του αιτούντος σε τρίτα πρόσωπα, εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 2 ε΄ του ν. 2472/1997. Και τούτο, διότι συνιστούσε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που δεν μπορούσε να γίνει χωρίς τη συγκατάθεση αυτού, καθόσον η επίκληση αορίστως με την αίτηση των εν λόγω προσώπων της υπάρξεως μεταξύ τους «αντιδικίας», χωρίς να προσδιορίζεται ειδικότερα η αντιδικία αυτή και να εξειδικεύεται, κατ’ ακολουθία, η αναγκαιότητα χρησιμοποιήσεως των προσωπικών δεδομένων του τελευταίου και μάλιστα όλων εν γένει των στοιχείων που αφορούσαν σε πειθαρχικές του διώξεις, δεν στοιχειοθετούσε το κατά την ανωτέρω διάταξη έννομο συμφέρον, η ικανοποίηση του οποίου θα δικαιολογούσε, εφόσον μάλιστα υπερείχε προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων του αιτούντος, τη γνωστοποίηση των στοιχείων αυτών. Η δε κατά το άρθρο 25 παρ. 4 εδάφ. β΄ του ν. 1756/1988 σχετική εισαγγελική παραγγελία προς το Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, ως εκ του παρατεθέντος περιεχομένου της, δεν ήταν ικανή να δικαιολογήσει την κατά παράβαση της ανωτέρω διατάξεως χορήγηση των προσωπικών δεδομένων του αιτούντος σε τρίτους, εφόσον για να είναι αυτή δεσμευτική θα έπρεπε να είναι αιτιολογημένη, να περιέχει ρητή έκφραση γνώμης του συντάκτη αυτής εισαγγελικού λειτουργού και να μην αποτελεί απλό διαβιβαστικό της σχετικής αιτήσεως έγγραφο (βλ. σχετ. ΑΠ 148/2013), όπως συνέβαινε εν προκειμένω που η συγκεκριμένη εισαγγελική παραγγελία διελάμβανε απλώς ότι αποστέλλεται η «συνημμένη αίτηση» και παρακαλείται ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών «για την κατά νόμο εκτίμηση των διαλαμβανομένων σ’ αυτήν και τις εντεύθεν επιβαλλόμενες ενέργειες». Εξάλλου και σε κάθε περίπτωση, η πράξη αυτή εκδόθηκε χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του αιτούντος για την ανακοίνωση των προσωπικών του δεδομένων στα προαναφερόμενα τρίτα πρόσωπα, κατά παράβαση του άρθρου 11 παρ. 3 του ν. 2472/1997, που επιβάλλει, κατά τα προεκτεθέντα, για κάθε ανακοίνωση προσωπικών δεδομένων σε τρίτο την ενημέρωση του υποκειμένου αυτών, ακόμη και σε περιπτώσεις που κατά το ως άνω άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 2472/1997, δεν απαιτείται για την ανακοίνωση των συγκεκριμένων δεδομένων η συγκατάθεση αυτού (ΣτΕ 763/2010, 3154/2008, 2251-2/2005). Η παράλειψη δε αυτή στέρησε περαιτέρω από τον αιτούντα τη δυνατότητα να προβάλλει τις προβλεπόμενες από το άρθρο 13 του ίδιου νόμου αντιρρήσεις και να αποτρέψει ενδεχομένως την γνωστοποίηση των προσωπικών του στοιχείων στα πρόσωπα αυτά.


8. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, κατά τα βασίμως με την κρινόμενη αίτηση προβαλλόμενα, να γίνει δε δεκτή η αίτηση αυτή, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.


Δ ι ά τ α ύ τ α


Αποβάλλει της δίκης τον Υπουργό Δικαιοσύνης.


Δέχεται την αίτηση.


Ακυρώνει την 6154/17.6.2009 πράξη του Διευθυντή του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, σύμφωνα με το σκεπτικό.


Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου και


Επιβάλλει στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών τη δικαστική δαπάνη του αιτούντος που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.


Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου 2017


Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας του Γ´ Τμήματος


Αικ. Σακελλαροπούλου Δ. Τετράδη


και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 11ης Ιουλίου 2017.


Η Πρόεδρος Η Γραμματέας του Γ´ Τμήματος


του Α΄ Τμήματος Διακοπών


Αικ. Σακελλαροπούλου Δ. Τετράδη

Σχόλια