Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Άρθρο 3, παράγραφος 1, και άρθρο 4, παράγραφος 2 – Εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών – Σύμβαση δανείου σε ξένο νόμισμα – Συναλλαγματικός κίνδυνος τον οποίο φέρει εξ ολοκλήρου ο καταναλωτής – Σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων που απορρέουν από τη σύμβαση – Χρόνος εκτιμήσεως της υπάρξεως της ανισορροπίας – Εννοιολογικό περιεχόμενο των “διατυπωμένων κατά τρόπο σαφή και κατανοητό” ρητρών – Επίπεδο της ενημερώσεως που πρέπει να παρέχει η τράπεζα»

Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Άρθρο 3, παράγραφος 1, και άρθρο 4, παράγραφος 2 – Εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών – Σύμβαση δανείου σε ξένο νόμισμα – Συναλλαγματικός κίνδυνος τον οποίο φέρει εξ ολοκλήρου ο καταναλωτής – Σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων που απορρέουν από τη σύμβαση – Χρόνος εκτιμήσεως της υπάρξεως της ανισορροπίας – Εννοιολογικό περιεχόμενο των “διατυπωμένων κατά τρόπο σαφή και κατανοητό” ρητρών – Επίπεδο της ενημερώσεως που πρέπει να παρέχει η τράπεζα»
 Επί του πρώτου ερωτήματος
52      Με το πρώτο του ερώτημα, το οποίο πρέπει να απαντηθεί τελευταίο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν η σημαντική ανισορροπία που δημιουργεί μια καταχρηστική ρήτρα μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων που απορρέουν από τη σύμβαση, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, πρέπει να εξετάζεται αποκλειστικώς κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως αυτής.
53      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, προκειμένου να κρίνει εάν μια συμβατική ρήτρα πρέπει να θεωρηθεί καταχρηστική, ο εθνικός δικαστής πρέπει να λάβει υπόψη, όπως προβλέπει το άρθρο 4 της οδηγίας 93/13, τη φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως και, με βάση «τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως», όλες τις περιστάσεις που αφορούν τη σύναψή της (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Bucura, C‑348/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:447, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
54      Επομένως, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 78, 80 και 82 των προτάσεών του, η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας πρέπει να γίνεται με βάση τον χρόνο συνάψεως της επίμαχης συμβάσεως, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων τις οποίες μπορούσε να γνωρίζει ο επαγγελματίας κατά τον χρόνο αυτόν και οι οποίες μπορούσαν να επηρεάσουν τη μεταγενέστερη εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως, δεδομένου ότι μια συμβατική ρήτρα μπορεί να ενέχει ανισορροπία μεταξύ των συμβαλλομένων η οποία εκδηλώνεται μόνον κατά την εκτέλεση της συμβάσεως.
55      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ρήτρα, η οποία ετέθη σε συμβάσεις δανείου συνομολογημένες σε ξένο νόμισμα, προβλέπει ότι οι μηνιαίες δόσεις εξοφλήσεως του δανείου πρέπει να καταβάλλονται στο ίδιο νόμισμα. Τέτοια ρήτρα επιρρίπτει, σε περίπτωση υποτιμήσεως του εθνικού νομίσματος σε σχέση με αυτό το νόμισμα, τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον καταναλωτή.
56      Συναφώς, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να αξιολογήσει, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης και ιδίως λαμβανομένων υπόψη της εξειδικεύσεως και των γνώσεων του επαγγελματία, εν προκειμένω της τράπεζας, σχετικά με τις πιθανές διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των εγγενών κινδύνων της συνομολογήσεως δανείου σε ξένο νόμισμα, πρώτον, την ενδεχόμενη μη συμμόρφωση με την απαίτηση περί καλής πίστης και δεύτερον, την ύπαρξη ενδεχόμενης σημαντικής ανισορροπίας, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.
57      Ειδικότερα, προκειμένου να κριθεί εάν ρήτρα όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δημιουργεί, παρά την απαίτηση περί καλής πίστης, εις βάρος του καταναλωτή, σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση, ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξακριβώσει αν ο επαγγελματίας, εφόσον συναλλασσόταν κατά τρόπο έντιμο και δίκαιο με τον καταναλωτή, μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι ο καταναλωτής θα δεχόταν τέτοια ρήτρα κατόπιν ατομικής διαπραγματεύσεως (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz, C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψεις 68 και 69).
58      Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας πρέπει να γίνεται με βάση τον χρόνο συνάψεως της επίμαχης συμβάσεως, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων τις οποίες μπορούσε να γνωρίζει ο επαγγελματίας κατά τον χρόνο αυτόν και οι οποίες μπορούσαν να επηρεάσουν τη μεταγενέστερη εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να αξιολογήσει, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης, και ιδίως λαμβανομένων υπόψη της εξειδικεύσεως και των γνώσεων του επαγγελματία, εν προκειμένω της τράπεζας, σχετικά με τις πιθανές διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των εγγενών κινδύνων της συνομολογήσεως δανείου σε ξένο νόμισμα, την ύπαρξη ενδεχόμενης σημαντικής ανισορροπίας, υπό την έννοια της ανωτέρω διατάξεως.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση εδώ 

Σχόλια