Αμέλεια, Εμπρησμός

Αμέλεια, Εμπρησμός
Αριθμός 1846/2010 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Κ. Κ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κριθαρά, για αναίρεση της υπ'αριθ.1316/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1)Β. Χ. του Γ., κάτοικο Λευκάδας, που δεν παρέστη, 2)Γ. Χ. του Χ., ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Χατζηγιαννάκη και 3)Κ. Κ. του Β.-Σ., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Νοεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 5 Μαρτίου 2010 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1715/2009.

Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 27-11-2009 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Κ. Κ., καθώς και οι με ιδιαίτερο δικόγραφο, από τον αυτόκατηγορούμενο, από 5-3-2010 πρόσθετοι λόγοι, κατά της υπ'αριθμ.1316/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, (αυτής αποφάσεως), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των αρ.264, 266 και 28 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος του εμπρησμού από αμέλεια, πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α)ο δράστης να μην κατέβαλε κατ'αντικειμενική κρίση την απαιτούμενη προσοχή που κάθε μέτρια συνετός κι ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλει βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν και της κοινής πείρας και λογικής, β)να είχε αυτός τη δυνατότητα, εν όψει των προσωπικών του ιδιοτήτων, των γνώσεών του, λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, γ)να υπάρχει αντικειμενικά αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή της παραλείψεως του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος και δ)από την προξενηθείσα πυρκαγιά να προκλήθηκε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσο δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 1316/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρέσειων κηρύχθηκε ένοχος εμπρησμού από αμέλεια και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία (3) χρόνια. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: " Η πολιτικώς ενάγουσα Β. Χ. δυνάμει του .../10-7-1975 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Λευκάδας Δήμου Μαλακάση, που έχει νόμιμα μεταγραφτεί, κατέστη κυρία από αγορά από τον Γ. Χ. του Ε., μιας οριζόντιας ιδιοκτησίας ήτοι του δεύτερου πάνω από το ισόγειο ορόφου καθώς και δύο αποθηκών του ισογείου αλλά και του πλυσταριού, μετά της αναλογίας αυτών επί του όλου οικοπέδου και επί των κοινόχρηστων και κοινόκτητων μερών, που ανέρχεται σε ποσοστό 50% αδιαιρέτως, ευρισκομένων όλων των ανωτέρω επί οικοδομής, η οποία ανεγέρθηκε σε οικόπεδο κείμενο εντός της πόλεως της Λευκάδας, στη συνοικία ... και επί της οδού ..., εμβαδού 137, 44 τ.μ. Η παραπάνω οικοδομή, λόγω της παλαιότητας και της αρχιτεκτονικής της είχε κηρυχθεί διατηρητέα με σχετική υπουργική απόφαση (ΦΕΚ Δ' 319/7-4-1992), ενώ με το 7417/2-4-1975 συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγραμμένου, υπήχθη στις διατάξεις περί οριζόντιας ιδιοκτησίας, δημιουργήθηκαν δε σ' αυτήν δύο αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες, εκ των οποίων η πρώτη ανήκουσα στην ανωτέρω πολιτικώς ενάγουσα περιελάμβανε τα παραπάνω τμήματα του ισογείου και το δεύτερο πάνω από το ισόγειο όροφο. Το έτος 2001 η τελευταία έλαβε από το ΤΑΣ Ν. Λευκάδας την υπ' αριθμ. 12/8-11-2001 άδεια επισκευής της παραπάνω οριζόντιας ιδιοκτησίας και των αναλογούντων σ' αυτήν κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών της πολυώροφης οικοδομής. Με αντίστοιχη άδεια εγκρίθηκε η επισκευή και της άλλης οριζόντιας ιδιοκτησίας της παραπάνω οικοδομής καθώς και των αναλογούντων σ' αυτήν κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών από τις συγκύριες αυτής πολιτικώς ενάγουσες Β. Χ. και Γ. Χ.. Ακολούθως το παραπάνω κτίριο ανακαινίστηκε, οι εργασίες δε για το σκοπό αυτό είχαν ολοκληρωθεί μέχρι το μήνα Ιανουάριο του έτους 2003. Μετά την ανακαίνιση το διαμέρισμα της πολιτικώς ενάγουσας Β. Χ. αποτελείτο από τρία δωμάτια ύπνου, σαλοτραπεζαρία, κουζίνα, δυο μπάνια, χώρο υποδοχής, διάδρομο και ξύλινο στεγασμένο λιακωτό, από πλευράς δε κατασκευής το ισόγειο αποτελείτο από επιχρισμένη λιθοδομή πάχους 60 εκατοστών με παράλληλη εσωτερική σειρά από ξύλινους στύλους σε μικρή απόσταση από την επιχρισμένη και ελαιοχρωματισμένη αμφιπλεύρως τοιχοποιία, αποτελούμενη από ημιλαξευτή λιθοδομή στην εξωτερική πορεία του τοίχου και αργολιθοδομή στην εσωτερική, με λιθόσωμα και τοπικό ασβεστόλιθο. Η κεντρική θύρα εισόδου και τα κουφώματα ήσαν ξύλινα, ελαιοχρωματισμένα, όμοια δε ήσαν και τα κουφώματα και οι θύρες των εισόδων των δύο διαμερισμάτων που κατασκευάστηκαν στο ισόγειο, στη θέση των παλαιών αποθηκών. Οι δύο αποθήκες και το πλυσταριό, όπως αναφέρθηκε, είχαν μετασκευαστεί σε διαμέρισμα εμβαδού 20,16 τ.μ. το οποίο η πολιτικώς ενάγουσα Β. Χ. είχε από τις 7-1-2003 χρησιδανείσει στον υιό της πολιτικώς ενάγουσα Κ. Κ., προκειμένου αυτός να το χρησιμοποιήσει ως κατοικία. Οι δυο πάνω από το ισόγειο όροφοι στηρίζονταν σε ξύλινο φέροντα οργανισμό, τα ταβάνια των ορόφων ήσαν ξύλινα, η εσωτερική τοιχοποιϊα ήταν επίσης, ξύλινη οι εξωτερικές επιφάνειες είχαν επενδυθεί με λαμαρίνες ενώ οι εσωτερικές ήσαν ελαίοχρωματισμένες. Η αυτοφερόμενη στέγη του κτηρίου ήταν ξύλινη, επικαλυμμένη με κεραμίδια, υπήρχε δε πλήρες σύστημα υδρορροών από αλουμίνιο. Στις 23-1-2003 και περί ώρα 09.50 περίπου συνεργείο της ΔΕΗ, αποτελούμενο από τον κατηγορούμενο ηλεκτρολόγο και τον Δ. Φ. εργάτη, υπάλληλος αυτής, με επικεφαλής και υπεύθυνο εκτελέσεως του παρακάτω έργου τον κατηγορούμενο, μετέβη στην παραπάνω οικοδομή προκειμένου να εκτελέσει προγραμματισμένη εργασία σύνδεσης της ηλεκτρικής παροχής με το δίκτυο της ΔΕΗ. Η εργασία αυτή συνίστατο στη σύνδεση με τα χρησιμοποιούμενα για τις εργασίες αυτές ηλεκτρικά καλώδια του στύλου τη ΔΕΗ με τους δύο μετρητές ηλεκτρικού ρεύματος (ρολόγια) της ανωτέρω οικοδομής, οι οποίοι είχαν τοποθετηθεί εσωτερικά της κύριας εισόδου αυτής, ώστε μέσω των καλωδίων αυτών να φθάνει το ηλεκτρικό ρεύμα από το στύλο στους μετρητές και εν συνεχεία, από εκεί, να διοχετεύεται στην παραπάνω οικία. Η ανωτέρω εργασία επιχειρήθηκε υπό τάση, ήτοι χωρίς ο κατηγορούμενος να μεριμνήσει προηγουμένως, να διακόψει την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στην παραπάνω οικία, όμως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ειδικότερα παρακάτω, ήταν υποχρεωμένος. Κατά την εκτέλεση της εν λόγω εργασίας το παραπάνω συνεργείο της ΔΕΗ επιχείρησε να περάσει τα προαναφερθέντα δύο καλώδια συνδέσεως του στύλου με τους μετρητές, στο σημείο που αυτά έφθαναν στην οικία, μέσα από χαλκοσωλήνα προστασίας τους, πάχους 30-40 χιλιοστών, ο οποίος ήταν τοποθετημένος για το σκοπό αυτό οριζόντια και εξωτερικά της οικίας, στο ύψος του ισόγειου ορόφου της, κατά μήκος της εξωτερικώς, κατά τα ανωτέρω, επενδεδυμένης λαμαρίνας. Ο χαλκοσωλήνας αυτός διακόπτονταν στο σημείο συνάντησης του με την κατακόρυφη και διερχόμενη από το σημείο εκείνο υδρορροή και συνέχιζε μετά από αυτήν. Προκειμένου να περάσουν τα καλώδια από το χαλκοσωλήνα οι ανωτέρω υπάλληλοι της ΔΕΗ μόνωσαν τα άκρα των καλωδίων με μονωτική ταινία, τα έδεσαν με χάλκινο συρματόσχοινο (ατσάλινα) και άρχισαν να τα περνάνε από τον χαλκοσωλήνα, τραβώντας την ατσάλινα. Κατά το τράβηγμα, το εξωτερικό πλαστικό περίβλημα των καλωδίων, λόγω της επαφής του με τα εσωτερικά τοιχώματα του χαλκοσωλήνα, υπέστη φθορές (σχισίματα), με αποτέλεσμα τα εντός αυτών σύρματα διοχέτευσης του ηλεκτρικού ρεύματος, τα οποία προστάτευαν τα περιβλήματα αυτά, να έλθουν σε επαφή με τον χαλκοσωλήνα. Παράλληλα για την ίδια ως άνω αιτία, ήτοι λόγω επαφής με το εσωτερικό τοίχωμα του χαλκοσωλήνα η προαναφερθείσα μονωτική ταινία αποκολλήθηκε, με αποτέλεσμα όταν τα δύο άκρα των δύο ανωτέρω καλωδίων έφθασαν στην έξοδο του χαλκοσωλήνα, να μην είναι τυλιγμένα με την μονωτική ταινία. Κατά την έξοδο τους αυτή, τα εν λόγω καλώδια ήρθαν σε επαφή με την προαναφερθείσα κάθετη εξ αλουμινίου υδρορροή, η οποία διέκοπτε στο σημείο εκείνο τον χαλκοσωλήνα. Από τις αιτίες αυτές, ήτοι την επαφή των συρμάτων των καλωδίων τόσο με τα εσωτερικά τοιχώματα του χαλκοσωλήνα, όσο και των άκρων αυτών με την παραπάνω κατακόρυφη υδρορροή, προκλήθηκε βραχυκύκλωμα μεταξύ του εσωτερικού αγωγού φάσεως του καλωδίου και του συρμάτινου εξωτερικού περιβλήματος του ουδέτερου των καλωδίων της ΔΕΗ, με συνέπεια να λειώσουν οι αγωγοί και να τροφοδοτηθούν με ηλεκτρικό ρεύμα όλα εξωτερικά αγώγιμα μεταλλικά στοιχεία του κτιρίου και στη συνέχεια όλα τα μεταλλικά μέρη των ηλεκτρικών συσκευών εσωτερικά του κτιρίου, τα οποία έρχονταν σε επαφή με τα μεταλλικά αυτά στοιχεία. Από την αιτία αυτή καταστράφηκαν και οι ηλεκτρικές συσκευές του διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου της ανώτερου οικοδομής (θερμοσίφωνας, κλιματιστικό κτλ) με συνέπεια να εκδηλωθεί πυρκαγιά στον εν λόγω όροφο, ιδιοκτησίας της πολιτικώς ενάγουσας Β. Χ., η οποία, λόγω και των οικιακών αντικειμένων, από τη φύση τους εύφλεκτων, επεκτάθηκε σε όλο τον όροφο, τον οποίο κατέστρεψε ολοσχερώς, όπως και όλα τα εντός αυτού υπάρχοντα αντικείμενα, στη συνέχεια δε επεκτάθηκε στον πρώτο όροφο της ιδίας οικοδομής, ιδιοκτησίας της πολιτικώς ενάγουσας Γ. Χ., στον οποίο προξένησε εκτεταμένες ζημίες, η εξάπλωση της δε στις γειτονικές οικοδομές, με απρόβλεπτες καταστροφικές συνέπειες, απετράπη λόγω της έγκαιρης επέμβασης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, η οποία κατόρθωσε τελικά να θέσει υπό έλεγχο την πυρκαγιά και να την σβήσει, πριν αυτή προφθάσει να επεκταθεί περαιτέρω. Κατά την κατάσβεση της εν λόγω πυρκαγιάς, βράχηκε από τα νερά και ως εκ τούτου καταστράφηκε ολοσχερώς η οικοσκευή του πολιτικώς ενάγοντος Κ. Κ., ο οποίος διέμενε σε τμήμα του ισογείου ορόφου της οικοδομής. Ενόψει τούτων, η παραπάνω πυρκαγιά και τα αποτελέσματα της οφείλονται σε αμέλεια του κατηγορούμενου, υπαλλήλου της ΔΕΗ και επικεφαλής του συνεργείου, που είχε μεταβεί κατά την παραπάνω ημερομηνία στην ανωτέρω οικοδομή, ο οποίος, κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ' αυτόν από την υπηρεσία του και αναγόμενης στα καθήκοντα του ως άνω εργασίας, αφενός δεν κατέβαλε την, κατ' αντικειμενική κρίση, απαιτούμενη προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος του ιδίου τομέα επαγγελματικής δραστηριότητας οφείλει, ευρισκόμενος υπό τις προεκτεθείσες ειδικότερες περιστάσεις και συνθήκες, υπό τις οποίες βρέθηκε αυτός, κατά τον προαναφερθέντα χρόνο, να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, της κρατούσας συνήθειας και της κοινής, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρας και λογικής, αφετέρου δε μπορούσε αυτός, ενόψει των προσωπικών του ιδιοτήτων, γνώσεων και ικανοτήτων, να καταβάλει την προσοχή αυτή και να προβλέψει το, κατά τα παραπάνω, από την πράξη του προελθόν αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο βρίσκεται σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη του αυτή και το οποίο δεν προέβλεψε. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος δεν μερίμνησε, πριν αρχίσει την εκτέλεση της ανωτέρω εργασίας, να διακόψει την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος προς την παραπάνω οικία των πολιτικώς εναγόντων, ήτοι να μην εκτέλεσει την εργασία αυτή υπό τάση, παρά το γεγονός ότι η παράλειψη του αυτή εγκυμονούσε, λόγω της εξωτερικής κατασκευής της ανωτέρω οικίας, ήτοι του προαναφερθέντος πλήθους των εξωτερικών μεταλλικών στοιχείων αυτής, καλών, κατά τη φύση τους, αγωγών του ηλεκτρισμού, το κίνδυνο, σε περίπτωση προκλήσεως, για οποιοδήποτε λόγο και αιτία, βραχυκυκλώματος, διοχετεύσεως του ηλεκτρικού ρεύματος, μέσω των στοιχείων αυτών, στην ανωτέρω οικοδομή, με συνέπεια την ανάφλεξη αυτής, όπως και, πράγματι συνέβη, όταν, για τους παραπάνω λόγους προκλήθηκε το προαναφερθέν βραχυκύκλωμα. Σε κάθε περίπτωση ο κατηγορούμενος, κατά την εκτέλεση, έστω υπό βάση, της παραπάνω εργασίας του, δεν μερίμνησε, για την κανονική και ακίνδυνη εκτέλεση αυτής, και συγκεκριμένα, δεν μερίμνησε, να εκτελέσει την εργασία του αυτή, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ούτε τα καλώδια να φθαρούν, κατά την επαφή τους με τα εσωτερικά τοιχώματα του χαλκοσωλήνα, αλλά και ούτε η μονωτική ταινία, με την οποία είχε περιτυλίξει τα άκρα των καλωδίων αυτών, να αφαιρεθεί κατά τη δίοδο των καλωδίων από τον παραπάνω σωλήνα. Αποτέλεσμα των παραπάνω παραλείψεων του κατηγορούμενου κατά την εκτέλεση της πιο πάνω εργασίας του ήταν να προκληθεί βραχυκύκλωμα από την επαφή των συρμάτων των καλωδίων με τον χαλκοσωλήνα και την προαναφερθείσα υδρορροή, με τις προεκτεθείσες συνέπειες. Τα γεγονότα δε αυτά, ήτοι της υπό τάση εκτέλεσης της ανωτέρω εργασίας και, σε κάθε περίπτωση, της υπό τάση μεν εκτέλεσης αυτής, χωρίς όμως, προσεκτική και ασφαλή διέλευση των καλωδίων από τον χαλκοσωλήνα προστασίας τους και μονώσεως των άκρων τους σε συνδυασμό με τις προεκτεθείσες συνθήκες της οικοδομής, ήτοι του ότι επρόκειτο για οικοδομή, στην οποία υπήρχε εξωτερικά πλήθος μεταλλικών στοιχείων, καλών αγωγών του ηλεκτρισμού, ενείχαν, κατά την κοινή πείρα και λογική, τον κίνδυνο, σε περίπτωση βραχυκυκλώματος μετάδοσης του ηλεκτρικού ρεύματος μέσω των μεταλλικών αντικειμένων, σε ολόκληρη την οικοδομή, με περαιτέρω συνέπεια, ενόψει της κατά τα ανωτέρω, ξύλινης ως επί το πλείστον, κατασκευής αυτής και των εντός αυτής εύφλεκτων οικιακών αντικειμένων, να προκληθεί ανάφλεξη της εν λόγω οικοδομής, να μεταδοθεί η φωτιά και στις γειτονικές οικίες και επομένως, προκλήσεως πυρκαγιάς, όπως και πράγματι συνέβη, και οποίος (κίνδυνος) για το λόγο αυτό και προνοητός ήταν για κάθε μετρίως συνετό και προσεκτικό άνθρωπο του ιδίου με τον κατηγορούμενο τομέα επαγγελματικής δραστηριότητας και να αποτραπεί μπορούσε, με τις προεκτεθείσες ενέργειες, στις οποίες παρέλειψε να προβεί ο κατηγορούμενος. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι η εργασία που εκτέλεσε μπορεί να εκτελεσθεί υπό τάση και ότι δεν ήταν υποχρεωμένος από την υπηρεσία του να προβεί προηγουμένως σε διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, πρέπει να σημειωθεί, ότι και αν ακόμη αυτά ήσαν αληθινά, ο κατηγορούμενος ήταν υποχρεωμένος να προβεί στην προηγούμενη διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος δεδομένου ότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση ενόψει της προαναφερθείσας εξωτερικής κατασκευής της ανωτέρω οικοδομής, δεν ήταν, άλλως, δυνατή η ασφαλής εκτέλεση της εν λόγω εργασίας και συνεπώς, ενόψει της αυτονόητης υποχρέωσης του να εκτελεί με ασφάλεια την εργασία του ή δεν έπρεπε, υπό τις ανωτέρω συνθήκες να εκτελέσει την εργασία αυτή, ενημερώνοντας σχετικώς την υπηρεσία του και αιτούμενος απ' αυτήν άδεια διακοπής της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος ή έπρεπε να προβεί ο ίδιος στην προηγούμενη διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος. Σε κάθε περίπτωση, αφού ο κατηγορούμενος αποφάσισε την εκτέλεση της παραπάνω εργασίας του υπό τάση, όφειλε να εκτελέσει αυτήν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποτραπεί κάθε κίνδυνος πυρκαγιάς απ' αυτήν ήτοι να περάσει τα καλώδια από τον χαλκοσωλήνα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην προκύπτει φθορά αυτών και εφόσον αυτό ήταν αδύνατο ή να μην τα περάσει από το σωλήνα αυτό ή να απαιτήσει από τους ιδιοκτήτες της οικοδομής την προηγουμένη τοποθέτηση σωλήνα μεγαλυτέρου διαμετρήματος καθώς επίσης και να μονώσει τα άκρα των εν λόγω καλωδίων κατά τέτοιο τρόπο ώστε κατά τη διέλευση τους από τον χαλκοσωλήνα να μην αφαιρεθεί η μονωτική ταινία. Τέλος ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου ότι η πυρκαγιά δεν θα είχε συμβεί αν η οικοδομή διέθετε την κατάλληλη εγκατάσταση γείωσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθόσον, αφενός δεν αποδείχθηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν την ποιότητα της γείωσης, και αφετέρου διότι όσο καλύτερη ήταν η γείωση τόσο μεγαλύτερος θα ήταν ο κίνδυνος, αφού το εμφανιζόμενο ρεύμα θα ήταν μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο και δεν θα επηρέαζε την προτασσόμενη ασφάλεια της ΔΕΗ των 125 Α (βλ. σχετ. την από 26-11-2007 έκθεση πραγματογνωμοσύνης των Λ. Δ. και Α. Α., ηλεκτρολόγων μηχανικών). Ενόψει όλων αυτών ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδόμενης σ* αυτόν πράξεως του εμπρησμού από αμέλεια δεδομένου ότι συντρέχουν όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως αυτής, τα οποία προεκτέθηκαν.".
Στη συνέχεια, το δικάσαν Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα της προαναφερόμενης αξιόποινης πράξεως του εμπρησμού από αμέλεια και ειδικότερα, του ότι: "στη Λευκάδα, την 23-1-2003, από αμέλεια του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής, που όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, δεν προέβλεψε και δεν απέφυγε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του και προξένησε πυρκαγιά, από την οποία μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα και, συγκεκριμένα, ως μέλος του συνεργείου της ΔΕΗ Λευκάδας, ενώ επρόκειτο να εκτελέσει προγραμματισμένη εργασία διευθέτησης της παροχής στην οικία της Β. Χ., δεν προέβη στην διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος από το στύλο της ΔΕΗ πριν την έναρξη των εργασιών του, σε κάθε περίπτωση δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα, ώστε οι εργασίες, που γίνονταν υπό τάση, να μη προξενήσουν βλάβες ή καταστροφές σε περίπτωση βραχυκυκλώματος. Συγκεκριμένα, όταν περνούσε το καλώδιο της παροχής μέσα από τον μεταλλικό σωλήνα προστασίας, ο οποίος ερχόταν σε επαφή με τα μεταλλικά μέρη του κτιρίου (μεταλλική λαμαρίνα) και με την μεταλλική υδρορροή και υπήρχε κίνδυνος ηλεκτρικού ρεύματος σε περίπτωση βραχυκυκλώματος προς όλα τα μεταλλικά μέρη και εν συνεχεία προς όλες τις εσωτερικές ηλεκτρικές συσκευές του ως άνω κτιρίου, δεν φρόντισε για την ασφαλή διέλευση του καλωδίου μέσα από τον σωλήνα προστασίας, ούτε εξασφάλισε την ασφαλή μόνωση του καλωδίου παροχής με κατάλληλη μονωτική ταινία και την προσεκτική έλξη αυτού μέσα στο σωλήνα προστασίας, ώστε να μην φθαρεί, με αποτέλεσμα το μεν καλώδιο της ΔΕΗ, λόγω μεγάλης τάνυσης, που υπέστη κατά την έλξη του μέσα στον παραπάνω σωλήνα, να υποστεί εκδορές και σκισίματα, η δε μονωτική ταινία να αποκολληθεί κι έτσι να προκληθεί βραχυκύκλωμα μεταξύ του εσωτερικού αγωγού του καλωδίου και του μεταλλικού σωλήνα αφενός και της εξ αλουμινίου υδρορροής αφετέρου, με συνέπεια να τροφοδοτηθούν με ηλεκτρικό ρεύμα όλα τα εξωτερικά αγώγιμα μεταλλικά στοιχεία του κτιρίου και στη συνέχεια όλα τα μεταλλικά μέρη των ηλεκτρικών συσκευών εσωτερικά του κτιρίου, με συνέπεια να εκδηλωθεί πυρκαγιά, που μεταδόθηκε στον β* όροφο του κτιρίου και να καταστραφεί αυτός ολοσχερώς με τα υπάρχοντα εντός αυτού και, συγκεκριμένα, τις ηλεκτρικές συσκευές, έπιπλα, είδη ρουχισμού-κλινοστρωμνής, προσωπικά είδη της Β. Χ. και τα σανιδώματα, καθώς και η κεραμοσκεπή του κτιρίου, επίσης προκλήθηκαν ζημιές στον α' όροφο τόσο από την ίδια την φωτιά που επεκτάθηκε μέσω της ξυλοδεσιάς του εξωτερικού τοίχου σε τμήμα αυτού, όσο και από τα νερά της κατάσβεσης, από την οποία διαβράχησαν η οικοσκευή και όλα τα υπάρχοντα είδη (κρεβάτι, είδη ρουχισμού-κλινοστρωμνής, καναπές, χαλιά, βιβλία και χαρτική ύλη) της ενοικιάστριας Π. Γ., καθώς και η οικοσκευή του Κ. Κ., που διέμενε στο ισόγειο, από το ισχυρό δε πυροθερμικό φορτίο που αναπτύχθηκε προκλήθηκαν ζημιές σε τρία (3) εξώφυλλα παραθύρων και στις σήτες (κουνουπιέρες) αυτών και σε δύο (2) εξώφυλλα από μπαλκονόπορτες και σήτες αυτών, επίσης από το φορτίο ράγισε ένα (1) τζάμι της μιας μπαλκονόπορτας, στα ενοικιαζόμενα δωμάτια ιδιοκτησίας Ξ. Σ., που βρίσκονται απέναντι από το κτίριο στο οποίο εκδηλώθηκε πυρκαγιά, μπορούσε δε να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, που αποσοβήθηκε, λόγω της έγκαιρης επέμβασης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Λευκάδας".
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΑ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.1β', 28 264α'και 266 παρ.1 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 1316/2009 του Τριμελούς Εφετείου Πατρών τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορούμενου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις χωρίς όρκο καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με αλληλοσυμπλήρωση από το διατακτικό αυτής, εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα: α)τα περιστατικά, με βάση τα οποία ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατ'αντικειμενική κρίση, προσοχή που κάθε μέτρια συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλει με βάση τους νομικούς κανόνες, τις επικρατούσες συνήθειες και την κοινή πείρα και λογική, αφού ο κατηγορούμενος, ως επικεφαλής του προαναφερόμενου συνεργείου, όφειλε να μεριμνήσει προηγουμένως να διακόψει την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στην παραπάνω οικία, με αποτέλεσμα να διοχετευθεί αυτό, λόγω των αναφερομένων στο σκεπτικό ενεργειών των εργαζομένων στο συνεργείο, στην οικοδομή και να προκληθεί βραχυκύκλωμα και να εκδηλωθεί πυρκαγιά στο εν λόγω κτίριο, β)ότι ο αναιρεσείων, ενόψει των προσωπικών του ιδιοτήτων ως επικεφαλής και υπεύθυνος εκτελέσεως του άνω έργου, των γνώσεών του ως ηλεκτρολόγου και υπαλλήλου της ΔΕΗ στη Λευκάδα, είχε τη δυνατότητα αυτή, γ)επίσης, εκτίθεται στην απόφαση ο αντικειμενικά αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των ενεργειών και παραλείψεων του κατηγορουμένου και του επελθόντος αποτελέσματος και δ)τέλος, αναφέρεται η πρόκληση κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα από την προξενηθείσα πυρκαγιά. Από δε την μνεία στο προοίμιο του σκεπτικού μεταξύ των αποδεικτικών μέσων και του είδους των μαρτύρων προκύπτει με βεβαιότητα ότι έλαβε υπόψη και την κατάθεση του εξετασθέντα μάρτυρα Π.Μ. δεν ήταν δε υποχρεωμένο να διαλάβει ειδική αιτιολογία για την μη αποδοχή των απόψεων του. Κατόπιν αυτών, είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος. Οι περαιτέρω αιτιάσεις ότι η προσβαλλόμενη απόφαση α)αποδέχεται χωρίς να αναφέρει οποιοδήποτε αποδειχθέν τεχνικό ή άλλο επιστημονικό δεδομένο που να αιτιολογεί την σκέψη της αυτή, ότι στο επίδικο ατύχημα συνέβη βραχυκύκλωμα, ενώ τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία καταδεικνύουν ότι επρόκειτο για διαρροή ηλεκτρικού ρεύματος β)υιοθετεί χωρίς καμία αιτιολογία ή νόμιμο και επιστημονικό έρεισμα δεδομένο, για τον σχηματισμό της απορριπτικής του κρίσης επί του αυτοτελούς ισχυρισμού του περί έλλειψης επαρκούς, πλήρους και τεχνικά άρτιας γείωσης και ισοδυναμικών συνδέσεων στην καταστραφείσα οικοδομή, το δήθεν αναπόδεικτο αυτού στηριζόμενη σε ανύπαρκτα δεδομένα, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον με αυτές προβάλλεται εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν περιλαμβάνεται στους λόγους αναιρέσεως. Επίσης, καίτοι η έλλειψη επαρκούς γείωσης, δεν αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό, αλλά αρνητικό της κατηγορίας, η προσβαλλόμενη δε απόφαση, αιτιολογημένα τον απέρριψε. Τέλος, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη και τις εκτιθέμενες πραγματογνωμοσύνες των Δ. και Α., οι οποίες όλες αναφέρονται στο σκεπτικό της. Εξάλλου, οι πρόσθετοι λόγοι με το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, στρέφονται κατά των ουσιαστικών παραδοχών της αποφάσεως και πλήττουν την περί τα πράγματα ανέλεγκτη αναιρετική κρίση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και, κατά συνέπεια, είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθούν.
Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και οι πρόσθετοι λόγοι και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1). 

Για τους λόγους αυτούς 

Απορρίπτει την από 27 Νοεμβρίου 2009 (υπ'αριθμ.πρωτ.43/2009) ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Πατρών, αίτηση του Κ. Κ. του Δ., για αναίρεση της με αριθμό 1316/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Και 

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. 
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 2010. 
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Νοεμβρίου 2010.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Σχόλια