"...Μετά από αυτά η δίκη διεξήχθη χωρίς την παράσταση των συνηγόρων υπερασπίσεως της αναιρεσείουσας. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στις ανωτέρω απορριπτικές του αιτήματος αναβολής παρεμπίπτουσες αποφάσεις του, την κατά τις άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθ’ όσον δεν αιτιολόγησε γιατί στην συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του δικαιώματος αποχής των δικηγόρων, οι οποίοι, κατά τις παραδοχές της, επεδίωξαν την λήψη αδείας από τον Δικηγορικό Σύλλογο, με υπόμνηση του χρόνου παραγραφής, ματαίωνε την ποινική αξίωση της Πολιτείας, αφού η υπόθεση εκδικαζόταν στις 19 Ιανουαρίου 2015 και η παραγραφή επήρχετο από τις αρχές Δεκεμβρίου 2015...."
Αριθμός 1269/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο - Εισηγητή και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Σ. Τ. - Κ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Μάνο, για αναίρεση της υπ’αριθ.172/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Με συγκατηγορούμενο τον Δ. Τ. του Ι. και πολιτικώς ενάγων το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α - Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Γεωργία Αθανασάκου.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Ιουλίου 2015 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 845/2015
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 349 παρ. 1 και 7 του ΚΠοινΔ, το δικαστήριο, με αίτημα κάποιου από τους διαδίκους, μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για λόγο ανωτέρας βίας, τον οποίον αποτελεί και η αποχή των δικηγόρων. Όμως, η εμμονή του δικηγόρου στην άσκηση του δικαιώματος αποχής από τα καθήκοντα του για την προστασία εργασιακών και συναφών συμφερόντων του είναι μικρότερης σημασίας έννομο αγαθό από την απονομή της δικαιοσύνης και πρέπει, όταν επίκειται κίνδυνος παραγραφής της υποθέσεως και ματαιώσεως της αξιώσεως της Πολιτείας προς τιμωρία του ποινικού αδικήματος που αποδίδεται στον εντολέα του, να υποχωρήσει. Οπωσδήποτε δε, πρέπει ο δικηγόρος να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι ζήτησε άδεια, με επισήμανση του κινδύνου παραγραφής, από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο για να παραστεί στη δίκη και αυτός δεν του το επέτρεψε, λαμβανομένου υπόψη και του ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι επιτρέπουν στα μέλη τους να παρίστανται σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, όπως είναι οι υποθέσεις, στις οποίες ανακύπτει κίνδυνος παραγραφής.
Η επιβαλλομένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δεν αφορά μόνο την κυρία απόφαση, αλλά και την παρεμπίπτουσα με την οποία το δικαστήριο απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης, η έλλειψη δε αυτής ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ. Συνίσταται δε, η κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής αποφάσεως, στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου που δίκασε επί εφέσεως της αναιρεσείουσας Σ. Τ.-Κ. με την αναιρεσιβαλλομένη υπ’ αριθ. 172/2015 απόφασή του, την κήρυξε ένοχη πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση και απάτης κατ’ εξακολούθηση και της επέβαλε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα πέντε (15) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία.
Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της αναιρεσιβαλλομένης οι συνήγοροι της αναιρεσείουσας και του ετέρου κατηγορουμένου υπέβαλαν το αίτημα αναβολής εκδικάσεως της υποθέσεως επικαλούμενοι την αποχή τους από την εκδίκαση αυτής λόγω της συμμορφώσεως τους προς την από 21-12-2006 απόφαση της Ολομελείας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, "με την οποία ορίζεται η αποχή των δικηγόρων σε κάθε συνεδρίαση μετά την πρώτη διακοπή..." Το αίτημα αυτό απέρριψε το άνω Δικαστήριο με παρεμπίπτουσα απόφαση με την εξής αιτιολογία: ".....Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 349 ΚΠοινΔ, το δικαστήριο, μετά από πρόταση του Εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως μπορεί να διατάξει μόνο μια φορά την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους μία μόνη φορά, για σοβαρούς λόγους υγείας η λόγους ανώτερος βίας (παρ 1). Η αναβολή που χορηγείται με αίτημα του διαδίκου για λόγο που αφορά αυτόν ή το συνήγορο του, δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες και διατάσσεται μόνο για σοβαρούς λόγους υγείας, οι οποίοι αποδεικνύονται με έγγραφο νοσηλευτικού Ιδρύματος ή λόγους ανώτερης βίας. Οι λόγοι αυτοί, προσδιορίζονται στην απόφαση η οποία πρέπει, να είναι, ειδικά κα, εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη (παρ.2). Το δικαστήριο πριν διατάξει την αναβολή, υποχρεούται να ερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της δίκης για δεκαπέντε το πολύ ήμερες αιτιολογώντας εμπεριστατωμένα ότι δεν μπορεί ο λόγος αναβολής να αντιμετωπισθεί με διακοπή (παρ.3). Περαιτέρω η προβλεπόμενη από την παράγραφο 7 του ιδίου άρθρου αποχή των δικηγόρων αποτελεί λόγω ανώτερης βίας για την αναβολή και δεν περιλαμβάνεται στους περιορισμούς προηγουμένων παραγράφων του άρθρου 349. Από τις διατάξεις αυτές και εκείνη του άρθρου 139 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η παραδοχή ή μη του αιτήματος αναβολής απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας οφείλει δε τούτο να απαντήσει στο εν λόγω αίτημα εφόσον υποβληθεί, και να αιτιολογήσει ειδικώς και εμπεριστατωμένα την απόφαση του αν το απορρίψει. Όσον αφορά την αποχή των δικηγόρων ναι μεν αποτελεί κατά τα ανωτέρω λόγο ανωτέρας βίας για την αναβολή της ποινικής δίκης όμως η άσκηση αυτού του δικαιώματος από δικηγόρο προκειμένου να προστατεύσει επαγγελματικά και συναφή συμφέροντα του είναι ήσσονος σημασίας, από άποψη προστασίας έννομο αγαθό σε σχέση με την απονομή της δικαιοσύνης, και υποχωρεί έναντι αυτής όταν συντρέχει κίνδυνος ματαιώσεως της αξιώσεως της πολιτείας προς τιμωρία του ποινικού αδικήματος, που αποδίδεται στον εντολέα του απέχοντος από τα καθήκοντα του δικηγόρου ενόψει του ικανού χρόνου που έχει παρέλθει από το χρόνο τελέσεως της αποδιδόμενης αξιοποίνου πράξεως και πρέπει, όταν επίκειται κίνδυνος παραγραφής της υποθέσεως και ματαιώσεως της αξιώσεως της Πολιτείας για τιμωρία του ποινικού αδικήματος που αποδίδεται στον εντολέα του, να υποχωρήσει, λαμβανομένου υπόψη και του ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι επιτρέπουν στα μέλη τους να παρίστανται σε κατεπείγουσες περιπτώσεις όπως είναι οι υποθέσεις, στις οποίες ανακύπτει κίνδυνος παραγραφής. Περαιτέρω, στην παράγραφο 1 εδάφ. τέταρτο του άρθρου 502 του ΚΠοινΔ, και το άρθρο 344 του ιδίου Κώδικα, που ορίζει ότι η αποχώρηση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης δεν κωλύει την πρόοδο της διαδικασίας, σε συνδυασμό με τη διάταξη της παραγρ.4 του ως άνω άρθρου 501 κατά την οποία, αν μετά την έναρξη της συζητήσεως της εφέσεως λάβει χώρα διακοπή ή αναβολή αυτής και κατά τη νέα συζήτηση ή μετά τη διακοπή ο νομίμως κλητευθείς κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 δικάζεται σαν να ήταν παρών. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι, ο εκκαλών - κατηγορούμενος ή ο συνήγορος που εμφανίστηκε κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ’ έφεση δίκης για να υποστηρίξει την έφεση του και στην συνέχεια μετά την έναρξη της συζητήσεως απεχώρησε, λογίζεται σαν να ήταν παρών και στο υπόλοιπο μέρος της δίκης και το δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει την ουσία της υποθέσεως. Τέλος, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των υπό στοιχ Β παρ. 1, 8 και 10 του άρθρου 17 του ν. 1756/1988 "Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών" σε όσα Δικαστήρια (Πρωτοδικεία και Εφετεία) οι συνθέσεις καταρτίζονται με κλήρωση, απαγορεύεται να αναβληθεί η υπόθεση σε δικάσιμο για την οποία έχει γίνει η κλήρωση της συνθέσεως του Δικαστηρίου, αλλά κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η αναβολή αυτή στην περίπτωση κατά την οποία ο νόμος ορίζει προθεσμία αναβολής ή συντρέχει λόγος αναβολής σε σύντομη ρητή δικάσιμο, που αιτιολογείται ειδικά στην αναβλητική απόφαση, άλλως γεννάται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω κακής συνθέσεως του Δικαστηρίου, ιδρυομένου του αναιρετικού λόγου του αρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ... Τέτοιος δε λόγος είναι και η επικείμενη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής του εγκλήματος ή των εγκλημάτων που αποδίδονται στον κατηγορούμενο (πρβλ παρ. 8 εδ. α περ. 1 του ως άνω άρθρου). Στην προκειμένη περίπτωση οι συνήγοροι υπεράσπισης των εκκαλούντων κατηγορουμένων επικαλέσθηκαν άρνηση χορηγήσεως αδείας και προσκόμισαν στο ακροατήριο αίτηση τους προς το Δικηγορικό Σύλλογο Βόλου για χορήγηση αδείας για παράσταση κατά τη μετά από διακοπή συζήτηση της κρινόμενης υποθέσεως, στην οποία (αίτηση) δηλώθηκε ο χρόνος τέλεσης των πράξεων που αποδίδονται στους κατηγορουμένους αντίστοιχα, η οποία και απορρίφθηκε με σχετική επισημείωση επ’ αυτών (αιτήσεων) του Αντιπροέδρου του Δ.Σ. Βόλου και για το λόγο αυτό ζητούν την αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης κατ’ άρθρο 349 παρ 7 του ΚΠοινΔ, λόγω αποχής τους από τα καθήκοντα τους στη διακοπείσα συνεδρίαση σύμφωνα με την προσκομιζόμενη απόφαση Ολομέλειας των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, οι συνήγοροι δε της πρώτης εκκαλούσας και σε δικάσιμο για την οποία είχε ήδη γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου. Κατόπιν αυτών, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ενόψει του φερόμενου χρόνου τέλεσης των πράξεων που αποδίδονται στους κατηγορουμένους (4-12-2007, 13-12-2007, 27-12-2007, 28-12-2007) του άμεσου κινδύνου παραγραφής των προαναφερομένων πράξεων που δικάζονται κατ’ έφεση, του ότι η εκδίκαση της υπόθεσης έχει αναβληθεί ήδη μια φορά κατ’ άρθρο 349 του ΚΠοινΔ στη δικάσιμο της 7-11-2014 για τη δικάσιμο της 9-1-2014 κατά την οποία και διεκόπη η εκδίκαση της κατ’ άρθρο 349 παρ. 3 του ΚΠοινΔ για την σημερινή δικάσιμο (19-1-2014), λαμβανομένου υπόψη του χρόνου τέλεσης και της προηγηθείσας αναβολής, καθώς και του ότι στην επικαλούμενη και προσκομιζόμενη απόφαση της Ολομέλειας των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, προβλέπεται μεταξύ άλλων στις υποθέσεις αρμοδιότητας Εφετείου στα πλημμελήματα εξαίρεση στις υποθέσεις που υπάρχει επικείμενος κίνδυνος παραγραφής, κρίνεται ότι στην προκείμενη περίπτωση, δεν συντρέχει κανένας εξαιρετικός λόγος για την αναβολή της κρινόμενης υπόθεσης ούτε και σε δικάσιμο για την οποία έχει ήδη γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου, αντίθετα κρίνεται ότι συντρέχει κίνδυνος ματαιώσεως της αξιώσεως της πολιτείας προς τιμωρία των ποινικών αδικημάτων που αποδίδονται στους εντολείς των απεχόντων από τα καθήκοντα τους δικηγόρων ενόψει του ικανού χρόνου (τουλάχιστον επτά έτη ένας μήνας και πέντε ημέρες) που έχει παρέλθει από το χρόνου τελέσεως των αποδιδόμενων αξιοποίνων πλημμεληματικού χαρακτήρα πράξεων και πρέπει, λόγω του επικείμενου κινδύνου παραγραφής, να απορριφθεί το αίτημα αναβολής και να προχωρήσει το Δικαστήριο στη συζήτηση της υποθέσεως...". (Οι ανωτέρω ημερομηνίες των δικασίμων 9-1-2014 και 19-1-2014, ετέθησαν από προφανή παραδρομή αντί των ορθών 9-1-2015 και 19-1-2015).
Μετά την έκδοση της ως άνω απορριπτικής αποφάσεως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, οι συνήγοροι ζήτησαν να κρατηθεί η υπόθεση μέχρι την 12η μεσημβρινή ώρα, ώστε να έρθουν σε συνεννόηση με τον Δικηγορικό Σύλλογο, το δε Δικαστήριο, χορήγησε την αιτηθείσα προθεσμία. Αφού πέρασε η ως άνω ορισθείσα ώρα, το Δικαστήριο επανήλθε στην εξέταση της υποθέσεως εκφωνήθηκε και πάλι η υπόθεση και βρέθηκαν παρόντες όλοι οι παράγοντες της δίκης και αφού εμφανίσθηκαν οι πληρεξούσιοι συνήγοροι των εκκαλούντων, δήλωσαν ότι δεν μπορούν να παρασταθούν στην εκδίκαση της υποθέσεως επικαλούμενοι την από 12/2006 απόφαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, σύμφωνα με την οποία οι δικηγόροι δεν παρίστανται στην μετά από διακοπή συνεδρίαση του Μονομελούς και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, παρά μόνο εάν επίκειται κίνδυνος παραγραφής, και ότι στην συγκεκριμένη υπόθεση δεν επίκειται κίνδυνος παραγραφής γιατί η 8ετία συμπληρώνεται περί τα τέλη Δεκεμβρίου 2015 και ότι παραιτούνται της "ενστάσεως της γνωστής συνθέσεως". Το Δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματα και διέταξε την πρόοδο της δίκης με την εξής αιτιολογία: "......Τέλος για την μετά την παρέλευση της αιτηθείσας από τους συνηγόρους υπεράσπισης των εκκαλούντων -κατηγορουμένων και χορηγηθείσας προθεσμίας εκ νέου υποβολή από τους τελευταίους και εγγράφως του αιτήματος αναβολής της δίκης για τους ίδιους λόγους ακόμη και σε δικάσιμο κατά την οποία έχει γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του Δικαστηρίου και τη δήλωση τους ότι δεν θα παρασταθούν στην εκδίκαση της υποθέσεως, δεν συντρέχει κανένας λόγος ανάκλησης της προηγούμενης απορριπτικής του αιτήματος αναβολής απόφασης αυτού του Δικαστηρίου και πρέπει να διαταχτεί η πρόοδος της δίκης....". Μετά από αυτά η δίκη διεξήχθη χωρίς την παράσταση των συνηγόρων υπερασπίσεως της αναιρεσείουσας. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στις ανωτέρω απορριπτικές του αιτήματος αναβολής παρεμπίπτουσες αποφάσεις του, την κατά τις άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθ’ όσον δεν αιτιολόγησε γιατί στην συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του δικαιώματος αποχής των δικηγόρων, οι οποίοι, κατά τις παραδοχές της, επεδίωξαν την λήψη αδείας από τον Δικηγορικό Σύλλογο, με υπόμνηση του χρόνου παραγραφής, ματαίωνε την ποινική αξίωση της Πολιτείας, αφού η υπόθεση εκδικαζόταν στις 19 Ιανουαρίου 2015 και η παραγραφή επήρχετο από τις αρχές Δεκεμβρίου 2015.
Συνεπώς η αναιρεσιβαλλομένη πρέπει να αναιρεθεί κατά παραδοχή του, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, πρώτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένη για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Εξ άλλου, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ. 2 του ΠΚ, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 2408/1996, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν από τρία έτη. Η κυρία διαδικασία, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 επ., 320, 321, 339, 340 και 343 του ΚΠοινΔ, αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως, αφού το παραπεμπτικό βούλευμα καταστεί αμετάκλητο, ή του κλητηρίου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου και την μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Από τις άνω διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του ΠΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β’, 370 στοιχ. β’ και 511 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημοσίας τάξεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμα δε και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας την συμπλήρωση της παραγραφής μετά τη δημοσίευση της αναιρουμένης αποφάσεως, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή, ως ασκηθείσα νομοτύπως και εμπροθέσμως και περιέχεται σε αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 2 και 509 ΚΠοινΔ, ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως ο οποίος όμως, κρίθηκε και βάσιμος (ΟλΑΠ 7/2005, ΑΠ 130/2010 και αναιρεθεί η απόφαση ως προς την ενοχή.
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 του ΠΚ, η πλαστογραφία και ή χρήση του πλαστού εγγράφου είναι αυτοτελή εγκλήματα. Η χρήση του πλαστού εγγράφου, όταν τελείται από τον πλαστογράφο, παύει να είναι αυτοτελές έγκλημα, καθισταμένη επιβαρυντική περίσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας και απορροφάται από αυτό, μόνον όταν τιμωρείται ή πλαστογραφία. Όταν για οποιονδήποτε λόγο ή πλαστογραφία μένει ατιμώρητη, όπως επί παραγραφής, η χρήση, έτι και παρά του πλαστογράφου γενομένη, τιμωρείται ως αυτοτελές έγκλημα. Η παρά του πλαστογράφου χρήση του πλαστού δεν είναι υστέρα μη τιμωρητή πράξη. Το δεδικασμένο εκ της πλαστογραφίας λόγω παραγραφής δεν καλύπτει και το μεταγενεστέρως, τελεσθέν έγκλημα της χρήσεως πλαστού, είτε τούτο τελέσθηκε προ της συμπληρώσεως της παραγραφής της πλαστογραφίας, είτε μετά από αυτήν. Τέλος από τα άρθρα 94 παρ. 1 και 98 του ΠΚ προκύπτει ότι οι απαρτίζουσες το ενιαίο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα μερικότερες πράξεις διατηρούν την αυτοτέλειά τους και η παραγραφή κάθε μιας από αυτές αρχίζει από την ημέρα τελέσεώς της. Στην προκειμένη περίπτωση με την αναιρεσιβαλλομένη η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη και του ότι στο Βόλο στις 4-12-2007 στην υπ’ αριθμ. .../4-12-2007 ιατρική συνταγή εκδοθείσα από τον ιατρό Γ. Ο. με αναγραφόμενα φάρμακα Tbl Simvaprol Bt2, Sir Pezeril Bt2, Nas Spr. Caltec Bt 2, με φερόμενο δικαιούχο ασφαλισμένο τον Δ. Κ. έθεσε κατ’ απομίμηση την υπογραφή του ανωτέρω ασφαλισμένου στη θέση του παραλήπτη, χωρίς την συναίνεση αυτού και ότι έκανε χρήση της ανωτέρω πλαστής συνταγής στο Βόλο και κατά το χρονικό διάστημα από την 28-12-2007 έως το πρώτο δεκαήμερο του έτους 2008, σε μη επακριβώς προσδιορισθείσα ημερομηνία την κατέθεσε στην αρμόδια υπηρεσία του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Βόλου ώστε να λάβει χρήματα από την υποτιθέμενη εκτέλεση καθεμίας. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγουμένη σκέψη, η ανωτέρω επί μέρους πρώτη πράξη πλαστογραφίας για την οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, που τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, φέρεται ότι τελέσθηκε στις 4-12-2007 και επειδή έκτοτε και μέχρι τη διάσκεψη της παρούσης (9-12-2015) παρήλθε οκταετία, εξαλείφθηκε με παραγραφή το αξιόποινο της πράξεως αυτής. Επομένως, αφού η ένδικη αίτηση περιέχει παραδεκτό λόγο αναιρέσεως ο οποίος κρίθηκε και βάσιμος, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά της κατηγορουμένης μόνον για την επί μέρους πράξη αυτή της πλαστογραφίας (όχι δε και της άνω χρήσεως), λόγω παραγραφής, κατά τα στο διατακτικό και να παραπεμφθεί κατά τα λοιπά η υπόθεση, ως προς την αναιρεσείουσα, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, κατά το διατακτικό (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. υπ’ αριθ. 172/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, ως προς την αναιρεσείουσα Σ. Τ.-Κ..
Παύει οριστικά την κατ’ αυτής ποινική δίωξη για το ότι στο Βόλο στις 4-12-2007 στην υπ’ αριθμ. .../4-12-2007 ιατρική συνταγή εκδοθείσα από τον ιατρό Γ. Ο. με αναγραφόμενα φάρμακα Tbl Simvaprol Bt2, Sir Pezeril Bt2, Nas Spr. Caltec Bt 2, με φερόμενο δικαιούχο ασφαλισμένο τον Δ. Κ. έθεσε κατ’ απομίμηση την υπογραφή του ανωτέρω ασφαλισμένου στη θέση του παραλήπτη, χωρίς την συναίνεση αυτού. Και
Παραπέμπει την υπόθεση κατά τα λοιπά για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Δεκεμβρίου 2015.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου