714/2003 ΑΠ - Κληρονομιά -. Συνδιαθήκη, πληττομένη με απόλυτη ακυρότητα και μη δυναμένη να ισχύσει ως έγκυρη χωριστή διαθήκη,
Κείμενο Απόφασης :
Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 1717 ΑΚ ορίζουσα ότι περισσότερα πρόσωπα δεν μπορούν να συντάξουν διαθήκη με την ίδια πράξη, συνάγεται ότι συνδιαθήκη, πληττομένη με απόλυτη ακυρότητα και μη δυναμένη να ισχύσει ως έγκυρος χωριστή διαθήκη κατά μετατροπή εκ του άρθρου 182 ΑΚ, είναι η διαθήκη δύο ή περισσοτέρων προσώπων που συντάσσεται με την ίδια πράξη, δηλαδή στο ίδιο έγγραφο με ενιαία διατύπωση, χωρίς να εξετάζεται ποιο είναι το περιεχόμενό της ή αν η διατιθεμένη με αυτήν περιουσία είναι ή όχι κοινή, είδος δε της συνδιαθήκης είναι η αμοιβαία διαθήκη, όταν δηλαδή με αυτήν ο κάθε διαθέτης είναι και τετιμημένος εκ μέρους του άλλου συνδιαθέτου. Η απαγόρευση αυτή δεδομένου ότι έχει θεσπισθεί προς το σκοπό να διασφαλισθεί, η ελεύθερη, ανεπηρέαστη και αδέσμευτη έκφραση της τελευταίας βουλήσεως του διαθέτη, δεν ανάγεται
στον τύπο της διαθήκης αλλά στην ουσία, ήτοι στο περιεχόμενο των διαθηκών. Εκ τούτου έπεται ότι σε περίπτωση ασαφείας ή κενού, αν δηλαδή ανακύπτει αμφιβολία ή ασάφεια περί του αν πρόκειται συνδιαθήκη, θα πρέπει να αναζητηθεί η υποκειμενική άποψη των συμπραξάντων στη σύνταξή της προσώπων, κατ αρχήν με βάση το κείμενο της διαθήκης, αν δε η αληθής βούληση δεν προκύπτει από αυτό συγχωρείται και η προσφυγή σε στοιχεία εκτός του κειμένου εφόσον βοηθούν στη διασάφηση της εννοίας των δηλώσεων έχει δηλαδή εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση η ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 173 ΑΚ, όχι όμως και εκείνη του άρθρου 200 ΑΚ, διότι η συνδιαθήκη είναι πολυμερής δικαιοπραξία, αλλά δεν αποτελεί σύμβαση αφού οι δηλώσεις βουλήσεως που περιέχει βαίνουν παραλλήλως προς παραγωγή του ίδιου εννόμου αποτελέσματος. Εξ άλλου η φύση συμβάσεως ή δικαιοπραξίας δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που της δίνουν οι δικαιοπρακτούντες διότι ο τελευταίος αποτελεί έργο του δικαστηρίου της ουσίας. Σε περίπτωση όμως που με βάση τα περιστατικά τα οποία ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας η δικαιοπραξία υπάγεται σύμφωνα με το νόμο σε άλλη νομική κατηγορία και όχι σε εκείνη στην οποία την υπήγαγε το δικαστήριο, υπάρχει εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός που συνιστά παραβίαση ουσιαστικής διατάξεως και ελέγχεται αναιρετικώς από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ενώ αν τα περιστατικά που δέχθηκε ανελέγκτως το δικαστήριο ως συντρέχοντα και εστήριξε σ αυτά την κρίση του για την υπαγωγή της δικαιοπραξίας στη συγκεκριμένη νομική κατηγορία εκτίθενται ατελώς ή ασαφώς ή περιέχουν αντιφάσεις, υπάρχει εκ πλαγίου παράβαση της αντίστοιχης ουσιαστικής διατάξεως που ελέγχεται αναιρετικώς ως έλλειψη νόμιμης βάσεως από τον αριθμό 19 του άνω άρθρου 559 ΚΠολΔ. Από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει πως το δικάσαν Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως ότι στις 16 Φεβρουαρίου 1995 απεβίωσε στη Χίο ο Ε.Ρ.** κάτοικος εν ζωή Χίου, αδελφός της εναγούσης και εκκαλούσης ήδη αναιρεσειούσης και σύζυγος της εναγομένης και εφεσίβλητης ήδη αναιρεσίβλητης, ότι στις 20.9.1995 εδημοσιεύθη, με τα υπ αριθ. 1216/236/1995 πρακτικά συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χίου η από 20 Ιουλίου 1988 ιδιόγραφη διαθήκη του ανωτέρω αποβιώσαντος, με την οποία αυτός εγκατέστησε μοναδική κληρονόμο του εφ όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του και ότι το περιεχόμενο της ιδιόγραφης αυτής διαθήκης, που είναι γραμμένη σε εμπορικό επιστολόχαρτο του διαθέτη είναι τα εξής: «CHIO LE 20 Ιουλίου 1988. Έγγραφον Επίσημον. Συνταχθέν τη επιθυμία αμφοτέρων των συζύγων Ε.Ρ.** του Μ.** και της Μ.** και η Κ.Ε.Ρ.** συζ. του Ε.Ρ.**, εκφράζουν δια του παρόντος και συνυπογράφουν αυτό, ότι η αμοιβαία θέλησίς των είναι να κληρονομή ο ένας τον άλλον ολόκληρον την περιουσία του Ε.Ρ.** κινητήν και ακίνητον. Η θέλησίς των αυτή δηλώνεται σαφώς και απεριφράστως, ενώπιον παντός άλλου συγκληρονόμου, δια της παρούσης και συνυπογράφεται και από τους δύο των συζύγων Ε.** και Κ.** και θεωρείται ισχύον ενώπιον πάσης αρχής και εξουσίας από σήμερον την εικοστήν του μηνός Ιουλίου και ώραν 12 π.μ. και αποκλειομένου παντός άλλου συγκληρονόμου, επί της κινητής του Ε.** περιουσίας ή ακινήτου, αποκλειομένου των δια κληρονομίαν δικαιωμάτων του, ή άλλην απαίτησίν των. Αι υπογραφαί των συζύγων Ε.Ρ.**, Κ.Ρ.**. ΥΓ. Και ότι περιουσίαν αποκτήσομεν εις το εξής θα ανήκη και εις τους δύο την Κ.** και τον Ε.Ρ.** Κάτωθι αι υπογραφαί και των δύο. Ε.Ρ.**. Κ.Ρ.**». Από την ανωτέρω διατύπωση του κειμένου της διαθήκης, το Εφετείο συνήγαγε ότι δεν πρόκειται περί συνδιαθήκης διότι, ως δέχεται, η επίδικη διαθήκη περιέχει διατάξεις τελευταίας βουλήσεως μόνον του ως άνω διαθέτη, ο οποίος εγκαθιστά την εναγομένη σύζυγό του μοναδική κληρονόμο του σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του, χωρίς να υφίστανται αντίστοιχες διατάξεις τελευταίας βουλήσεως της εναγομένης συζύγου του, με τις οποίες να καταλείπεται η κληρονομιά αυτής στον προαναφερόμενο διαθέτη ή τρίτα πρόσωπα. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο, ως προς το ζήτημα της υπαγωγής της δικαιοπραξίας στη νομική κατηγορία της συνδιαθήκης ή σε εκείνη της έγκυρης διαθήκης ενός (μόνον) προσώπου, εστέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του από νόμιμη βάση, διότι διέλαβε σχετικώς αιτιολογίες ασαφείς και αντιφατικές, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής διατάξεως του άρθρου 1717 ΑΚ, την οποία εκ πλαγίου παρεβίασε. Διότι, ενώ δέχεται πως συνέπραξαν στην κατάρτιση της διαθήκης δυο πρόσωπα, ότι αυτή συνετάγη κατ επιθυμία αμφοτέρων και περιέχει την περικοπή « εκφράζουν δια του παρόντος και συνυπογράφουν αυτό, ότι η αμοιβαία θέλησίς των είναι να κληρονομή ο ένας τον άλλον » η οποία σαφώς υποδηλώνει αμοιβαία μεταξύ των συζύγων και συνδιαθετών εγκατάσταση, εν συνεχεία δέχεται πως στη διαθήκη περιέχεται διάταξη τελευταίας βουλήσεως μόνον του αποβιώσαντος, χωρίς να εκθέτει περιστατικά από τα οποία να προκύπτει διαφορετική έννοια της ανωτέρω περικοπής. Πρέπει, συνεπώς, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση κατά παραδοχή των αντιστοίχων αιτιάσεων του λόγου αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η οποία εξετάζεται και ως αιτίαση παραβιάσεως εκ πλαγίου και του λόγου αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, αυτεπαγγέλτως συμπληρωθέντων με την έκθεση του εισηγητού.
στον τύπο της διαθήκης αλλά στην ουσία, ήτοι στο περιεχόμενο των διαθηκών. Εκ τούτου έπεται ότι σε περίπτωση ασαφείας ή κενού, αν δηλαδή ανακύπτει αμφιβολία ή ασάφεια περί του αν πρόκειται συνδιαθήκη, θα πρέπει να αναζητηθεί η υποκειμενική άποψη των συμπραξάντων στη σύνταξή της προσώπων, κατ αρχήν με βάση το κείμενο της διαθήκης, αν δε η αληθής βούληση δεν προκύπτει από αυτό συγχωρείται και η προσφυγή σε στοιχεία εκτός του κειμένου εφόσον βοηθούν στη διασάφηση της εννοίας των δηλώσεων έχει δηλαδή εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση η ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 173 ΑΚ, όχι όμως και εκείνη του άρθρου 200 ΑΚ, διότι η συνδιαθήκη είναι πολυμερής δικαιοπραξία, αλλά δεν αποτελεί σύμβαση αφού οι δηλώσεις βουλήσεως που περιέχει βαίνουν παραλλήλως προς παραγωγή του ίδιου εννόμου αποτελέσματος. Εξ άλλου η φύση συμβάσεως ή δικαιοπραξίας δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που της δίνουν οι δικαιοπρακτούντες διότι ο τελευταίος αποτελεί έργο του δικαστηρίου της ουσίας. Σε περίπτωση όμως που με βάση τα περιστατικά τα οποία ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας η δικαιοπραξία υπάγεται σύμφωνα με το νόμο σε άλλη νομική κατηγορία και όχι σε εκείνη στην οποία την υπήγαγε το δικαστήριο, υπάρχει εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός που συνιστά παραβίαση ουσιαστικής διατάξεως και ελέγχεται αναιρετικώς από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ενώ αν τα περιστατικά που δέχθηκε ανελέγκτως το δικαστήριο ως συντρέχοντα και εστήριξε σ αυτά την κρίση του για την υπαγωγή της δικαιοπραξίας στη συγκεκριμένη νομική κατηγορία εκτίθενται ατελώς ή ασαφώς ή περιέχουν αντιφάσεις, υπάρχει εκ πλαγίου παράβαση της αντίστοιχης ουσιαστικής διατάξεως που ελέγχεται αναιρετικώς ως έλλειψη νόμιμης βάσεως από τον αριθμό 19 του άνω άρθρου 559 ΚΠολΔ. Από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει πως το δικάσαν Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως ότι στις 16 Φεβρουαρίου 1995 απεβίωσε στη Χίο ο Ε.Ρ.** κάτοικος εν ζωή Χίου, αδελφός της εναγούσης και εκκαλούσης ήδη αναιρεσειούσης και σύζυγος της εναγομένης και εφεσίβλητης ήδη αναιρεσίβλητης, ότι στις 20.9.1995 εδημοσιεύθη, με τα υπ αριθ. 1216/236/1995 πρακτικά συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χίου η από 20 Ιουλίου 1988 ιδιόγραφη διαθήκη του ανωτέρω αποβιώσαντος, με την οποία αυτός εγκατέστησε μοναδική κληρονόμο του εφ όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του και ότι το περιεχόμενο της ιδιόγραφης αυτής διαθήκης, που είναι γραμμένη σε εμπορικό επιστολόχαρτο του διαθέτη είναι τα εξής: «CHIO LE 20 Ιουλίου 1988. Έγγραφον Επίσημον. Συνταχθέν τη επιθυμία αμφοτέρων των συζύγων Ε.Ρ.** του Μ.** και της Μ.** και η Κ.Ε.Ρ.** συζ. του Ε.Ρ.**, εκφράζουν δια του παρόντος και συνυπογράφουν αυτό, ότι η αμοιβαία θέλησίς των είναι να κληρονομή ο ένας τον άλλον ολόκληρον την περιουσία του Ε.Ρ.** κινητήν και ακίνητον. Η θέλησίς των αυτή δηλώνεται σαφώς και απεριφράστως, ενώπιον παντός άλλου συγκληρονόμου, δια της παρούσης και συνυπογράφεται και από τους δύο των συζύγων Ε.** και Κ.** και θεωρείται ισχύον ενώπιον πάσης αρχής και εξουσίας από σήμερον την εικοστήν του μηνός Ιουλίου και ώραν 12 π.μ. και αποκλειομένου παντός άλλου συγκληρονόμου, επί της κινητής του Ε.** περιουσίας ή ακινήτου, αποκλειομένου των δια κληρονομίαν δικαιωμάτων του, ή άλλην απαίτησίν των. Αι υπογραφαί των συζύγων Ε.Ρ.**, Κ.Ρ.**. ΥΓ. Και ότι περιουσίαν αποκτήσομεν εις το εξής θα ανήκη και εις τους δύο την Κ.** και τον Ε.Ρ.** Κάτωθι αι υπογραφαί και των δύο. Ε.Ρ.**. Κ.Ρ.**». Από την ανωτέρω διατύπωση του κειμένου της διαθήκης, το Εφετείο συνήγαγε ότι δεν πρόκειται περί συνδιαθήκης διότι, ως δέχεται, η επίδικη διαθήκη περιέχει διατάξεις τελευταίας βουλήσεως μόνον του ως άνω διαθέτη, ο οποίος εγκαθιστά την εναγομένη σύζυγό του μοναδική κληρονόμο του σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του, χωρίς να υφίστανται αντίστοιχες διατάξεις τελευταίας βουλήσεως της εναγομένης συζύγου του, με τις οποίες να καταλείπεται η κληρονομιά αυτής στον προαναφερόμενο διαθέτη ή τρίτα πρόσωπα. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο, ως προς το ζήτημα της υπαγωγής της δικαιοπραξίας στη νομική κατηγορία της συνδιαθήκης ή σε εκείνη της έγκυρης διαθήκης ενός (μόνον) προσώπου, εστέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του από νόμιμη βάση, διότι διέλαβε σχετικώς αιτιολογίες ασαφείς και αντιφατικές, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής διατάξεως του άρθρου 1717 ΑΚ, την οποία εκ πλαγίου παρεβίασε. Διότι, ενώ δέχεται πως συνέπραξαν στην κατάρτιση της διαθήκης δυο πρόσωπα, ότι αυτή συνετάγη κατ επιθυμία αμφοτέρων και περιέχει την περικοπή « εκφράζουν δια του παρόντος και συνυπογράφουν αυτό, ότι η αμοιβαία θέλησίς των είναι να κληρονομή ο ένας τον άλλον » η οποία σαφώς υποδηλώνει αμοιβαία μεταξύ των συζύγων και συνδιαθετών εγκατάσταση, εν συνεχεία δέχεται πως στη διαθήκη περιέχεται διάταξη τελευταίας βουλήσεως μόνον του αποβιώσαντος, χωρίς να εκθέτει περιστατικά από τα οποία να προκύπτει διαφορετική έννοια της ανωτέρω περικοπής. Πρέπει, συνεπώς, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση κατά παραδοχή των αντιστοίχων αιτιάσεων του λόγου αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η οποία εξετάζεται και ως αιτίαση παραβιάσεως εκ πλαγίου και του λόγου αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, αυτεπαγγέλτως συμπληρωθέντων με την έκθεση του εισηγητού.
πηγή :
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ, Ετος: 2004, Τόμος: 1 , Σελ.: 162 |
.
|
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου