ΕφΑθ 4944/2015
Στρεψοδικία - Ποινή σε στρεψόδικους -.
Το Δικαστήριο, κατά τη διάταξη του άρθρου 205 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 3994/2011, αυτεπαγγέλτως με την οριστική απόφαση του, επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόμιμο αντιπρόσωπο του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο ανάλογα με την ευθύνη καθενός χρηματική ποινή από πεντακόσια (500) ευρώ έως χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ που περιέρχεται στον Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων, αν προκύψει από τη δίκη που έγινε ότι αν και το γνώριζαν 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο, ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αληθείας. Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξεως, χωρίς καμία επίδραση στο περιεχόμενο της αποφάσεως, η υποχρέωση του δικαστηρίου και όχι η διακριτική ευχέρεια αυτού, για την επιβολή χρηματικής ποινής, που περιέρχεται στο Ταμείο Νομικών, ως ασφαλιστικό φορέα των νομικών επαγγελμάτων, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή δικαιοσύνης.
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός 4944/2015
Δημοσίευση: 24-11-2015
Δικάσιμος: 2-6-2015
Αρ.Πινακ: 18
Διάδικοι: «ALFA ARIS Α.Ε» - Β.Κ.
Η Εφέτης - Δικαστής: Κασσιανή Λιάρου
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
Η υπό κρίση από 9-5-2014 (αρ. κατ. 3213/2014) έφεση της εναγομένης κατά της 88/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρα 677 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εναγομένη στις 14-4-2014, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον εφεσίβλητο 9.422 Β/14-4-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ... και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 13-5-2014, δηλαδή εντός της οριζόμενης από το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της απόφασης, (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία, (άρθρ. 533 παρ.1, 674 παρ.1 του ίδιου κώδικα).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 674 παρ. 1,681 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ προκύπτει ότι στην ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρα 678 έως 681 ΚΠολΔ) η αντέφεση μπορεί να ασκηθεί και με τις προτάσεις και ότι για το παραδεκτό αυτής αρκεί να γίνει η κατάθεση των προτάσεων, με τις οποίες ασκείται (η αντέφεση) μέχρι τη συζήτηση της έφεσης στο ακροατήριο(ΑΠ 238/2001 ΕλλΔνη 42.1598, ΑΠ 91/1996 Δ 27.807, Σ.Σαμουήλ, Η έφεση,έκδ.Δ, σελ. 196). Εξάλλου από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 522, 523 παρ. 1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η αντέφεση, όταν ασκείται με τις προτάσεις και δεν ισχύει ως αυτοτελής έφεση, πρέπει να αναφέρεται στα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση ή σε εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, δηλαδή η άσκηση της πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκηση της δεν μεταβιβάζεται στο σύνολο της η υπόθεση στο Εφετείο, αλλά μόνο κατά τα διαγραφόμενα με την έφεση όρια(ΑΠ 212/2006 ΕλλΔνη 48.1086). Διαφορετικά απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 532 ΚΠολΔ. Ως αναγκαία συνεχόμενα προς τα εκκληθέντα κεφάλαια, πρέπει να θεωρηθούν οι διατάξεις της εκκαλουμένης απόφασης, οι οποίες έχουν τέτοια συνάφεια με τις εκκληθείσες, είτε γιατί αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα, είτε γιατί πηγάζουν από την ίδια ιστορική αιτία και διαμορφώνουν ή προσδιορίζουν το περιεχόμενο εκείνων, έτσι ώστε τυχόν διάφορη επί των «συνεχόμενων» αυτών κεφαλαίων κρίση του Εφετείου από εκείνη της πρωτόδικης απόφασης να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων (ΑΠ 1094/2009, ΑΠ 139/2007 ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 28-12-2011 (με αριθμό κατάθεσης 230491/573/2011) αγωγή, που άσκησε ο ενάγων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε βάρος της εκκαλούσας - πρώτης εναγομένης και των μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, ... , ... και ... (δεύτερου τρίτου και τέταρτης εναγομένης, αντίστοιχα) ισχυρίσθηκε ότι είναι δικηγόρος, διορισμένος στο Εφετείο Αθηνών, συνδεόμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 11-4-2006 έως 27-10-2011, με την πρώτη εναγομένη, της οποίας ο δεύτερος εναγόμενος είναι νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής και οι τρίτος και τέταρτη από αυτούς ασκούν εν τοις πράγμασι τον έλεγχο και τη διεύθυνση αυτής και απολαμβάνουν τα κέρδη της, με σύμβαση άτυπης έμμισθης εντολής παροχής εξώδικων και δικαστικών νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή και ότι η εν λόγω σύμβαση καταγγέλθηκε από την εναγομένη στις 27-10-2011. Ότι η καταγγελία της σύμβασης του είναι καταχρηστική διότι έγινε από λόγους εκδίκησης στο πρόσωπο του, διότι άσκησε το δικαίωμα του για την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του και άκυρη, διότι δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση. Ότι η πρώτη εναγομένη πρέπει να υποχρεωθεί να συνεχίσει να τον απασχολεί με τους ίδιους όρους και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, τις μηνιαίες νόμιμες αποδοχές του με τα αναλογούντα επιδόματα εορτών και αδείας του χρονικού διαστήματος από 28-10-2011 έως 27-1-2013, συνολικού ποσού 27.778 ευρώ, τις οποίες σε κάθε περίπτωση του τις οφείλουν ως παροχή από το νόμο, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ.1 του Κώδικα περί Δικηγόρων. Ότι, σε περίπτωση που κριθεί η καταγγελία της σύμβασης του ως μη καταχρηστική, οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν, εις ολόκληρον, ως αποζημίωση, το ποσό των 18.613,3 ευρώ. Ότι, ακόμη και στην περίπτωση που κριθεί ότι η σύμβαση του ήταν άκυρη, υποχρεούνται οι εναγόμενοι, να του καταβάλουν τα ανωτέρω ποσά σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ότι, οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, για τα έτη 2007 - 2011, το ποσό των 112.912,595 ευρώ για οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές, το ποσό των 17.474 ευρώ ως αποζημίωση λόγω μη ληφθείσας άδειας αναψυχής και το ποσό των 6.710,280 ευρώ για ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη. Ότι σε περίπτωση που κριθεί ότι η σύμβαση του ήταν άκυρη, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν τα ανωτέρω ποσά σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ότι, επικουρικά, σε περίπτωση που κριθεί ότι δεν τελούσε σε σχέση έμμισθης εντολής με την πρώτη εναγομένη, οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, ως υπόλοιπο καταβλητέων αμοιβών, σύμφωνα με τον αναφερόμενα πίνακα, για εργασίες που εκτέλεσε , για το έτος 2006 το συνολικό ποσό των 4.384 ευρώ, για το έτος 2007 το συνολικό ποσό των 256 ευρώ, για το έτος 2008 το συνολικό ποσό των 4.192 ευρώ, για το έτος 2009 το συνολικό ποσό των 320 ευρώ, και για τα έτη 2010-2011 το συνολικό ποσό των 11.264 ευρώ και ότι από την παράνομη και καταχρηστική καταγγελία της σύμβασης του προσβλήθηκε η προσωπικότητα του ως δικηγόρου και γενικότερα ως κοινωνικού ανθρώπου για την αποκατάσταση δε της ηθικής βλάβης που υπέστη, οφείλουν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 50.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζήτησε, όπως τοαγωγικό αίτημα παραδεκτώς περιορίστηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και η οποία περιέχεται στις πρωτόδικες προτάσεις του( άρθρα 223,295 παρ.1 εδ. β και 297 ΚΠολΔ): 1) Να αναγνωριστεί ότι η σχέση που τον συνέδεε με την πρώτη εναγομένη για το χρονικό διάστημα από 11-4-2006 έως 27-10-2011 ήταν αυτή της σύμβασης έμμισθης εντολής παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αντιμισθία. 2). Να αναγνωριστεί η ακυρότητα, λόγω της καταχρηστικότητας, της από 27-10-2011 καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής που τον συνέδεε με την πρώτη εναγομένη. 3)Να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να τον απασχολεί με τους ίδιους όρους και συνθήκες ως και κατά το πρότερο χρονικό διάστημα της απασχόλησης του. 3) Να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας: α) το συνολικό ποσό των 27.778 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, άλλως ως εκ του νόμου οφειλόμενη παροχή, του χρονικού διαστήματος από 28-10-2011 έως 27-1-2013, β) το συνολικό ποσό των 112.912,595 ευρώ για δεδουλευμένες αμοιβές του, γ) το συνολικό ποσό των 17.474 ευρώ ως αποζημίωση λόγω μη ληφθείσας άδειας αναψυχής κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα της απασχόλησης του στην πρώτη εναγομένη, δ) το συνολικό ποσό των 6.710,280 ευρώ για οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές του ίδιου ανωτέρω χρονικού διαστήματος και τα ποσά αυτά, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους οφειλή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής και ε) επικουρικά το ποσό των 20.146 ευρώ για το υπόλοιπο των οφειλόμενων αμοιβών του για τις εκτελεσθείσες εργασίες κατά το χρονικό διάστημα από 11-4-2006 έως 27-10-2011, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους οφειλή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, στ) το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την καταχρηστική καταγγελία της ένδικης σύμβασης έμμισθης εντολής, με το νόμιμο τόκο από 27-10-2011, άλλως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι, κατά το άρθρο 947 ΚΠολΔ να του καταβάλουν χρηματική ποινή 100.00 ευρώ, ο δεύτερος, ο τρίτος και η τέταρτη εναγομένη και με προσωπική τους κράτηση ενός έτους, σε περίπτωση που αρνηθεί η πρώτη εναγομένη να τον απασχολεί με τους ίδιους όρους και συνθήκες ως και κατά το πρότερο χρονικό διάστημα της απασχόλησης του.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία, αφού κρίθηκε ορισμένη, εκτός του παρεπόμενου αιτήματος περί επιδίκασης τόκων από τότε που το κάθε οφειλόμενο ποσό κατέστη απαιτητό, το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, και νόμιμη, εκτός από τις ένδικες αξιώσεις τις στηριζόμενες στη σύμβαση έμμισθης εντολής, οι οποίες κρίθηκαν απορριπτέες ως μη νόμιμες ως προς τον δεύτερο, τρίτο και τέταρτη εναγομένη, ακολούθως, έγινε εν μέρει δεκτή (η αγωγή) ως κατ' ουσίαν βάσιμη κατά την επικουρική της βάση, ως προς την πρώτη εναγομένη και αναγνωρίστηκε ότι, η πρώτη εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 6.516 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεση της για τους αναφερόμενους σ' αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ώστε ν' απορριφθεί στο σύνολο της η ένδικη αγωγή. Ειδικότερα, η εκκαλούσα παραπονείται κατά το μέρος που έγινε δεκτή η ως άνω επικουρική βάση της αγωγής αλλά και επειδή το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν επέβαλε στον ενάγοντα την προβλεπόμενη από το άρθρο 205 ΚΠολΔ χρηματική ποινή, και δεν δέχθηκε το σχετικό αίτημα αυτής, επικαλούμενη ότι ο ενάγων άσκησε προφανώς αβάσιμη αγωγή, αφού, αν και γνώριζε, όντας ο ίδιος δικηγόρος, ότι ουδεμία σχέση έμμισθης εντολής τους συνέδεσε, για λόγους εκδίκησης και από εμπάθεια, για τους αναφερόμενους ειδικότερα λόγους, άσκησε την προφανώς αβάσιμη αγωγή, και διεξήγαγε τη δίκη παρελκυστικά για τους αναφερόμενους ειδικότερα λόγους. Ο ενάγων με τις από 2-6-2015 έγγραφες προτάσεις του, που κατέθεσε νομότυπα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, πριν από την έναρξη της συζήτησης της έφεσης, άσκησε αντέφεση παραπονούμενος κατά της εκκαλουμένης απόφασης, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων α) για την απόρριψη της ως άνω κύριας βάσης της αγωγής (αξιώσεις τις στηριζόμενες στη σύμβαση έμμισθης εντολής) και β) την εν μέρει αποδοχή της επικουρικής βάσης της αγωγής. Η αντέφεση αυτή, η οποία πρέπει να συνεκδικαστεί με την υπό κρίση έφεση, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ) και η οποία ως προς το πρώτο σκέλος της αφορά κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης αναγκαίως συνεχόμενο με το κεφάλαιο που πλήττεται με την κρινόμενη έφεση (με τον τελευταίο λόγο αυτής) και ως προς το δεύτερο σκέλος της αφορά κεφάλαιο της απόφασης που προσβάλλεται με την έφεση, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής.
Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψη της ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008,1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006,907). Εξάλλου η αγωγή με την οποία ζητούνται αμοιβές δικηγόρου πρέπει, κατά τα άρθρα 216 παρ.1 και 680 του ΚΠολΔ, να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 118α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και συγκεκριμένα τις διενεργηθείσες επί μέρους δικαστικές και εξώδικες πράξεις και εργασίες και γ)την οφειλόμενη για κάθε εργασία αμοιβή και το άθροισμα των αμοιβών αυτών. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, αρκεί για το ορισμένο και κατά συνέπεια το παραδεκτό της ως άνω αγωγής να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων του Κώδικα των Δικηγόρων (ΝΔ 3026/1954), στις οποίες θεμελιώνονται οι αξιούμενες επί μέρους αμοιβές (ΑΠ 374/2007, απ 595/2002 δημ. ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκείμενη περίπτωση ο ενάγων με την επικουρική βάση της αγωγής του ζήτησε την καταβολή της νόμιμης δικηγορικής αμοιβής του για εξώδικες εργασίες, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων και τις υπ' αριθμ. 120867 - ΦΕΚ Β/1964 - 30-12-2005 και 1117864/2297/Α0012-ΦΕΚ Β/2422/24-12-2007 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, εκθέτοντας στο δικόγραφο της αγωγής του τα ακόλουθα: «Στην περίπτωση που ήθελε κριθεί από το Δικαστήριό Σας ότι το ακόλουθο χρονικό διάστημα από 11-4-2006 έως 27-10-2011 δεν τελούσα σε σχέση έμμισθης εντολής με την πρώτη των εναγομένων, τότε βάσει των ως άνω άρθρων του Κώδικα Δικηγόρων και των κανονιστικών διατάξεων, όπως αυτές έχουν τύχει εφαρμογής από τα δικαστήρια, οι εναγόμενοι πρέπει εις ολόκληρον να υποχρεωθούν να μου καταβάλουν ως υπόλοιπο καταβλητέων αμοιβών μου, το σύνολο του αθροίσματος των ποσών των κατωτέρω πινάκων
ΗΜΕΡΑ ΦΥΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΞΙΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ/ΩΡΕΣ
ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ
ΚΑΤΩΤΑΤΗ ΑΜΟΙΒΗ
2006
12-Απρ-2006 έως 11-Μαι-2006 Σύμβαση Παραχώρησης Χρήσης-Μίσθωσης Ξενώνα …4,5 ω Χ 64 Ε 288 €
17-Μαί-2006 Υπόθεση αδείας λειτουργίας ξενοδοχείου (EOT) Ξενώνα … 3 ω Χ 64 4 Ε 192€
2-Ιουν-2006 Αναφορά εργασιών 2 ω Χ 64 € 128 4
4-Ιουλ-2006 Σύσκεψη για την πορεία εργασιών της εταιρείας και καταγραφή εκκρεμοτήτων 7 ω Χ 64 € 448
«17 έως 21-Ιουλ-2006 Μελέτη Καταστατικού Αποφάσεων Δ.Σ. και Γ.Σ., νομικός έλεγχος παλαιοτέρων Πρακτικών, ανασύσταση βιβλίων 40 ω Χ 64 € 2.560 4
2-Aυγ-2006 Ενημέρωση για πορεία εργασιών εταιρείας 3 ω Χ 64 €192 €
6-Νοε-2006 Επιθεώρηση πρακτικών Γ.Σ., Δ.Σ. 9 ω Χ 64 € 576 €
2007
11-Δεκ-2007 Σύμβαση ξενώνα (τροποποίηση μισθωτηρίου, 4-2-2008)4 ω Χ 64 € 256 €
2008
18-Δεκ-2007 εως 21-Φεβ-2008 κ (βλ.ΦΕΚ) Ανάληψη υπόθεσης μεταφοράς έδρας τε Χαλάνδρι, … πρακτικά σχετικών οργάνων, σύνταξη παραχωρητηρίων χρήσης -μισθωτηρίου, νομικές συμβουλές) 12 ω Χ 64 € 768 €
13 Μαϊ-2008 έως 20-Ιουν-2008 (υπογραφή Μ) Ανάληψη υπόθεσης σύστασης εταιρείας ΑLFA ARIS (ΧΜ) 6 ω Χ 64 € 1.664 €
21-Ιουν-2008 Συνάντηση με ΧΜ και συγκέντρωση εγγράφων φακέλου, διεκπεραίωση τελευταίων εκκρεμοτήτων 4,5 ω Χ 64 i 288 Ε
16-Σεπτ-2008 έως Ανάθεση λύσης εταιρείας ALFA SR-X.M. Ε.Ε., νομικές συμβουλές, σύνταξη συμφωνητικού λύσης, εκκαθάριση αμοιβών-απαιτήσεων 23 ω Χ 64 € 1.472 €
2009
13-Φεβ-2009 Κλείσιμο πρακτικών Γ.Σ., Δ.Σ. 5 ω Χ 64 € 320 €
2010-2011
23-Νοε-2010 έως 27-Οκτ-2011 Υπόθεση μη ανανέωσης ειδικού σήματος Ε.Ο.Τ. για λειτουργία Ξενώνα …, σύνταξη υπομνημάτων ενώπιον Ε.Ο.Τ. για χορήγηση αναβολών (χρέωση), λήψη αναβολών σε Πταισματοδικείο Μεγαλόπολης, με σκοπό την παύση (08-04-2011) της ποινικής δίωξης του διευθύνοντα συμβούλου …, μετάβαση (08-04-2011) στη Μεγαλόπολη και επίτευξη παύσης ποινικής δίωξης, συντονισμός αρμοδίων μηχανικών και νομικές συμβουλές σε … για την έκδοση αδειών εστιατορίου και Bar εντός του Ξενώνα, διευθέτηση ενεργειών πολεοδομικών μετατροπών για την λήψη νέου σήματος, συντονισμός εργαζομένων δια νομικών κατευθύνσεων 176 ω Χ 64 € 11.264 €
Κατά συνέπεια, οι εναγόμενοι, για το έτος 2006 (αν γίνει δεκτή η εν λόγω επικουρική βάση) μου οφείλουν εις ολόκληρον το ποσό των 4.384 ευρώ, για το έτος 2007 το ποσό των 256 ευρώ, για το έτος 2008 το ποσό των 4.192 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 320 ευρώ και τέλος για τα έτη 2010-2011 το ποσό των 11.264 ευρώ».
Με το παραπάνω περιεχόμενο η αγωγή, κατά την επικουρική της βάση, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας διότι δεν περιέχονται σ' αυτή όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητα της, κατά τις διατάξεις των άρθρων 118, 119, 216 και 680 του ΚΠολΔ στοιχεία, καθόσον ο ενάγων δεν προσδιορίζει τον εντολέα του για κάθε μία από τις αναφερόμενες πιο πάνω εξώδικες εργασίες του και δεν περιγράφει με ακρίβεια τις διενεργηθείσες από αυτόν εξώδικες πράξεις και εργασίες, η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με την αναφορά σε άλλα έγγραφα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση του δέχθηκε ως ορισμένη την επικουρική ως άνω βάση της αγωγής και ακολούθως ως εν μέρει κατ' ουσίαν βάσιμη, έσφαλε και παρά το νόμο δεν κήρυξε αυτή ως απαράδεκτη λόγω ποσοτικής αοριστίας και πρέπει η έφεση, με την οποία αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ανωτέρω πλημμέλεια, να γίνει δεκτή ως κατ' ουσίανβάσιμη, τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα με την αντέφεση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 205 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 15 παρ.2 του ν.3994/2011, το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως με την οριστική απόφαση του, επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόμιμο αντιπρόσωπο του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο ανάλογα με την ευθύνη καθενός χρηματική ποινή από πεντακόσια (500) ευρώ έως χίλια πεντακόσια (1500) ευρώ που περιέρχεται στον Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων, αν προκύψει από τη δίκη που έγινε ότι αν και το γνώριζαν 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή η παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο, ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αληθείας. Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξεως, χωρίς καμία επίδραση στο περιεχόμενο της αποφάσεως, η υποχρέωση του δικαστηρίου και όχι η διακριτική ευχέρεια αυτού, για την επιβολή χρηματικής ποινής, που περιέρχεται στο Ταμείο Νομικών, ως ασφαλιστικό φορέα των νομικών επαγγελμάτων, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή δικαιοσύνης. Η διάταξη αναφέρεται στην άσκηση προφανώς αβάσιμης αγωγής, ανταγωγής, παρεμβάσεως ή ενδίκου μέσου. Η απαρίθμηση όμως αυτή είναι ενδεικτική και πρέπει να γίνει δεκτό ότι, από το όλο πνεύμα και το σκοπό της διατάξεως, καταλαμβάνει κάθε μορφής αίτηση παροχής έννομης προστασίας. Ως προφανώς αβάσιμο, κατά την έννοια της διατάξεως, νοείται το μέσο προστασίας που ασκήθηκε, ενώ ήταν απαράδεκτο ή νομικώς ή ουσιαστικώς αβάσιμο ή ισχυρισμός που προτάθηκε ήταν αναληθής. Το καθήκον αληθείας επεκτείνεται και στην άρνηση ισχυρισμών. Για την επιβολή της ποινής απαιτείται εν γνώσει επιχείρηση των απαγορευμένων πράξεων και δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος και ακόμη περισσότερο η βαριά αμέλεια. Η απόρριψη της αγωγής ή του ενδίκου μέσου ως νόμω ή κατ’ ουσίαν αβάσιμου δεν υποδηλώνει και παράβαση της παραπάνω διάταξης. ( ΑΠ 1443/2014, ΑΠ 738/2012 δημ,ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο ενάγων είναι δικηγόρος, εγγεγραμμένος στο μητρώο μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Η πρώτη εναγομένη ήδη εκκαλούσα, ανώνυμη εταιρεία, η οποία έχει ως αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας την αγορά, πώληση, ανοικοδόμηση και εκμετάλλευση ακινήτων, την ανέγερση οικοδομών επί ιδιόκτητων ακινήτων ή επί ακινήτων ιδιοκτησίας τρίτων και την άσκηση τουριστικής και ξενοδοχειακής επιχείρησης, έχει συσταθεί από το έτος 2002, με αρχική έδρα στην Αθήνα, επί της οδού ... και από 21-1-2008 η έδρα της μεταφέρθηκε στο Χαλάνδρι Αττικής, επί της οδού ... (βλ. αρ. φύλλου 12866/24-12-2002 και 1150/25-2-2008 ΦΕΚ τ. ΑΕ και ΕΠΕ) και ανήκει σε όμιλο εταιρειών, που εκμεταλλεύονται οι μη διάδικοι στην παρούσα δίκη, δεύτερος, τρίτος και τέταρτη των εναγομένων, ... και ..., αντίστοιχα. Ειδικότερα, στον ίδιο όμιλο με την εκκαλούσα ανήκουν οι εταιρείες «ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΥΨΗΛΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ», «... ΕΠΕ», «... ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», «3 W LOGISTICS Α.Ε ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΕΙΣ - ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΕΣ - ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ» και «ASSERTIVE INTELLIGENT SERVES .... ΕΠΕ». Δυνάμει της από 3-9-2009 έγγραφης σύμβασης έμμισθης εντολής, που καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης από τις ανωτέρω εταιρείες, με την επωνυμία «ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΥΨΗΛΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ», νομίμως εκπροσωπούμενης από τον ..., ο ενάγων προσλήφθηκε με πάγια μηνιαία αντιμισθία, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην ανωτέρω εταιρεία ως δικηγόρος. Μεταξύ άλλων, με την εν λόγω σύμβαση συμφωνήθηκαν τα ακόλουθα: α) ότι ο ενάγων θα αμείβεται με μηνιαία πάγια αμοιβή ανερχόμενη στο ποσό των 3.981 ευρώ μεικτά, η οποία θα καταβάλλεται τη δεύτερη ημέρα εκάστου μηνός, αρχής γενομένης από 2-10-2009, β) η εντολέας θα βαρύνεται με την καταβολή των 2/3 των ετήσιων ασφαλιστικών εισφορών του ενάγοντος, γ) ο ενάγων θα δικαιούται όλα τα νόμιμα επιδόματα αδείας και εορτών καθώς και όλα τα επιδόματα ή τις παροχές που θα λαμβάνουν τα μονίμως απασχολούμενα από την εντολέα λοιπά στελέχη και δ) η εντολέας δικαιούται οποτεδήποτε να καταγγείλει τη σύμβαση μονομερώς, σύμφωνα όμως, με τις ισχύουσες κάθε φορά σχετικές νομοθετικές διατάξεις. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής εντολής, ο ενάγων προσέφερε τις υπηρεσίες του στην εντολέα του, μεταβαίνοντας στα γραφεία αυτής στο Χαλάνδρι Αττικής, επί της οδού ... αρχικά και ακολούθως από το έτος 2010 στο υποκατάστημα αυτής στον Ασπρόπυργο Αττικής, θέση Μελίσσια, όπου του είχε παραχωρηθεί γραφείο, ηλεκτρονικός υπολογιστής και ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, μέχρι την 27-10-2011, οπότε η εντολέας του κατήγγειλε την μεταξύ τους σύμβαση και του κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων από 11-4-2006 είχε συνεργασία με τους ανωτέρω, μη διαδίκους στην παρούσα δίκη εναγομένους, οι οποίοι ανεθεταν σ' αυτόν τη διενέργεια δικαστικών και κυρίως εξωδικαστικών νομικών υπηρεσιών, που είχαν σχέση με την επιχειρηματική δραστηριότητα της πρώτης εναγομένης - εκκαλούσας και των αναφερόμενων πιο πάνω εταιρειών του ομίλου εκμετάλλευσης αυτών, αμειβόμενος ξεχωριστά για κάθε επιμέρους εργασία. Αντίθετα, άτυπη σύμβαση έμμισθης εντολής παροχής νομικών υπηρεσιών επί παγία αντιμισθία, με την έννοια του άρθρου 63 παρ.4 και 5 του ν.δ 3026/1956, δεν αποδείχθηκε ότι καταρτίστηκε, από 11-4-2006, μεταξύ της πρώτης εναγομένης — εκκαλούσας και του ενάγοντος, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο τελευταίος, καθόσον, λόγω των συνεπειών που η σύμβαση έμμισθης εντολής επιφέρει οι συμβαλλόμενοι θα επέλεγαν την έγγραφη συμφωνία προς διασφάλιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων τους και προς αποφυγή αμφισβητήσεων. Εξάλλου, αφ' ενός μεν δεν προέκυψε ότι είχε συμφωνηθεί να καταβάλλεται στον ενάγοντα η κατώτατη προβλεπόμενη πάγια αντιμισθία, όπως αυτός ισχυρίζεται και αφ' ετέρου, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, όπως ο ίδιος ο ενάγων υποστηρίζει, ουδέποτε καταβλήθηκε σ' αυτόν πάγια μηνιαία αντιμισθία. Το ότι δεν είχε συμφωνηθεί, μεταξύ των διαδίκων να αμείβεται ο ενάγων με πάγια αντιμισθία, επιβεβαιώνεται και από τις από 23-1-2009 και 5-3-2009 έγγραφες αναφορές του ενάγοντος, οι οποίες φέρουν την μη αμφισβητούμενη από αυτόν υπογραφή του, η μεν πρώτη από τις οποίες αποτελεί αναφορά και χρέωση μέρους των διενεργηθεισών από τον ενάγοντα εργασιών κατά τους μήνες Δεκέμβριο 2008 και Ιανουάριο 2009 και η δεύτερη αποτελεί αναφορά και χρέωση μέρους των διενεργηθεισών εργασιών κατά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2009, από τις οποίες προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι ο ενάγων ζητεί να του καταβληθεί ως αμοιβή, για σύνταξη πρακτικών γενικών συνελεύσεων και νομικό έλεγχο βιβλίων Δ.Σ και Γ.Σ της εκκαλούσας, το ποσό των 300 ευρώ, για σύνταξη πρακτικών γενικών συνελεύσεων περιόδου 2004 - 2008 της εκκαλούσας το ποσο των 150 ευρώ και για σύνταξη πρακτικών διοικητικού συμβουλίου περιόδου 2004-2008 της εκκαλούσας το ποσό των 200 ευρώ, αφού αν είχε συμφωνηθεί η επικαλούμενη άτυπη σύμβαση και ο ενάγων αμειβόταν με πάγια αντιμισθία, δεν θα υπήρχε λόγος ο τελευταίος να συντάσσει τις ανωτέρω αναφορές και να ζητεί αμοιβή για συγκεκριμένες παρασχεθείσες εργασίες, ενώ αντίθετα δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε όχληση του ενάγοντος προς την εκκαλούσα, μέχρι την καταγγελία της από 2-9-2009 προαναφερθείσας σύμβασης εντολής, με πάγια αντιμισθία, περί της μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της από την επικαλούμενη, ένδικη , άτυπη σύμβαση εντολής με πάγια αντιμισθία. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου ενισχύεται, επίσης, από το ότι δεν καταβλήθηκε ποτέ στον ενάγοντα εκ μέρους της εκκαλούσας ποσοστό 2/3 της εκάστοτε ετήσιας ασφαλιστικής εισφοράς στο Ταμείο Νομικών, Προνοίας και ΤΕΑΔ, καθώς και από το ότι ο ενάγων δεν προσκόμισε για ουδεμία παράσταση του, ως πληρεξουσίου δικηγόρου της εκκαλούσας, ενώπιον των δικαστηρίων, προείσπραξη δικηγόρου με πάγια αντιμισθία (άρθρο 7 ν. 1093/1980) και δεν δήλωσε στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, την ύπαρξη πάγιας αντιμισθίας μεταξύ αυτού και της εκκαλούσας, όπως είχε υποχρέωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 63Α παρ. 8 του ν.δ 3026/1954 (Κώδικα Δικηγόρων). Με βάση όλα τα παραπάνω, κατά το χρονικό διάστημα από 11-4-2006 έως 27-10-2011, δεν υφίσταται, μεταξύ της πρώτης εναγομένης - εκκαλούσας και του ενάγοντος, σχέση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία και συνεπώς όλες οι αγωγικές αξιώσεις του τελευταίου, με βάση την ανωτέρω σχέση είναι ουσιαστικά αβάσιμες. Σύμφωνα με τα παραπάνω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε τα ίδια και απέρριψε τις αγωγικές αξιώσεις του ενάγοντος, τις στηριζόμενες στην επικαλούμενη ύπαρξη μεταξύ αυτού και της εναγομένης άτυπης σύμβασης εντολής με πάγια αντιμισθία, (κύρια βάση της αγωγής) ως ουσιαστικά αβάσιμες, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα με την αντέφεση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Έσφαλε όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως βάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον τελευταίο λόγο της έφεσης της, καθόσον δεν εφάρμοσε αυτεπαγγέλτως αλλά και κατ' αποδοχή σχετικού αιτήματος αυτής, τη διάταξη του άρθρου 205 ΚΠολΔ και δεν επέβαλε σε βάρος του ενάγοντος χρηματική ποινή, επειδή ο τελευταίος αν και γνώριζε ότι δεν καταρτίστηκε μεταξύ τους η επικαλούμενη από αυτόν άτυπη σύμβαση εντολής με πάγια αντιμισθία, άσκησε σε βάρος της την προφανώς αβάσιμη κατά την κύρια βάση της ένδικη αγωγή. Η εν γνώσει του ενάγοντος άσκηση της προφανώς αβάσιμης ένδικης αγωγής του, κατά την κύρια βάση της, προκύπτει από την ιδιότητα αυτού ως δικηγόρου. Επομένως, συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 205 ΚΠολΔ για την επιβολή σε βάρος του ενάγοντος χρηματικής ποινής, η οποία πρέπει να οριστεί στο ποσό των 1.000 ευρώ.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της η ασκηθείσα με τις προτάσεις αντέφεση του ενάγοντος, να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη και κατ' ουσία και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολο της, αναγκαίως δε και ως προς τη διάταξη της περί δικαστικών εξόδων. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί από το παρόν δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, πρέπει ν' απορριφθεί η αγωγή, κατά την κύρια βάση της, ως ουσιαστικά αβάσιμη και κατά την επικουρική αυτής βάση, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος-εφεσίβλητου, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης- εκκαλούσας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρ. 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό τους παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ' αντιμωλία των διαδίκων την από 9-5-2014 (με αριθμό κατάθεσης 3213/2014) έφεση και την ασκηθείσα με τις από 2-6-2015 προτάσεις αντέφεση του ενάγοντος κατά της 88/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.
Δέχεται τυπικά την έφεση και την αντέφεση και απορρίπτει κατ' ουσίαν την αντέφεση.
Δέχεται κατ' ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την ως άνω εκκαλούμενη απόφαση.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 28-12-2011 ( με αριθμό κατάθεσης 230491/573/2011) αγωγής.
Απορρίπτει την αγωγή.
Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντος - εφεσίβλητου χρηματική ποινή ποσού χιλίων (1000) ευρώ, η οποία θα περιέλθει στον Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων.
Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντος-εφεσιβλήτου τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης-εκκαλούσας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζειστοποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.
Κρίθηκε κλπ.
Η Δικαστής
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου