Πότε το έννομο συμφέρον δεν υφίσταται για το νομικό πρόσωπο των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας από το γεγονός ότι σε μεταξύ τρίτων δίκη έχει ανακύψει ζήτημα που ενδέχεται να επηρεάσει τα συμφέροντα των μελών του, ούτε δικαιολογείται η άσκηση πρόσθετης παρέμβασης από Δικηγορικό Σύλλογο με θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του


Απόσπασμα της Αποφάσεως ως περίληψη και πιο κάτω ακολουθεί ολόκληρη η απόφαση :
 


Από την διάταξη του άρθ. 80 ΚΠολΔ που ορίζει ότι, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, δικαιούται, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, άρα το πρώτον και ενώπιον του Αρείου Πάγου, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει τον διάδικο αυτόν, σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθ. 68 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, προκύπτει ότι αναγκαία διαδικαστική προϋπόθεση για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη αμέσου εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Υφίσταται τέτοιο έννομο συμφέρον προς παρέμβαση, όταν με αυτήν μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης.
Πρέπει, όμως, ο παρεμβαίνων τόσο ως προς το δικαίωμά του όσο και ως προς την δημιουργία σε βάρος του υποχρέωσης να απειλείται από την δεσμευτικότητα, την εκτελεστότητα ή ανάλογα από τις αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης που θα εκδοθεί. Έτσι, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, δεν αρκεί ότι σε μεταξύ άλλων εκκρεμή δίκη πρόκειται να λυθεί νομικό θέμα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υπάρχει ή πρόκειται να προκύψει σε μελλοντική δίκη αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου συναφής διαφορά, αλλ' απαιτείται η έκβαση της δίκης, στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος τα έννομα συμφέροντά του.
Επομένως, τέτοιο έννομο συμφέρον δεν υφίσταται για το νομικό πρόσωπο των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας από το γεγονός ότι σε μεταξύ τρίτων δίκη έχει ανακύψει ζήτημα που ενδέχεται να επηρεάσει τα συμφέροντα των μελών του, ούτε δικαιολογείται η άσκηση πρόσθετης παρέμβασης από Δικηγορικό Σύλλογο με θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του στο (εφαρμοστέο στην προκειμένη περίπτωση ως εκ του κρισίμου χρόνου άσκησης της ένδικης πρόσθετης παρέμβασης) άρθ. 199 του κυρωθέντος με το ν.δ. 3026/1954 Κώδικα Δικηγόρων, με τις διατάξεις του οποίου ορίζεται ότι στους Δικηγορικούς Συλλόγους και τα Διοικητικά Συμβούλια αυτών ανήκουν (α) η μέριμνα για την ενγένει αξιοπρέπεια των δικηγόρων και την απονομή σ' αυτούς από κάθε αρχή, κατά την ενάσκηση του λειτουργήματός του, του οφειλομένου σεβασμού (β) η υποβολή προτάσεων και γνωμών που αφορούν στην βελτίωση της νομοθεσίας και στην ερμηνεία και εφαρμογή της (γ) η διατύπωση παρατηρήσεων και κρίσεων ως προς την απονομή της δικαιοσύνης και (δ) η συζήτηση και η απόφαση για κάθε ζήτημα που ενδιαφέρει το Δικηγορικό Σώμα ή τα μέλη του Συλλόγου ατομικά ή ως επαγγελματική τάξη και για κάθε γενικότερο ζήτημα εθνικού ή κοινωνικού περιεχομένου.
Με τις διατάξεις αυτές αφενός μεν θεσπίζεται σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο γενική υποχρέωση των Δικηγορικών Συλλόγων να λαμβάνουν εξασφαλιστικά μέτρα για την διαφύλαξη του σεβασμού και της αξιοπρέπειας των μελών τους, που αρμόζουν στην φύση του λειτουργήματος που επιτελούν, καθώς και μέτρα προώθησης των επαγγελματικών συμφερόντων τους, αφετέρου δε στο επίπεδο των σχέσεών τους με την Πολιτεία αναγνωρίζεται μεν γενικό δικαίωμα υποβολής προτάσεων και γνωμών και διατύπωσης παρατηρήσεων για τα παραπάνω θέματα που αφορούν την βελτίωση κ.λπ. της νομοθεσίας και της απονομής της δικαιοσύνης (από την οποία εξυπηρετούνται και διευκολύνονται τα μέλη τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους), δεν παρέχεται, όμως, ευθέως και αμέσως το ειδικότερο δικαίωμα των Δικηγορικών Συλλόγων ν' ασκούν πρόσθετη παρέμβαση σε εκκρεμή δίκη, με διαδίκους τρίτους ή και κάποια από τα μέλη τους, για συναφή ζητήματα, αλλά ούτε και έμμεσα, από την αναφορά στις ως άνω διατάξεις σε ζητήματα που αφορούν τα μέλη του συλλόγου ως τέτοια ή ως επαγγελματική τάξη, μπορεί να θεμελιωθεί στο γενικό αυτό δικαίωμα έννομο συμφέρον τους, κατά την προαναφερθείσα έννοια, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης (ΟλΑΠ 11/2011, 4/2009, 14/2008).
πηγη : areiospagos.gr
Απόφαση 143 / 2014    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 143/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
A'. Των αναιρεσειόντων - ανακοινωνώντων τη δίκη με προσεπίκληση - υπερών η πρόσθετη παρέμβαση: 1) Ε. χας Μ. Μ., το γένος Δ. Μ., κατοίκου ... 2) Δ. Μ. Μ., συζ. Ε. Φ., κατοίκου ... και 3) Κ. Μ. του Μ., κατοίκου ... Οι 1η και 3ος των αναιρεσειόντων εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Δέσποινα Λωλίδου - Παγίδα και Ευάγγελο Φριλίγγο, ενώ η 2η παραστάθηκε με τους ίδιους πληρεξούσιους δικηγόρους της.
Της αναιρεσίβλητης - καθής η πρόσθετη παρέμβαση: Χ. Ψ. του Σ., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ζαφείρη.
Του προσθέτως παρεμβαίνοντος: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ", που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Βρέλλο.
Των προς ανακοίνωση τη δίκη με προσεπίκληση προς άσκηση πρόσθετης παρέμβασης: 1) ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ", που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα.
B'. Της αναιρεσείουσας - καθής η πρόσθετη παρέμβαση: Χ. Ψ. του Σ., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ζαφείρη.
Των αναιρεσιβλήτων - υπερών η πρόσθετη παρέμβαση: 1) Ε. χας Μ. Μ., το γένος Δ. Μ., κατοίκου ... 2) Δ. Μ. Μ., συζ. Ε. Φ., κατοίκου ... και 3) Κ. Μ. του Μ., κατοίκου ... Οι 1η και 3ος των αναιρεσιβλήτων εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Δέσποινα Λωλίδου - Παγίδα και Ευάγγελο Φριλίγγο, ενώ η 2η παραστάθηκε με τους ίδιους πληρεξούσιους δικηγόρους της.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-11-2009 αγωγή της Χ. Ψ. του Σ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5804/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 276/2012 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν: α) οι υπό στοιχείο Α' αναιρεσείοντες με την από 20-6-2012 αίτησή τους και την από 15-2-2013 ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση προς άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, με τις δε από 14-10-2013 προτάσεις τους ζητούν την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, β) η υπό στοιχείο Β' αναιρεσείουσα με την από 25-7-2012 αίτησή της και τους από 3-1-2013 πρόσθετους λόγους αυτής και γ) το ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ" με την από 11-7-2013 πρόσθετη παρέμβασή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Πάσσος διάβασε την από 28-1-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης {όσον αφορά την από 20-6-2012 (υπό στοιχείο Α') αίτηση}, καθώς και την από 22-1-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή των με στοιχ. Α και Γβ κύριων λόγων αναίρεσης, καθώς και των 1ου, 2ου, 3ου, 4ου, 7ου και 8ου πρόσθετων λόγων και την απόρριψη των λοιπών κύριων και πρόσθετων λόγων αναίρεσης {όσον αφορά την από 25-7-2012 (υπό στοιχείο Β') αίτηση}.
Οι πληρεξούσιοι των υπό στοιχείο Α' αναιρεσειόντων δήλωσαν ότι παραιτούνται από το δικόγραφο της ανακοίνωσης δίκης με προσεπίκληση για πρόσθετη παρέμβαση, ζήτησαν την παραδοχή της αίτησής τους και την απόρριψη της αίτησης της αντιδίκου, την παραδοχή της πρόσθετης παρέμβασης και την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ο πληρεξούσιος του προσθέτως παρεμβαίνοντος ζήτησε την παραδοχή της (υπό στοιχείο Α') αίτησης και της πρόσθετης παρέμβασης, την απόρριψη της αίτησης της αντιδίκου και την παραπομπή της υπόθεσης στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ο πληρεξούσιος της υπό στοιχείο Β' αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησής του και την απόρριψη της αίτησης των αντιδίκων, του αιτήματος επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και της πρόσθετης παρέμβασης, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατ' αυτεπάγγελτη εφαρμογή του άρθ. 246 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη κατ' άρθ. 573 § 1 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να συνεκδικασθούν, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου με τον τρόπο αυτόν διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων, οι συζητηθείσες κατά την αναφερομένη στην αρχή της απόφασης αυτής δικάσιμο (15-10-2013) ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (Α) από 20-6-2012 αίτηση των Ε. Μ., Δ. Μ. και Κ. Μ. κατά Χ. Ψ. (πιν. 16) και (Β) από 25-7-2012 αίτηση και οι επ' αυτής από 3-1-2013 (παραδεκτά ασκηθέντες κατ' άρθ. 569 § 2 ΚΠολΔ, με αριθ. ..., ... και .../3-1-2013 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών … με τις στην συνέχεια αυτών υπό την αυτή ημερομηνία αποδείξεις παραλαβής δικογράφου του αρμοδίου αστυνομικού υπαλλήλου και από 4-1-2013 αντίστοιχες αποδείξεις του αρμοδίου ταχυδρομικού υπαλλήλου) πρόσθετοι λόγοι (πιν. 19) της Χ. Ψ. κατά των Ε. Μ. κ.λπ., για αναίρεση της 276/2012 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, καθώς και η από 11-7-2013 πρόσθετη παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς υπέρ των αναιρεσειόντων στην με στοιχ. Α' αίτηση και αναιρεσιβλήτων στην με στοιχ. Β' (και κατά της αναιρεσίβλητης στην με στοιχ. Α' και αναιρεσείουσας στην με στοιχ. Β'), της οποίας, άλλωστε, δεν είναι δικονομικά δυνατή η χωριστή εκδίκαση.
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθ. 294, 295 § 1, 297, 299 και 573 § 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η παραίτηση από το δικόγραφο της προσεπίκλησης και ανακοίνωσης δίκης, που μπορεί να γίνει πριν από την προφορική συζήτηση της υπόθεσης, και με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, είτε από τον ίδιο τον διάδικο είτε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που αρκεί να έχει γενική πληρεξουσιότητα (άρθ. 94 § 1, 96 § 1, 97, 98 ΚΠολΔ), έχει ως συνέπεια ότι η προσεπίκληση με την ανακοίνωση δίκης θεωρούνται ότι δεν ασκήθηκαν. Στην προκειμένη περίπτωση, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης κατά την αναφερομένη στην αρχή της απόφασης αυτής δικάσιμο, οι αναιρεσείοντες, παριστάμενοι η 2η μετά των αναφερομένων στα πρακτικά πληρεξουσίων δικηγόρων και οι λοιποί (1η και 3ος) διά των αυτών δικηγόρων, εχόντων γενική πληρεξουσιότητα, με καταχωρισθείσα στα πρακτικά δήλωση αυτών παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της από 15-2-2013 ανακοίνωσης με προσεπίκληση δίκης που άσκησαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προς τους Δικηγορικούς Συλλόγους Αθηνών και Πειραιώς (ΝΠΔΔ), καλούντες αυτούς να παρέμβουν προσθέτως υπέρ αυτών και κατά της αναιρεσίβλητης, και επομένως πρέπει να θεωρηθούν ότι δεν ασκήθηκαν.

ΙΙΙ. Από την διάταξη του άρθ. 80 ΚΠολΔ που ορίζει ότι, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, δικαιούται, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, άρα το πρώτον και ενώπιον του Αρείου Πάγου, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει τον διάδικο αυτόν, σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθ. 68 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, προκύπτει ότι αναγκαία διαδικαστική προϋπόθεση για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη αμέσου εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Υφίσταται τέτοιο έννομο συμφέρον προς παρέμβαση, όταν με αυτήν μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης. Πρέπει, όμως, ο παρεμβαίνων τόσο ως προς το δικαίωμά του όσο και ως προς την δημιουργία σε βάρος του υποχρέωσης να απειλείται από την δεσμευτικότητα, την εκτελεστότητα ή ανάλογα από τις αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης που θα εκδοθεί. Έτσι, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, δεν αρκεί ότι σε μεταξύ άλλων εκκρεμή δίκη πρόκειται να λυθεί νομικό θέμα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υπάρχει ή πρόκειται να προκύψει σε μελλοντική δίκη αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου συναφής διαφορά, αλλ' απαιτείται η έκβαση της δίκης, στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος τα έννομα συμφέροντά του. Επομένως, τέτοιο έννομο συμφέρον δεν υφίσταται για το νομικό πρόσωπο των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας από το γεγονός ότι σε μεταξύ τρίτων δίκη έχει ανακύψει ζήτημα που ενδέχεται να επηρεάσει τα συμφέροντα των μελών του, ούτε δικαιολογείται η άσκηση πρόσθετης παρέμβασης από Δικηγορικό Σύλλογο με θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του στο (εφαρμοστέο στην προκειμένη περίπτωση ως εκ του κρισίμου χρόνου άσκησης της ένδικης πρόσθετης παρέμβασης) άρθ. 199 του κυρωθέντος με το ν.δ. 3026/1954 Κώδικα Δικηγόρων, με τις διατάξεις του οποίου ορίζεται ότι στους Δικηγορικούς Συλλόγους και τα Διοικητικά Συμβούλια αυτών ανήκουν (α) η μέριμνα για την ενγένει αξιοπρέπεια των δικηγόρων και την απονομή σ' αυτούς από κάθε αρχή, κατά την ενάσκηση του λειτουργήματός του, του οφειλομένου σεβασμού (β) η υποβολή προτάσεων και γνωμών που αφορούν στην βελτίωση της νομοθεσίας και στην ερμηνεία και εφαρμογή της (γ) η διατύπωση παρατηρήσεων και κρίσεων ως προς την απονομή της δικαιοσύνης και (δ) η συζήτηση και η απόφαση για κάθε ζήτημα που ενδιαφέρει το Δικηγορικό Σώμα ή τα μέλη του Συλλόγου ατομικά ή ως επαγγελματική τάξη και για κάθε γενικότερο ζήτημα εθνικού ή κοινωνικού περιεχομένου. Με τις διατάξεις αυτές αφενός μεν θεσπίζεται σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο γενική υποχρέωση των Δικηγορικών Συλλόγων να λαμβάνουν εξασφαλιστικά μέτρα για την διαφύλαξη του σεβασμού και της αξιοπρέπειας των μελών τους, που αρμόζουν στην φύση του λειτουργήματος που επιτελούν, καθώς και μέτρα προώθησης των επαγγελματικών συμφερόντων τους, αφετέρου δε στο επίπεδο των σχέσεών τους με την Πολιτεία αναγνωρίζεται μεν γενικό δικαίωμα υποβολής προτάσεων και γνωμών και διατύπωσης παρατηρήσεων για τα παραπάνω θέματα που αφορούν την βελτίωση κ.λπ. της νομοθεσίας και της απονομής της δικαιοσύνης (από την οποία εξυπηρετούνται και διευκολύνονται τα μέλη τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους), δεν παρέχεται, όμως, ευθέως και αμέσως το ειδικότερο δικαίωμα των Δικηγορικών Συλλόγων ν' ασκούν πρόσθετη παρέμβαση σε εκκρεμή δίκη, με διαδίκους τρίτους ή και κάποια από τα μέλη τους, για συναφή ζητήματα, αλλά ούτε και έμμεσα, από την αναφορά στις ως άνω διατάξεις σε ζητήματα που αφορούν τα μέλη του συλλόγου ως τέτοια ή ως επαγγελματική τάξη, μπορεί να θεμελιωθεί στο γενικό αυτό δικαίωμα έννομο συμφέρον τους, κατά την προαναφερθείσα έννοια, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης (ΟλΑΠ 11/2011, 4/2009, 14/2008). Στην προκειμένη περίπτωση ο Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς άσκησε παραδεκτά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 11-7-2013 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των Ε. Μ. κ.λπ. ως αναιρεσειόντων στην με στοιχ. Α' υπόθεση αλλά και ως αναιρεσιβλήτων στην με στοιχ. Β' και κατά της Χ. Ψ. ως αναιρεσίβλητης και αναιρεσείουσας αντίστοιχα (κατατεθείσα στην γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 11-7-2013 και επιδοθείσα και στην καθής την 12-7-2013), ισχυριζόμενος ότι με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων έχει άμεσο ηθικό έννομο συμφέρον: (1) Να γίνει δεκτή η με στοιχ. Α' αίτηση αναίρεσης (των Ελ. Μ. κ.λπ.), κατά τον συναφή λόγο της, ειδικότερα δε ότι (α) με την αναιρεσιβαλλομένη 276/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, εκδοθείσα επί αγωγής της καθής η παρέμβαση - αναιρεσίβλητης, δικηγόρου Αθηνών, με αντικείμενο την καταβολή από τους υπερών η παρέμβαση -αναιρεσείοντες της οφειλομένης αμοιβής της για τις ενέργειές της, με βάση μεταξύ τους σύμβαση, σχετικές με τον καθορισμό αποζημίωσης για απαλλοτριουμένη ιδιοκτησία τους (και άλλα συναφή ζητήματα), έγινε εσφαλμένα δεκτό ότι η άρση της απαλλοτρίωσης αυτής με απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, λόγω μη καταβολής εντός 18 μηνών της καθορισθείσης αποζημίωσης στους υπερών η παρέμβαση, προκλήθηκε απ' αυτούς, δηλ. με την βούλησή τους και όχι ακούσια με μόνη την βούληση της Διοίκησης, και ότι επομένως οφείλεται η αμοιβή της καθής, ενώ η απαλλοτρίωση ήρθη αυτοδίκαια κατ' επιταγή των οικείων συνταγματικών και άλλων διατάξεων και όχι λόγω ενεργειών των υπερών, οι οποίοι απλά επέσπευσαν την εκπλήρωση της υποχρέωσης της Διοίκησης για την έκδοση της ως άνω πράξης (β) η εσφαλμένη αυτή κρίση του δικαστηρίου (δηλ. ότι οι υπερών οφείλουν αμοιβή στην καθής ακόμη και στην περίπτωση της αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης) παρέχει την δυνατότητα στους παρισταμένους στις σχετικές δίκες δικηγόρους, αντί να στρέφονται κατά του φορέα που κήρυξε την απαλλοτρίωση για να εισπράξουν την αμοιβή τους, να στρέφονται κατά του εντολέα τους, ο οποίος, ενώ δεν θα έχει, ούτε θα μπορέσει να εισπράξει κάποιο ποσό αποζημίωσης, χωρίς υπαιτιότητά του, θα καλείται ταυτόχρονα να καταβάλει στον παραστάντα δικηγόρο του αμοιβή, που δεν θα όφειλε σε περίπτωση ομαλής εξέλιξης της υπόθεσης, αφού υπόχρεη για την καταβολή της θα ήταν η Διοίκηση (γ) με τον τρόπο αυτόν η προσβαλλομένη απόφαση δημιουργεί στο κοινωνικό σύνολο ιδιαίτερα αρνητική εντύπωση για τον ρόλο του δικηγόρου στην απαλλοτριωτική δίκη, καθόσον κλονίζει το αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης που πρέπει να έχει ο πολίτης προς τον δικαστικό συμπαραστάτη του, αφού μετατρέπει αυτόν σε αντίδικο του εντολέα του για την είσπραξη της αμοιβής του (2) Ν' απορριφθούν οι πρώτος κύριος, 1ος, 2ος, 3ος και 4ος πρόσθετοι λόγοι της καθής η παρέμβαση δικηγόρου Χ. Ψ., με στοιχ. Β' υπόθεση, ειδικότερα δε ότι (α) με τους λόγους αυτούς αναίρεσης της καθής προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του, κρίνοντας επί της ένδικης αγωγής αυτής, με την οποία, επικαλουμένη ότι οι υπέρ ων η παρέμβαση με το από 1-6-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό της ανέθεσαν και αυτή ανέλαβε να ενεργήσει ό,τι ήταν απαραίτητο για τον καθορισμό (προσωρινής και οριστικής) αποζημίωσης για απαλλοτριουμένη ιδιοκτησία τους έναντι αμοιβής ποσοστού 6% επί του ποσού της οριστικά καθορισθησομένης συνολικής αποζημίωσης και ότι σε εκτέλεση της εντολής αυτής υπέβαλε σχετικές αιτήσεις στα αρμόδια δικαστήρια και εκδόθηκαν αντίστοιχες αποφάσεις, ζήτησε να υποχρεωθούν οι υπέρ ων η πρόσθετη παρέμβαση να της καταβάλουν, κατά την κύρια βάση της αγωγής, τα εκεί ποσά ως αμοιβή της υπολογιζομένη σύμφωνα με το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό σε ποσοστό 6% επί του συνολικού ποσού της αποζημίωσης, εσφαλμένα υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά της κύριας βάσης της αγωγής στις διατάξεις περί εργολαβίας δίκης (άρθ. 92 §§ 4 και 5 Κώδικα περί Δικηγόρων), με αποτέλεσμα να κρίνει ως αόριστη την αγωγή κατά την ως άνω βάση της (λόγω μη εμπρόθεσμης κατάθεσης του συμφωνητικού αυτού στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο και μη αναφοράς σ' αυτήν ότι σε περίπτωση αποτυχίας η καθής δεν δικαιούται αμοιβή), ενώ, κατά τους λόγους αυτούς αναίρεσης, η αγωγή ήταν ορισμένη, διότι επρόκειτο για καθαρά σύμβαση εντολής (καθόσον ως χρόνος καταβολής της αμοιβής της ορίσθηκε ο χρόνος έκδοσης της απόφασης του Εφετείου Αθηνών για τον καθορισμό οριστικής αποζημίωσης, της αμοιβής αυτής μη εξαρτηθείσης από την καταβολή της αποζημίωσης εκ μέρους των υποχρέων) (β) η επίλυση του θέματος που τίθεται με τους ως άνω λόγους αναίρεσης, δηλ. εάν το από 1-6-2003 συμφωνητικό αποτελεί ή όχι εργολαβικό δίκης, είναι κρίσιμο για την αντιμετώπιση από τον παρεμβαίνοντα Σύλλογο ομοίου περιεχομένου συμφωνητικών και επηρεάζει άμεσα την καθημερινή λειτουργία του και τις σχέσεις αυτού με τα μέλη του, καθόσον, εάν μία σύμβαση χαρακτηρισθεί εργολαβία δίκης με αντικείμενο αποζημίωση από απαλλοτρίωση, το μέλος του Συλλόγου (αα) είναι υποχρεωμένο να συντάξει και υπογράψει με τον εντολέα του εργολαβικό με βάση σχέδιο θεωρημένο από τον Σύλλογο και να το καταθέσει σ' αυτόν εμπρόθεσμα, διαφορετικά διαπράττει πειθαρχικό αδίκημα (ββ) υπέχει οικονομικές υποχρεώσεις έναντι του Συλλόγου, ο οποίος δικαιούται να παρακρατήσει ποσοστό από την αμοιβή αυτή με σύσταση ιδίου Λογαριασμού προς διανομή των ούτω παρακρατουμένων ποσών στα μέλη του, όπως όλα τα παραπάνω ορίζονται από τις διατάξεις των άρθ.161 §§ 6 και 7 του Κώδικα Δικηγόρων, 9 §§ 1 και 1α ν. 1093/1980, ΥΑ 844/1990 και 144320/1996. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, οι ισχυρισμοί αυτοί του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς δεν θεμελιώνουν άμεσο ίδιο έννομο συμφέρον αυτού για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης στην δίκη αυτήν, αφού η έκβασή της δεν μπορεί να θίξει με την δεσμευτικότητα, την εκτελεστότητα ή με αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης που θα εκδοθεί δικαίωμά του και γενικότερα να επηρεάσει δυσμενώς με οποιονδήποτε τρόπο τη νομική του θέση (βλ. και ΟλΑΠ 11/2011), το οποίο (έννομο συμφέρον), σημειώνεται, πρέπει να υφίσταται όχι μόνο κατά την συζήτηση αλλά και κατά την ως άνω άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης. Πρέπει, επομένως, ν' απορριφθεί ως απαράδεκτη η πρόσθετη αυτή παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, και κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα (άρθ. 73 ΚΠολΔ), και να καταδικασθεί ο προσθέτως παρεμβαίνων στα δικαστικά έξοδα της καθής η πρόσθετη παρέμβαση (αναιρεσίβλητης - αναιρεσείουσας), η οποία κατέθεσε ιδιαίτερες προτάσεις προς άμυνα κατ' αυτής.

ΙV. Επί της από 20-6-2012 αίτησης των Ε. Μ. κ.λπ. (αριθ. πιν. 16, υπόθεση με στοιχ. Α').
i. Κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο ως άνω λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά τα γενόμενα δεκτά με την απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν αυτός δεν εφαρμοσθεί, μολονότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Ο λόγος αυτός αναίρεσης για παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται και όταν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στον συγκεκριμένο κανόνα δικαίου αρκέσθηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα εκείνων που ο κανόνας αυτός απαιτεί για την γένεση του δικαιώματος (νομική αοριστία). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του αριθ. 9 του ίδιου άρθρου αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε. Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα, σύμφωνα με την διάταξη του άρθ. 522 ΚΠολΔ με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο Εφετείο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, δηλ. κατά την έννοια της διάταξης αυτής μόνο κατά τα προσβαλλόμενα "κεφάλαια", θεωρείται δε "κεφάλαιο" η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στα πλαίσια της αυτής διαφοράς) και εκκρεμοδικία, για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης. Από τον συνδυασμό της διάταξης αυτής με τις διατάξεις των άρθ. 533, 535 και 536 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, εάν αγωγή ερειδομένη σε πλείονες βάσεις, κύρια και επικουρική, απορριφθεί ως προς όλες με την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και ο ενάγων ασκήσει κατ' αυτής έφεση, πλήττοντάς την στο σύνολό της (α) το Εφετείο, παρότι ο εκκαλών παραπονείται με την έφεση για την απόρριψη της αγωγής του ως ουσιαστικά αβάσιμης, μπορεί να κρίνει, κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα και χωρίς ειδικό παράπονο, ότι η αγωγή (κατά μία από τις σωρευόμενες βάσεις της) είναι αόριστη, μη νόμιμη κ.λπ. και, αφού εξαφανίσει την εκκληθείσα απόφαση, ν' απορρίψει την αγωγή κατά την βάση της αυτή (β) στην συνέχεια, έχοντας ως εκ του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης την εξουσία που είχε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, υποχρεούται να ερευνήσει και την επίσης απορριφθείσα επικουρική βάση της αγωγής, εφόσον με την έφεση πλήττεται η πρωτόδικη απόφαση και κατά το κεφάλαιο τούτο, εάν δε αυτή γίνει ενόλω ή ενμέρει δεκτή από το Εφετείο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν υποπίπτει στην ως άνω αναιρετική πλημμέλεια της επιδίκασης μη αιτηθέντος. Εξάλλου, κατά το άρθ. 91 § 1 του κυρωθέντος με το ν.δ. 3026/1954 Κώδικα περί Δικηγόρων ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, εκτός από τις δαπάνες, και αμοιβή για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη. Σύμφωνα με το άρθ. 92 §§ 1, 3 - 5 του ίδιου Κώδικα, όπως ίσχυε, ως εκ του εδώ κρισίμου χρόνου, πριν την τροποποίησή του με το άρθ. 16 § 7 ν. 3472/2006 (1) η αμοιβή του δικηγόρου κανονίζεται με συμφωνία αυτού και του εντολέα του, που περιλαμβάνει είτε την όλη διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης, είτε μέρος ή κατ' ιδίαν πράξεις αυτής, ή κάθε άλλης φύσεως νομικές εργασίες κ.λπ. (2) (α) επιτρέπεται συμφωνία που εξαρτά την αμοιβή ή το είδος αυτής από την έκβαση της δίκης ή του αποτελέσματος ή από οποιαδήποτε άλλη αίρεση, όπως και συμφωνία για αμοιβή με εκχώρηση ή μεταβίβαση μέρους του αντικειμένου της δίκης ή της εργασίας (εργολαβία δίκης), η συμφωνία, όμως, αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% του αντικειμένου της δίκης (β) προκειμένου περί συμφωνίας, κατά την οποία η αμοιβή εξαρτάται από την έκβαση της δίκης (δηλ. περί εργολαβίας δίκης) που αφορά απαιτήσεις γενικά υπαλλήλων κ.λπ. από εργασιακή σύμβαση η σχετική σύμβαση πρέπει να καταρτίζεται εγγράφως και να γνωστοποιείται στον Δικηγορικό Σύλλογο, του οποίου είναι μέλος ο δικηγόρος, με την προσκομιδή αντιγράφου, εις διπλούν, του εγγράφου της σύμβασης στα γραφεία του οικείου Συλλόγου, μέσα σε προθεσμία 20 ημερών από την κατάρτιση της σύμβασης, εάν δε η προθεσμία αυτή παρέλθει η σύμβαση θεωρείται εξαρχής άκυρη (γ) η παραπάνω συμφωνία που εξαρτά την αμοιβή από την έκβαση της δίκης (εργολαβία δίκης), τότε μόνο ισχύει, όταν ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξαγάγει την δίκη μέχρι τελεσιδικίας, χωρίς σε περίπτωση αποτυχίας να λάβει κάποια αμοιβή. Τέλος, σύμφωνα με το άρθ. 98 του ίδιου Κώδικα σε περίπτωση έλλειψης ειδικής συμφωνίας το ελάχιστο ποσό της αμοιβής του δικηγόρου ορίζεται κατά τις διατάξεις των επομένων άρθρων (99 επ), αυξανόμενο κατά την κρίση του δικαστηρίου ανάλογα με την επιστημονική εργασία κ.λπ. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθ. 161 §§ 6 και 7 του αυτού Κώδικα και 9 ν. 1093/1980 συνάγονται τα εξής: (Α) Για την εγκυρότητα της σύμβασης περί εργολαβίας δίκης, και όταν αυτή αφορά τον καθορισμό τιμής μονάδας αποζημίωσης απαλλοτριουμένου ακινήτου, απαιτείται η έγγραφη κατάρτιση της σύμβασης μεταξύ του εντολέα και του δικηγόρου του και η εμπρόθεσμη αναγγελία αυτής στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, ως συστατικοί τύποι, καθώς και η εκ μέρους του δικηγόρου ρητή ανάληψη της υποχρέωσης διεξαγωγής της δίκης μέχρι τελεσιδικίας και χωρίς, σε περίπτωση αποτυχίας, να λάβει αμοιβή, τα στοιχεία δε αυτά αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο της σχετικής αγωγής για να είναι αυτή ορισμένη κατ' άρθ. 216 § 1 ΚΠολΔ (άρθ.158, 159, 174, 180 ΑΚ, ΟλΑΠ 27/2008). (Β) Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, η αμοιβή του δικηγόρου κανονίζεται με συμφωνία αυτού και του εντολέα του, η οποία μπορεί να αφορά μία μόνο κατ' ιδίαν πράξη ή το σύνολο των πράξεων που αφορούν συγκεκριμένη υπόθεση και η οποία δεν είναι απαραίτητο να καταρτίζεται εγγράφως, πλην των ως άνω εξαιρέσεων, σε κάθε δε περίπτωση, και εάν δηλ. δεν καταρτίσθηκε συμφωνία για την αμοιβή, ο δικηγόρος δικαιούται ως αμοιβή τα ελάχιστα όρια αυτής που ορίζονται στα άρθ. 98 επ. του Κώδικα περί Δικηγόρων. Η σύμβαση μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του, με την οποία ο δεύτερος αναθέτει στον πρώτο τον δικαστικό ή εξώδικο χειρισμό μιας υπόθεσής του και αναλαμβάνει την υποχρέωση να του καταβάλει για το σύνολο των ενεργειών του ορισμένη αμοιβή, είναι καθαρά και δεν τελεί υπό την αίρεση της επιτυχούς έκβασης της δίκης (άρθ. 92 §§ 3, 4 και 5 του ως άνω Κώδικα). Για να είναι ορισμένη η αγωγή αυτή, με την οποία ο δικηγόρος ζητεί την επιδίκαση της αμοιβής που συμφωνήθηκε με τον εντολέα του για δικαστικές (ή εξώδικες) ενέργειες, μετά την εκτέλεση αυτών, αρκεί να μνημονεύονται (α) η συμφωνία περί εντολής και το ύψος της αμοιβής και (β) η εκτέλεση της εντολής αυτής με την ενέργεια των αναγκαίων για την διεκπεραίωση της ανατεθείσας υπόθεσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων, και δεν απαιτείται ν' αναφέρεται ότι ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξαγάγει την δίκη μέχρι τελεσιδικίας και ότι σε περίπτωση αποτυχίας δεν δικαιούται αμοιβή, ούτε ότι η τυχόν εγγράφως καταρτισθείσα σύμβαση κατατέθηκε, εντός μάλιστα ορισμένης προθεσμίας, στον οικείο δικηγορικό σύλλογο, αφού, όπως προαναφέρθηκε, τα στοιχεία αυτά είναι αναγκαία μόνο στην αγωγή που ερείδεται στην συμφωνία περί εργολαβίας δίκης (πρβλ.ΑΠ 374/2007, 57/2005). Εάν δεν έχει συμφωνηθεί ορισμένη αμοιβή και κατά συνέπεια οφείλονται τα οριζόμενα από τον Κώδικα ελάχιστα όρια, για τη νομική πληρότητα της σχετικής αγωγής αρκεί η αναφορά της αξίας του αντικειμένου της δίκης κ.λπ. Ειδικότερα, προκειμένου περί αιτήσεως προσδιορισμού αποζημίωσης απαλλοτριουμένου ακινήτου κ.λπ., αν δεν υπάρχει ειδική συμφωνία για την αμοιβή, και λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως συνάγεται από την διάταξη του άρθ. 18 § 4 εδ. ε' του κυρωθέντος με το ν. 2882/2001 Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ΚΑΑΑ), οι διαδικασίες για τον προσωρινό και οριστικό προσδιορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης αφορούν την διερεύνηση μίας και της αυτής διαφοράς, από τις διατάξεις των άρθ. 99, 100 § 1, 103, 107, 110 114 § 5 του ως άνω Κώδικα περί Δικηγόρων, προκύπτει ότι ο παραστάς και στις δύο διαδικασίες δικηγόρος του αιτούντος τον καθορισμό αποζημίωσης, δικαιούται συνολική αμοιβή από τον εντολέα του, που ανέρχεται σε ποσοστό 3% επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης, που ταυτίζεται με την οριστικά προσδιορισθείσα αποζημίωση, από το οποίο (ως άνω ποσοστό) 2% για την σύνταξη των αιτήσεων και 1% για την σύνταξη και κατάθεση προτάσεων (ΑΠ 687/2006). Στην προκειμένη περίπτωση από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης (άρθ. 561 § 2 ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής: (1) Με την από 26-11-2009 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη (στην με στοιχ. Α' υπόθεση) εξέθετε, μεταξύ άλλων που δεν ενδιαφέρουν εδώ, ότι με το από 1-6-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό οι εναγόμενοι και τώρα αναιρεσείοντες (με στοιχ. Α'), σε επιβεβαίωση και συνέχεια προφορικά ήδη συμφωνηθέντων, ανέθεσαν σ' αυτήν ως δικηγόρο και αυτή ανέλαβε να ενεργήσει ό,τι ήταν απαραίτητο για τον καθορισμό προσωρινής και οριστικής μονάδας αποζημίωσης για την απαλλοτριουμένη ιδιοκτησία τους, δηλ. ενός οικοπέδου τους στο Μαρούσι Αττικής, ανήκοντος κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου στην 1η εναγομένη και κατά τα 3/8 σε εκάτερο των λοιπών, που ερυμοτομείτο για την διάνοιξη οδών και όπως αυτό αποτυπώνεται στην 3/2000 πράξη αναλογισμού του Δήμου Αμαρουσίου, έναντι αμοιβής προσδιοριζομένης σε ποσοστό 6% επί του ποσού της καθορισθησομένης οριστικά συνολικής αποζημίωσης, ότι ως χρόνος καταβολής της αμοιβής αυτής συμφωνήθηκε ο χρόνος ολοκλήρωσης της εντολής, δηλ. αυτός της έκδοσης της απόφασης του Εφετείου Αθηνών περί καθορισμού της οριστικής τιμής μονάδας, της αμοιβής της μη εξαρτηθείσης από την εξόφληση της αποζημίωσης εκ μέρους των υποχρέων, ότι σε εκτέλεση της εντολής αυτής υπέβαλε στα αρμόδια δικαστήρια, δηλ. το Μονομελές Πρωτοδικείο και Εφετείο Αθηνών, τις σχετικές αιτήσεις, παραστάσα κατά την συζήτησή τους κ.λπ., με τις οποίες ζητήθηκε καθορισμός τιμής μονάδας αποζημίωσης συνολικά για 1.995,98 m2, ότι οι εναγόμενοι από την παραπάνω συνολική έκταση είχαν δικαίωμα αποζημίωσης κατά των εκεί αντιδίκων τους για 1.520,55 m2 και τα επικείμενα (κτίσματα, δένδρα κ.λπ.), ενώ αυτοαποζημιώνονταν για έκταση 475,43 m2, ότι την 12-4-2005 εκδόθηκε η 2874/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία καθορίσθηκε οριστική τιμή για τις οικοπεδικές εκτάσεις και τα επικείμενα στ' αναφερόμενα εκεί ποσά, με βάση δε αυτά το σύνολο της αποζημίωσης που καθορίσθηκε ως οριστική για την ιδιοκτησία των εναγομένων εντολέων της ανήλθε στο ποσό των 865.981,14 ευρώ, από το οποίο, και εφόσον αυτοί για μέρος των απαλλοτριουμένων αυτοαποζημιώνονται, προβλεπόταν να εισπράξουν συνολικά το ποσό των 661.566,50 ευρώ, ότι με την έκδοση της απόφασης του Εφετείου για τον καθορισμό οριστικής αποζημίωσης οι εναγόμενοι, με βάση την ως άνω συμφωνία τους, καταρτισθείσα προφορικά αλλά και με το από 1-06-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό, όφειλαν να καταβάλουν σ' αυτήν (κάθε ένας εις ολόκληρο, άλλως έκαστος κατά την αναλογία του) την συμφωνηθείσα αμοιβή της (6%) για τις ως άνω υποθέσεις (καθορισμός αποζημίωσης) ανερχομένη σε 51.958,86 ευρώ, με διαφορετικό δε υπολογισμό, εάν γίνει δηλ. δεκτό ότι η αμοιβή της πρέπει να υπολογισθεί όχι στο ποσό της αποζημίωσης για όλη την απαλλοτριούμενη ιδιοκτησία των εναγομένων αλλά μόνο στην αποζημίωση που αυτοί δικαιούνται ως άνω να εισπράξουν από τους υποχρέους, σε 39.693,99 ευρώ, άλλως και επικουρικά, σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο κριθεί άκυρη η ως άνω συμφωνία που περιλαμβάνεται στο παραπάνω από 1-6-2003 συμφωνητικό (επειδή π.χ. με αίτηση και επιμέλεια των εναγομένων εντολέων της ανακλήθηκε τελικά η απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας τους), με βάση τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων η αμοιβή της για την ως άνω αιτία πρέπει να καθορισθεί σε 89.023,41 ευρώ ή κατ' άλλο υπολογισμό, σύμφωνα πάντα τις διατάξεις αυτές, σε 25.979,43 ευρώ ή σε 19.846,99 ευρώ κ.λπ., με βάση δε τα περιστατικά αυτά (και άλλα που δεν ενδιαφέρουν εδώ και αφορούν περαιτέρω εργασίες που ανέθεσαν σ' αυτήν οι εναγόμενοι, μετά την ολοκλήρωση των εντολών που δόθηκαν με το ως άνω συμφωνητικό, και την αμοιβή της γι' αυτές σύμφωνα με τον Κώδικα περί Δικηγόρων, ελλείψει γραπτής ή άλλης συμφωνίας) ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν σ' αυτήν, κάθε ένας εις ολόκληρον, άλλως κατά τα ως άνω ποσοστά, και τα ως άνω ποσά ως αμοιβή της για την διεξαγωγή των ως άνω συγκεκριμένων υποθέσεων (καθορισμός προσωρινής και οριστικής τιμής μονάδας), υπολογιζομένη, όπως προαναφέρθηκε, με βάση το παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό σε ποσοστό 6% επί της συνολικής αποζημίωσης, άλλως με βάση τις σχετικές διατάξεις του ως άνω Κώδικα κ.λπ. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε εξ ολοκλήρου με την 5804/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της οποίας η ενάγουσα (εδώ αναιρεσίβλητη) άσκησε την από 17-12-2010 έφεση διώκοντας την εξαφάνισή της ως προς όλες τις διατάξεις της και την παραδοχή της αγωγής στο σύνολό της. (2) Το Εφετείο Πειραιώς, ερευνώντας σε δεύτερο βαθμό την αγωγή, με την προσβαλλομένη 276/2012 απόφασή του και όπως απ' αυτήν προκύπτει δέχθηκε ως προς την βάση για την επιδίκαση αμοιβής για τις ως άνω υποθέσεις (προσωρινό και οριστικό προσδιορισμό τιμής μονάδας αποζημίωσης) ότι (α) σύμφωνα με τα ως άνω εκτιθέμενα στην αγωγή πρόκειται για αξίωση αμοιβής από εργολαβία δίκης και όχι από σύμβαση μεταξύ της δικηγόρου και των εντολέων της, με την οποία αυτοί της ανέθεσαν τον δικαστικό ή εξώδικο χειρισμό υπόθεσής τους και ανέλαβαν την υποχρέωση να της καταβάλουν για το σύνολο των ενεργειών της ορισμένη αμοιβή, αφού τέτοια αμοιβή δεν αναγράφεται στο συμφωνητικό (β) με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή κατά τούτο είναι αόριστη, καθόσον δεν αναφέρεται ότι η σχετική σύμβαση (εργολαβίας δίκης) γνωστοποιήθηκε εντός 20 ημερών από την υπογραφή της στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο και ότι η ενάγουσα δικηγόρος σε περίπτωση αποτυχίας δεν θα ελάμβανε αμοιβή, με βάση δε τα γενόμενα ως άνω δεκτά εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά το σκέλος αυτό και απέρριψε την αγωγή κατά την ως άνω κύρια βάση της (που είχε απορριφθεί κατ' ουσίαν) ως αόριστη. Στην συνέχεια το Εφετείο ερευνώντας, ως όφειλε, κατ' ουσίαν την επικουρική βάση της αγωγής ως προς την αξίωση της ενάγουσας για την καταβολή αμοιβής σε σχέση με τις συγκεκριμένες αυτές υποθέσεις (προσδιορισμό προσωρινής και οριστικής αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση του ακινήτου των εναγομένων) δέχθηκε, ότι οι τρεις εναγόμενοι ως εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτήτες κατά 2/8 η 1η και κατά 3/8 εκάτερος των λοιπών ενός ρυμοτομουμένου οικοπέδου που κείται στο Αμαρούσιο Αττικής (στα Ο.Τ. 673 και 674) ανέθεσαν στην ενάγουσα δικηγόρο, αρχικά προφορικά και στην συνέχεια εγγράφως με το από 1-6-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό, να ενεργήσει ό,τι ήταν απαραίτητο για τον καθορισμό προσωρινής και στην συνέχεια οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης για το απαλλοτριούμενο ακίνητό τους, ότι η ενάγουσα σε εκτέλεση της εντολής αυτής υπέβαλε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την από 12-12-2002 αίτηση των εναγομένων για τον καθορισμό προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης του ως άνω ακινήτου, που έχει έκταση 1995,98 m2, και των επικειμένων του, ότι επί της αίτησης αυτής, που συζητήθηκε κατά την δικάσιμο της 9-1-2004, κατά την οποία η ενάγουσα κατέθεσε προτάσεις (σημείωμα), εκδόθηκε η 223/2004 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, που καθόρισε την προσωρινή τιμή αποζημίωσης για το οικόπεδο και ορισμένα επικείμενα στα εκεί αναφερόμενα ποσά, ότι στην συνέχεια η ενάγουσα υπέβαλε στο Εφετείο Αθηνών για λογαριασμό των εναγομένων την από 24-3-2004 αίτηση για τον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας, ότι για την αίτηση αυτή που συζητήθηκε κατά την δικάσιμο της 1-2-2005, κατά την οποία η ενάγουσα κατέθεσε προτάσεις, εκδόθηκε η 2874/2005 απόφαση, με αυτήν δε η οριστική αποζημίωση για το οικόπεδο και τα επικείμενα αυτού καθορίσθηκε στα εκεί αναφερόμενα κατά περίπτωση ποσά, ανερχομένη συνολικά με βάση αυτές τις τιμές μονάδας σε 865.981,14 ευρώ, ότι η αμοιβή που δικαιούται η ενάγουσα για τις ενέργειες αυτές ανέρχεται (με βάση τα άρθ. 98, 100 § 1, 107, 110, 111 και 114 § 5 του Κώδικα περί Δικηγόρων) σε ποσοστό 3% επί του ως άνω ποσού των 865.981,14 ευρώ (από το οποίο 2% για την σύνταξη των σχετικών αιτήσεων και 1% για την σύνταξη και κατάθεση προτάσεων), δηλ. στο ποσό των 25.979,43 ευρώ, με βάση δε τα γενόμενα ως άνω δεκτά και κατά παραδοχή της αγωγής ως ενμέρει ουσιαστικά βάσιμης ως προς την επικουρική αυτή βάση της υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο κάθε ένας, το ως άνω ποσό. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα: (Α) Το Εφετείο ερευνώντας, ως όφειλε κατά τα προεκτεθέντα, την επικουρική βάση της ένδικης αγωγής της ενάγουσας (αναιρεσίβλητης, με στοιχ. Α') για την οφειλομένη σ' αυτήν αμοιβή για τις συγκεκριμένες ως άνω εργασίες και ενέργειες (καθορισμός αποζημίωσης απαλλοτριουμένου ακινήτου) με βάση τα οριζόμενα σύμφωνα με τον Κώδικα περί Δικηγόρων ελάχιστα όρια, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, κατά παραδοχή της έφεσης της ενάγουσας πληττούσης στο σύνολό της την απόφαση αυτήν, και την απόρριψη της κύριας βάσης της αγωγής ως αόριστης (ως προς τον προσδιορισμό της αμοιβής αυτής με βάση το συμφωνηθέν με την από 1-6-2003 έγγραφη σύμβαση ποσοστό επί του ποσού της αποζημίωσης), την οποία (αμοιβή με βάση τα ελάχιστα όρια του Κώδικα) και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν (κάθε ένας εις ολόκληρον) στην ενάγουσα, ουδόλως επιδίκασε μη αιτηθέν, αφού ο προσδιορισμός αυτός της αμοιβής (σύμφωνα με τα καθοριζόμενα από τον Δικηγορικό Κώδικα) αποτέλεσε αντικείμενο και αίτημα της, μόνης και παραδεκτά ερευνηθείσης κατ' ουσίαν, και μάλιστα υποχρεωτικά κατά τα προαναφερθέντα, επικουρικής βάσης της αγωγής, δεν δύναται δε να θεωρηθεί ότι θεμελιώνεται η αναιρετική αυτή πλημμέλεια από το γεγονός ότι η ενάγουσα την ως άνω ερευνηθείσα επικουρική βάση της αγωγής της στήριξε μόνο στην περίπτωση ακυρότητας, για οποιονδήποτε λόγο, της ως άνω έγγραφης συμφωνίας, αφού η έρευνα από το δικαστήριο της επικουρικής βάσης της αγωγής είναι υποχρεωτική (εφόσον, βέβαια, ο ενάγων δεν παραιτηθεί αυτής) σε περίπτωση μη ευδοκίμησης, αλλά απόρριψης, για οποιονδήποτε λόγο, της κύριας βάσης, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι στην προκειμένη περίπτωση με την έφεση της (εδώ αναιρεσίβλητης) ενάγουσας η πρωτόδικη απόφαση προσβλήθηκε και ως προς την απόρριψη της επικουρικής βάσης. Επομένως, πρέπει ν' απορριφθεί ο περί του αντιθέτου έβδομος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 9 του άρθ. 559 ΚΠολΔ. (Β) Η ένδικη αγωγή κατά την ερευνηθείσα επικουρική ως άνω βάση της, ερειδομένη κατά το προεκτεθέν περιεχόμενό της στην έλλειψη έγκυρης συμφωνίας ειδικά ως προς τον καθορισμό της αμοιβής (αφού κατά τα εκτιθέμενα σ' αυτήν η εντολή για την διενέργεια από την ενάγουσα των συγκεκριμένων δικαστικών ενεργειών είχε δοθεί, εγκύρως, προφορικά ήδη και πριν την κατάρτιση της έγγραφης συμφωνίας) ήταν νόμιμη και πλήρως ορισμένη σύμφωνα με τις εφαρμοσθείσες, και εφαρμοστέες, διατάξεις των άρθ. 98, 100 § 1, 107, 110, 111 και 114 § 5 του Κώδικα περί Δικηγόρων, και δεν ήταν απαραίτητο, όπως υπολαμβάνουν οι αναιρεσείοντες, για τη νομική πληρότητα αυτής, ν' αναφέρεται στο δικόγραφό της ότι η σχετική συμφωνία καταρτίσθηκε εγγράφως και κοινοποιήθηκε εμπρόθεσμα στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, καθώς και ότι η συμφωνία αυτή περιλάμβανε τον όρο ότι η ενάγουσα δικηγόρος σε περίπτωση μη επιτυχούς έκβασης της δίκης δεν θα ελάμβανε αμοιβή, καθόσον τα στοιχεία αυτά απαιτούνται, όπως προαναφέρθηκε, μόνο για την αγωγή προς επιδίκαση δικηγορικής αμοιβής ερειδομένη σε εργολαβία δίκης, η ένδικη, όμως, αγωγή κατά την βάση της ακριβώς αυτήν (κύρια) απορρίφθηκε για τον λόγο αυτόν ως αόριστη, ενώ δεν απαιτούνται για την μη ερειδόμενη σε αίρεση επιτυχούς έκβασης της δίκης κ.λπ. επικουρική βάση της αγωγής, με την οποία διώκεται η επιδίκαση αμοιβής για τις ως άνω ενέργειες, ελλείψει έγκυρης (ειδικής) συμφωνίας για το ύψος της αμοιβής, με βάση τα καθοριζόμενα από τον Κώδικα Δικηγόρων νόμιμα (κατώτατα) όρια. Επομένως, πρέπει ν' απορριφθούν ως αβάσιμοι και ερειδόμενοι σε εσφαλμένη προϋπόθεση οι περί του αντιθέτου πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης από το άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ για ευθεία παραβίαση για τον ως άνω λόγο των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθ. 98 § 1, 100 § 1, 103, 107, 110, 92 §§ 4 και 5, 161 του Κώδικα περί Δικηγόρων, 9 § 5 ν. 1093/1980 και 3, 158, 159 και 180 ΑΚ, με την ειδικότερη επισήμανση και παρατήρηση ότι το Εφετείο κατά την έρευνα της κύριας βάσης της αγωγής (δηλ. της χαρακτηρισθείσης απ' αυτό ως ερειδομένης σε σύμβαση εργολαβίας δίκης και απορριφθείσης ως αόριστης) έκανε μνεία του ως άνω από 1-6-2003 ιδιωτικού συμφωνητικού ως μέρους του παρατεθέντος στην απόφασή του περιεχομένου της αγωγής κατά την έρευνα του ορισμένου αυτής, ενώ κατά την έρευνα της επικουρικής βάσης της αγωγής και όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης το ιδιωτικό συμφωνητικό αναφέρεται σε σχέση με την κατάρτιση καθεαυτήν της σύμβασης εντολής, η οποία κατά τις ίδιες παραδοχές είχε ήδη συναφθεί προηγουμένως και προφορικά. (Γ) Σε συνέχεια των προηγηθέντων απορριπτέος είναι και ο έκτος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 14 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται η αιτίαση ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρά το νόμο δεν απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την αγωγή και ως προς την επικουρική της βάση για τις ίδιες ως άνω ελλείψεις, επειδή δηλ. δεν αναφέρεται σ' αυτήν εάν το ιδιωτικό συμφωνητικό γνωστοποιήθηκε στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, ούτε εάν περιέχεται σ' αυτό ο όρος ότι η ενάγουσα σε περίπτωση αποτυχίας δεν θα ελάμβανε αμοιβή, αφού, όπως προαναφέρθηκε, τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο της ως άνω επικουρικής βάσης της αγωγής. (Δ) Το Εφετείο υπολογίζοντας την αμοιβή της ενάγουσας σε ποσοστό 3% επί της συνολικής αποζημίωσης που καθορίσθηκε οριστικά με την 2874/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, δηλ. σε ποσό (865.981,14 € ? 3% =) 25.979,43 ευρώ και όχι επί του ποσού των 661.566,50 ευρώ, το οποίο τελικά θα περιέρχονταν στους εναγομένους (λόγω αυτοαποζημίωσής τους για τμήμα του απαλλοτριουμένου οικοπέδου τους) δηλ. σε ποσό 19.846,99 ευρώ, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις των άρθ. 100, 107 § 1, 110 και 114 § 5 του Κώδικα περί Δικηγόρων και του άρθ. 18 § 4 ν. 2882/2001 και επομένως ο τέταρτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ii. Με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης από τον αριθ. 1 του άρθ. 559 ΚΠολΔ οι εδώ αναιρεσείοντες (εναγόμενοι) εκθέτουν ότι (α) ως μοναδικοί κληρονόμοι του Μ. Μ. υπέβαλαν στην αρμόδια ΔΟΥ Πειραιά το 1997 αρχική δήλωση φόρου κληρονομίας, στην οποία περιέλαβαν και το απαλλοτριούμενο τμήμα του ως άνω ακινήτου που έτυχε αναβολής φορολογίας ενόψει της εκκρεμούσας απαλλοτρίωσης (β) μόλις, τον Αύγουστο του 2005, ήρθη αυτοδικαίως η απαλλοτρίωση του ακινήτου αυτού, ήσαν υποχρεωμένοι να υποβάλουν στην οικεία ΔΟΥ τροποποιητική δήλωση φόρου κληρονομίας (γ) το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε ότι, εφόσον η άρση της απαλλοτρίωσης έγινε με την θέληση των εναγομένων (αναιρεσειόντων) δεν μπορούν αυτοί ν' απαλλαγούν από την υποχρέωσή τους για καταβολή της αμοιβής της ενάγουσας (αναιρεσίβλητης) (δ) με την παραδοχή αυτή το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε την διάταξη του άρθ. 7 περ. ι' του ν. 2961/ 2001 που υποχρεώνει τον ιδιοκτήτη ακινήτου, τελούντος σε αναβολή φόρου λόγω της απαλλοτρίωσης, με την παρέλευση και μόνο του 18μήνου να υποβάλει παραχρήμα δήλωση για την διακοπή της αναβολής φορολογίας του ακινήτου, προκειμένου το Δημόσιο να εισπράξει τον αναλογούντα φόρο, αφού σύμφωνα με την ως άνω παραδοχή ήταν στην διακριτική ευχέρεια των εναγομένων η άρση της απαλλοτρίωσης και ως εκ τούτου μπορούσαν να καθυστερήσουν την είσπραξη του φόρου από το Δημόσιο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως εντελώς αλυσιτελής και απαράδεκτος, διότι η φερομένη ως ευθέως παραβιασθείσα διάταξη του άρθ. 7 περ. ι' ν. 2961/2001 που ορίζει ότι "Κατ' εξαίρεση η φορολογική υποχρέωση γεννιέται... Κατά το χρόνο καταβολής του τιμήματος για τα κτήματα που απαλλοτριώνονται αναγκαστικά ή κατά το χρόνο άρσης της απαλλοτρίωσης, εφόσον η απαλλοτρίωση κηρύχθηκε πριν από την κτήση. Θεωρούνται ως αναγκαστικά απαλλοτριούμενα και τα ρυμοτομούμενα ακίνητα από την έκδοση του οικείου διατάγματος" δεν έχει σχέση με την κρινόμενη υπόθεση, η οποία αφορά καταβολή δικηγορικής αμοιβής για τον προσδιορισμό αποζημίωσης απαλλοτριουμένου ακινήτου, αλλά με το θέμα του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης για τέτοια ακίνητα και ως εκ τούτου ούτε εφαρμόσθηκε, ούτε ήταν εφαρμοστέα.
iii. (Α) Κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο ως άνω λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά τα γενόμενα δεκτά με την απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν αυτός δεν εφαρμοσθεί, μολονότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή. Η νομιμοποίηση του διαδίκου απορρέει, κατά κανόνα, αμέσως από το νόμο και κυρίως από διατάξεις του ουσιαστικού (ή ενίοτε του δικονομικού) δικαίου, εκείνος δε που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχος ή υπόχρεος νομιμοποιείται καταρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος αντίστοιχα. Επομένως, η έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης του διαδίκου, όταν αυτή απορρέει από το ουσιαστικό δίκαιο, ελέγχεται αναιρετικά με τον ως άνω λόγο από τον αριθ. 1 του άρθ. 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1780/2011). Περαιτέρω, κατά τον αριθ. 19 του αυτού ως άνω άρθρου λόγος αναίρεσης, για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Τέλος, σύμφωνα με τον αριθ. 20 του ίδιου άρθρου αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου δεχόμενο πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου νοείται το διαγνωστικό σφάλμα, δηλ. η εσφαλμένη ανάγνωση του εγγράφου εκ μέρους του δικαστηρίου, εξαιτίας του οποίου αποδόθηκε στο έγγραφο περιεχόμενο προφανώς διαφορετικό από το αληθινό και το οποίο ιδρύει τον αναιρετικό αυτόν λόγο, εφόσον το παραμορφωθέν, με την ως άνω έννοια, έγγραφο συνέβαλε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στην επί της ουσίας κρίση του δικαστηρίου και έτσι αυτό κατέληξε σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα ως προς περιστατικά που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. (Β) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 39, 46, 49, 91 § 1, 92, 98 του κυρωθέντος με το ν.δ. 3026/1954 Κώδικα περί Δικηγόρων συνάγεται ότι η μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του σύμβαση προς διεξαγωγή με αμοιβή υπόθεσης του τελευταίου έχει τον χαρακτήρα της αμειβομένης (έμμισθης) εντολής, υπόχρεος δε προς πληρωμή της αμοιβής του δικηγόρου, με οποιονδήποτε τρόπο και αν καθορίζεται αυτή (σε ορισμένο ποσό ή ποσοστό με βάση την σύμβαση της εντολής ή με βάση τα προβλεπόμενα στον Κώδικα ελάχιστα όρια, ελλείψει ειδικής ως προς την αμοιβή συμφωνίας), είναι πάντοτε εκείνος που έδωσε την εντολή προς διεξαγωγή ή υπεράσπιση της υπόθεσης, στην οποία αφορά η αμοιβή και όχι οποιοσδήποτε τρίτος σε σχέση με την σύμβαση αυτή (ΑΠ 1778/2011, 140/2007, 1291/2006). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθ. 100 επ., 114 § 5 του ίδιου Κώδικα, 17 §§ 2 και 4 του Συντάγματος, 11 και 18 § 4 ν. 2882/2001, 9 § 5 ν. 1093/1980, 17 ν.δ. 446/1974, τούτο (δηλ. ότι υπόχρεος για την καταβολή της δικηγορικής αμοιβής είναι πάντοτε ο εντολέας) ισχύει και ως προς την αμοιβή του δικηγόρου του αιτούντος τον καθορισμό αποζημίωσης για απαλλοτριούμενο ακίνητο του εντολέα, ο οποίος (δικηγόρος) παρέστη και στις δύο διαδικασίες καθορισμού αποζημίωσης (προσωρινής και οριστικής, δικαιούμενος, ελλείψει ειδικής συμφωνίας, συνολική αμοιβή 3% επί της οριστικά προσδιορισθείσης αποζημίωσης), καθόσον η αμοιβή αυτή επιδικάζεται μεν από το δικαστήριο με την ίδια απόφαση καθορισμού οριστικής αποζημίωσης και βαρύνει τον υπόχρεο προς αποζημίωση, ως παρακολούθημα, όμως, αυτής την οποία και προσαυξάνει, προκειμένου να μην φαλκιδεύεται αυτή και να είναι πλήρης σύμφωνα με την συνταγματική επιταγή, αυτό, όμως, δεν δημιουργεί αξίωση του δικηγόρου εκείνου που ζήτησε τον καθορισμό αποζημίωσης κατά του υποχρέου προς αποζημίωση (αντιδίκου του εντολέως του) και αντίστοιχη υποχρέωση αυτού, αφού η αμοιβή του είναι πληρωτέα πάντοτε από τον εντολέα του με βάση την μεταξύ τους σύμβαση έμμισθης εντολής και όχι από τον μη έχοντα σχέση με την σύμβαση αυτή υπόχρεο προς αποζημίωση, πρέπει δηλ. να γίνεται και υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ της δικηγορικής αμοιβής, που είναι πάντοτε πληρωτέα από τον εντολέα του δικηγόρου με βάση την σχέση έμμισθης εντολής, και της δικαστικής δαπάνης που επιδικάζεται από το δικαστήριο, στα πλαίσια του καθορισμού πλήρους αποζημίωσης για απαλλοτριούμενο ακίνητο, στην οποία περιλαμβάνεται για τον λόγο αυτόν και η δικηγορική αμοιβή, η οποία εντούτοις ανήκει στον διάδικο και όχι στον δικηγόρο του και δεν επηρεάζει την εσωτερική σχέση (έμμισθη εντολή) του πληρεξουσίου δικηγόρου και του εντολέως του, ρυθμιζομένη από τους όρους της τυχόν μεταξύ αυτών συμφωνίας, άλλως από τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων (ΑΠ 1778/2011, 2073/2007), ενώ εξάλλου η αξίωση αυτή του δικηγόρου (για την παραπάνω αμοιβή του) υφίσταται και σε περίπτωση διοικητικής άρσης της απαλλοτρίωσης μετά τον καθορισμό και οριστικής αποζημίωσης και δεν επηρεάζεται απ' αυτήν, λαμβανομένου υπόψη ότι ο δικηγόρος έχει πάντοτε αξίωση αμοιβής για γενόμενες απ' αυτόν δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες στα πλαίσια σύμβασης έμμισθης εντολής. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε, ότι οι εναγόμενοι ανέθεσαν στην ενάγουσα δικηγόρο αρχικά προφορικά και στην συνέχεια με το από 1-6-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό να ενεργήσει ό,τι ήταν απαραίτητο για τον καθορισμό προσωρινής και οριστικής αποζημίωσης για το απαλλοτριούμενο οικόπεδό τους στο Μαρούσι Αττικής, ότι σε εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα υπέβαλε αρχικά αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών για τον καθορισμό προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης, για την οποία εκδόθηκε αντίστοιχη απόφαση, και στην συνέχεια στο Εφετείο Αθηνών για τον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας, ότι με την εκδοθείσα επ' αυτής 2874/2005 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου η οριστική αποζημίωση για το οικόπεδο και τα επικείμενα αυτού καθορίσθηκε στα εκεί ποσά, ανερχομένη συνολικά στο ποσό των 865.981,14 ευρώ, ότι η αμοιβή της ενάγουσας για τις ενέργειες αυτές ανέρχεται, με βάση τις οικείες διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων σε (865.981,14 ευρώ ? 3% =) 25.979,43 ευρώ, ότι οι εναγόμενοι μετά την άρνηση των υποχρέων σε αποζημίωση να καταβάλουν αυτήν και την εντωμεταξύ ανέγερση του εμπορικού κέντρου "The Mall Athens" σε σχετικά μικρή απόσταση από την ιδιοκτησία τους, που επέφερε σημαντική ανατίμηση της αξίας της, μετέβαλαν γνώμη και ανακοίνωσαν στην ενάγουσα ότι προτίθενται να ζητήσουν την διά της διοικητικής οδού ανάκληση της απαλλοτρίωσης, ότι πραγματικά μετά από ενέργειές τους (υποβολή αίτησης την 12-2-2007 κ.λπ.) εκδόθηκε η 21047/2009 απόφαση του νομάρχη Αθηνών (ΦΕΚ Δ' 78), με την οποία ήρθη η ως άνω αναγκαστική απαλλοτρίωση, ότι, όταν η ενάγουσα ζήτησε την αμοιβή της για τις μέχρι τότε υπηρεσίες της, οι εναγόμενοι αρνήθηκαν ότι της οφείλουν με την δικαιολογία ότι δεν είχαν εισπράξει κανένα ποσό αποζημίωσης, ότι, με δεδομένο ότι η άρση της απαλλοτρίωσης έγινε με την θέλησή τους και όχι ακουσίως, δεν μπορούν ν' απαλλαγούν από την υποχρέωσή τους αυτή, αφού για την υποχρέωση καταβολής της αμοιβής της ενάγουσας η ανάκληση αυτή δεν έχει έννομη επιρροή, με βάση δε τα γενόμενα ως άνω δεκτά υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν στην ενάγουσα, ως εντολείς της, κάθε ένας εις ολόκληρον το παραπάνω ποσό. Σε σχέση με την κρίση αυτή του Εφετείου οι αναιρεσείοντες εναγόμενοι προβάλλουν τις αιτιάσεις: (1) Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης από τον αριθ. 1 του άρθ. 559 ΚΠολΔ ότι: (α) Το Εφετείο δεχθέν, ότι η άρση της απαλλοτρίωσης έγινε εκούσια και όχι ακούσια και για τον λόγο αυτό δεν απαλλάσσονται από την υποχρέωση να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό της αμοιβής της, αφού για την υποχρέωση καταβολής της αμοιβής αυτής η ανάκληση δεν έχει έννομη σημασία, παραβίασεν ευθέως τις διατάξεις των άρθ. 17 § 4 του Συντάγματος, 11 §§ 3 και 4 του ν. 2882/2001 και 11 § 3 του ν.δ. 797/1971, οι οποίες ως μόνη προϋπόθεση για την αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης θέτουν την μη συντέλεση αυτής εντός 18μήνου από την δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης, ενώ ουδόλως τίθενται στο νόμο "ως προϋποθέσεις για την άρση της απαλλοτριώσεως οι όροι ΕΚΟΥΣΙΩΣ ή ΑΚΟΥΣΙΩΣ, ώστε να εξαρτάται από αυτές η άρση της απαλλοτριώσεως". Κατά το σκέλος του αυτό ο ερευνώμενος εδώ λόγος είναι απορριπτέος, καθόσον μέρος του αναφέρεται στις προϋποθέσεις άρσης της απαλλοτρίωσης ως αλυσιτελής και ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το ζήτημα αυτό είναι παντελώς άσχετο με την ένδικη υπόθεση (αμοιβή δικηγόρου) και δεν αποτελεί αντικείμενο της δίκης αυτής, καθόσον δε μέρος του προσάπτεται με αυτό, έμμεσα και υπαινικτικά, ότι με την παραδοχή της αναιρεσιβαλλομένης ότι η άρση της απαλλοτρίωσης έγινε με την θέληση των εναγομένων (και όχι ακούσια) κρίθηκε περαιτέρω, εσφαλμένα, ότι αυτοί δεν μπορούν ως εκ τούτου ν' απαλλαγούν από την υποχρέωση καταβολής της αμοιβής, ως αβάσιμος και αλυσιτελής, διότι, όπως προαναφέρθηκε, η άρση της απαλλοτρίωσης, ανεξάρτητα από τον τρόπο, τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις πραγματοποίησής της, ουδόλως επηρεάζει την αξίωση της ενάγουσας και την αντίστοιχη υποχρέωση των εναγομένων, οι συναφείς δε παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης ως εκ περισσού περιλήφθηκαν σ' αυτήν και δεν έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (β) Το Εφετείο παραβίασεν επίσης τις διατάξεις των άρθ. 18 § 4 ν. 2882/2001, 31 ν. 3130/2003, 17 § 4 ν.δ. 797/1971 και 9 § 5 ν. 1093/1980 που ορίζουν ότι η δικαστική δαπάνη (στις δίκες καθορισμού αποζημίωσης για απαλλοτρίωση), στην οποία εμπεριέχεται και η δικηγορική αμοιβή, βαρύνει τον υπόχρεο προς αποζημίωση και επιδικάζεται από το δικαστήριο με την ίδια απόφαση, με βάση δε τις διατάξεις αυτές το Εφετείο Αθηνών με την 2874/2005 απόφασή του περί καθορισμού οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης, για το απαλλοτριούμενιο ακίνητο των αναιρεσειόντων εναγομένων, καταδίκασε τους υποχρέους προς αποζημίωση των αναιρεσειόντων στην καταβολή της αμοιβής της ενάγουσας εκ ποσοστού 3%. Κατά το σκέλος τούτο ο λόγος αυτός, με τον οποίο σαφώς προβάλλεται ότι οι εναγόμενοι δεν είναι υπόχρεοι για την καταβολή της αμοιβής της ενάγουσας, αλλά υπόχρεοι προς τούτο είναι οι αντίδικοί τους στην δίκη περί καθορισμού οριστικής αποζημίωσης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, όπως προαναφέρθηκε, και στην περίπτωση αυτή υπόχρεος προς καταβολή της δικηγορικής αμοιβής, ερειδομένη στην σχετική σύμβαση αμειβομένης εντολής, είναι ο εντολέας, δηλ. οι εναγόμενοι αναιρεσείοντες. (2) Με τον δέκατο λόγο αναίρεσης από τον αριθ. 19 του άρθ. 559 ΚΠολΔ ότι: (α) Τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως άνω το Εφετείο, ότι δηλ. η απαλλοτρίωση ήρθη εκουσίως και όχι ακούσια, και που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης δεν αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής των διατάξεων των άρθ. 99 επ. του Κώδικα περί Δικηγόρων, καθόσον η μοναδική προϋπόθεση εφαρμογής των διατάξεων αυτών, δηλ. των άρθ. 98, 99, 100 και επ. του Κώδικα περί Δικηγόρων, που παραβιάσθηκαν εκ πλαγίου, είναι η έλλειψη ειδικής συμφωνίας, με τον τρόπο δε αυτόν δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί, εάν έγινε ορθή εφαρμογή των διατάξεων αυτών και εάν συνεπώς η έννομη συνέπεια, ότι δηλ. οι εναγόμενοι δεν μπορούν ν' απαλλαγούν από την υποχρέωση καταβολής της αμοιβής της ενάγουσας, θεμελιώνεται πράγματι στις διατάξεις αυτές. Κατά το σκέλος του αυτό ο προκείμενος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι τα γενόμενα ως άνω δεκτά δεν έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και πλεοναστικά περιλήφθηκαν στην αναιρεσιβαλλομένη, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η αμοιβή του δικηγόρου για την αιτία αυτή δεν επηρεάζεται από την μεταγενέστερη άρση της απαλλοτρίωσης. (β) Ενώ δέχθηκε ως πραγματικό περιστατικό την ύπαρξη του ιδιωτικού συμφωνητικού θεμελίωσε την επιδικασθείσα απαίτηση της ενάγουσας στις διατάξεις των άρθ. 98, 99 και 100 επ. του ως άνω Κώδικα και επίσης ενώ δέχθηκε ότι προϋπόθεση για την επιδίκαση αμοιβής κατά τις διατάξεις του κώδικα αυτού είναι μόνο η έλλειψη ειδικής συμφωνίας, εξήρτησε την υποχρέωση των εναγομένων για την καταβολή της αμοιβής και από την προϋπόθεση ότι η απαλλοτρίωση ήρθη εκ μέρους αυτών εκουσίως. Κατά το σκέλος του αυτό ο κρινόμενος λόγος είναι απορριπτέος κατ' αμφότερα τα μέρη του ως αβάσιμος και ερειδόμενος σε εσφαλμένες προϋποθέσεις, το μεν διότι το Εφετείο ερεύνησε μόνο την επικουρική βάση της αγωγής, εφόσον απέρριψε ως αόριστη την κύρια βάση αυτής την ερειδομένη, όπως έκρινε, σε σύμβαση εργολαβίας δίκης, στην οποία και μόνο αφορούσε η ειδική συμφωνία καθορισμού της αμοιβής της ενάγουσας σε ποσοστό επί της οριστικής αποζημίωσης, το δε διότι η άρση της απαλλοτρίωσης ετέθη πλεοναστικά, σε κάθε δε περίπτωση η τελευταία αυτή αιτίαση προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον. (3) Με τον ενδέκατο λόγο αναίρεσης (και τελευταίο) από τον αριθ. 20 του ίδιου άρθρου ότι το Εφετείο Πειραιά με την προσβαλλομένη απόφασή του παραμόρφωσε το περιεχόμενο της 2874/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, με την οποία καθορίσθηκε η οριστική τιμή αποζημίωσης, μεταξύ των εναγομένων και των εκεί αντιδίκων τους, υποχρέων της αποζημίωσης, και δη το διατακτικό της ως άνω απόφασης, όπως αυτό παρατίθεται αυτούσιο στο αναιρετήριο, ειδικότερα δε δέχθηκε ότι (α) με την απόφαση αυτήν καθορίσθηκε η οριστική τιμή για το οικόπεδο των εναγομένων και τα επικείμενα αυτού στ' αναφερόμενα εκεί ποσά και συνολικά το ποσό των 865.981,14 ευρώ (β) κατά συνέπεια η αμοιβή που δικαιούται η ενάγουσα για τις ενέργειές της ανέρχεται, με βάση τις σχετικές διατάξεις του κώδικα περί δικηγόρων σε ποσοστό 3% επί του ποσού αυτού κ.λπ., ενώ στο διατακτικό της απόφασης αυτής περιλαμβανόταν και διάταξη περί καταδίκης των υποχρέων της αποζημίωσης (αντιδίκων των εναγομένων στην δίκη εκείνη) στην αμοιβή της ενάγουσας, ως δικηγόρου των εναγομένων στην δίκη καθορισμού της αποζημίωσης, εκ ποσοστού επί της αποζημίωσης, με την ως άνω δηλ. 2874/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών προσδιορίσθηκαν τα πρόσωπα των υποχρέων για την καταβολή της αμοιβής της ενάγουσας και καταδικάσθηκαν αυτά στην καταβολή της αμοιβής αυτής ποσοστού 3%, δεν δέχθηκε δηλ. το εκδόσαν την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δικαστήριο ότι με την ως άνω απόφαση ορίσθηκαν τα πρόσωπα των υποχρέων προς καταβολή της αμοιβής της ενάγουσας. Με τον τρόπο αυτό, εκτίθεται περαιτέρω στον λόγο αυτόν, παραμορφώνοντας το περιεχόμενο της ως άνω απόφασης, εξουδετέρωσε την αποδεικτική δύναμη του εγγράφου αυτού και απέρριψε, εμμέσως πλην σαφώς, την προβληθείσα ένσταση των εναγομένων περί ελλείψεως στο πρόσωπό τους της παθητικής νομιμοποίησης ως υποχρέων κατά νόμον για την καταβολή της αμοιβής της ενάγουσας. Ο λόγος αυτός πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος και ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον, κατά τα εκεί εκτιθέμενα, η ως άνω απόφαση κατά το φερόμενο ως παραμορφωθέν μέρος της αφορούσε την απόδειξη του ισχυρισμού των εναγομένων ότι δεν είναι αυτοί υπόχρεοι για την καταβολή της αμοιβής της ενάγουσας (δεν νομιμοποιούνται παθητικά), δηλ. ισχυρισμού μη νομίμου, όπως έχει ήδη αναπτυχθεί, και επομένως μη ουσιώδους, η δε επιδίκαση με την ως άνω απόφαση της αμοιβής της ενάγουσας, ως δικηγόρου των εναγομένων στην δίκη καθορισμού αποζημίωσης, έγινε, όπως προαναφέρθηκε, στα πλαίσια του καθορισμού πλήρους αποζημίωσης και η αμοιβή αυτή ανήκει στους εναγομένους ως δικαιούχους της αποζημίωσης.
iv. Σύμφωνα με το άρθ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα", η μη λήψη υπόψη των οποίων, καίτοι προταθέντων, ιδρύει τον ως άνω αναιρετικό λόγο, νοούνται οι νόμιμοι, αυτοτελείς και παραδεκτά προτεινόμενοι πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι συγκροτούν την βάση και, επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου και όχι εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνησή της, ούτε οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων για την έννοια και την ερμηνεία κανόνων δικαίου και την συνακόλουθη νομική βασιμότητα ή αβασιμότητα αγωγής κ.λπ. Στην προκειμένη περίπτωση με τον όγδοο λόγο αναίρεσης από την ως άνω διάταξη προσάπτεται η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους παραδεκτά προταθέντες από τους αναιρεσείοντες ισχυρισμούς προς απόκρουση των λόγων έφεσης της ενάγουσας, και ειδικότερα τους ισχυρισμούς που αφορούσαν (α) τις κατά νόμο, με βάση τις εκεί αναφερόμενες διατάξεις, προϋποθέσεις και όρους για την εγκυρότητα της σύμβασης εργολαβίας δίκης και τα στοιχεία της σχετικής αγωγής, ώστε να είναι αυτή ορισμένη, καθώς και ότι η μεταξύ των διαδίκων από 1-6-2003 σύμβαση εργολαβίας δίκης, λόγω μη τήρησης των νομίμων τύπων και προϋποθέσεων είναι άκυρη και οι ερειδόμενες σ' αυτήν αξιώσεις της ενάγουσας είναι μη νόμιμες (β) τον τρόπο υπολογισμού, σύμφωνα με τις αναλυόμενες και ερμηνευόμενες εκεί διατάξεις, της δικαστικής δαπάνης και της δικηγορικής αμοιβής στις δίκες απαλλοτρίωσης, καθώς και σε περίπτωση ανάκλησης αυτής κ.λπ. (γ) την έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης των εναγομένων αναιρεσειόντων για την καταβολή της επίδικης αμοιβής της ενάγουσας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως προς όλες τις ως άνω επιμέρους αιτιάσεις, καθόσον οι φερόμενοι ως μη ληφθέντες υπόψη ισχυρισμοί δεν αποτελούν "πράγματα" με την προεκτεθείσα έννοια. Πρέπει μάλιστα να επισημανθεί ότι ο με στοιχ. α' ισχυρισμός αναφέρεται στην απορριφθείσα με την προσβαλλομένη απόφαση ως αόριστη κύρια βάση της ένδικης αγωγής από σύμβαση εργολαβίας δίκης. Περαιτέρω, με τον ίδιο λόγο αναίρεσης προσάπτεται ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας κατ' άρθ. 281 ΑΚ., συνισταμένη στο ότι (α) ο συμπεριληφθείς στο συμφωνητικό όρος ότι η αμοιβή της ενάγουσας θα εξαρτάται μόνο από τον καθορισμό της οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης και όχι από την συντέλεση της απαλλοτριωτικής διαδικασίας, υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη καθώς και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, καθόσον οι εναγόμενοι προκειμένου ν' αναθέσουν την σχετική εντολή στην ενάγουσα απέβλεψαν σαφώς στην είσπραξη του επιδικασθέντος ποσού της αποζημίωσης και όχι σε απλό οριστικό καθορισμό αυτής (β) η ενάγουσα ζητεί αμοιβή με βάση το από 1-6-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο δεν ισχύει, αφού δεν θεωρήθηκε μέσα στη νόμιμη προθεσμία από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, επικουρικά δε με βάση την ορισθείσα από το Εφετείο Αθηνών δικηγορική αμοιβή, αν και στην απόφαση ορίζεται ότι υπόχρεοι για την καταβολή της αμοιβής αυτής είναι οι υπόχρεοι καταβολής της αποζημίωσης και όχι οι εναγόμενοι (γ) σύνηθες είναι να καταβληθεί η αμοιβή με την προϋπόθεση ότι θα εισπραχθεί από τον δικαιούχο η αποζημίωση, στην προκειμένη, όμως, περίπτωση η αποζημίωση που δικαιούνταν δεν καταβλήθηκε λόγω αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης και μάλιστα από αποκλειστική υπαιτιότητα της ενάγουσας, η οποία άφησε και παρήλθε άπρακτο το 18μηνο από την δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης, που έληγε τον Αύγουστο, και περαιτέρω αγνόησε το γεγονός ότι είχε ήδη δημοσιευθεί τον Απρίλιο του 2005 η απόφαση του Εφετείου Αθηνών για τον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας και είχε την δυνατότητα από τον Απρίλιο του έτους 2005 μέχρι τον Αύγουστο του ιδίου έτους να καταθέσει τουλάχιστον εμπρόθεσμα αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, την οποία, όμως, κατέθεσε 10 μήνες αργότερα με αποτέλεσμα την άρση της απαλλοτρίωσης και την απώλεια εκ μέρους των εναγομένων της αποζημίωσης. Με το περιεχόμενο αυτό η ως άνω ένσταση από το άρθ. 281 ΑΚ δεν ήταν νόμιμη και επομένως η μη λήψη υπόψη αυτής από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν θεμελιώνει την ως άνω αναιρετική πλημμέλεια, καθόσον τα εκτιθέμενα προς θεμελίωσή της περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος της ενάγουσας, με την έννοια της προφανούς υπέρβασης των ορίων που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη ή η καλή πίστη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Πρέπει μάλιστα να επισημανθεί ότι η αναφερομένη ως περιστατικό καταχρηστικής άσκησης επιδίωξη αμοιβής με βάση το από 1-6-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό που δεν έχει ισχύ, λόγω μη εμπρόθεσμης θεώρησης από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, αφορά την απορριφθείσα με την προσβαλλομένη απόφαση βάση της αγωγής από σύμβαση εργολαβίας δίκης, ενώ και η καταχρηστική θεωρουμένη ως άνω αίτηση για καταβολή της αμοιβής με βάση την ορισθείσα με την απόφαση του Εφετείου Αθηνών περί οριστικού καθορισμού της αποζημίωσης, αν και στην απόφαση αυτή ορίζεται ότι υπόχρεοι για την καταβολή της αμοιβής της ενάγουσας είναι οι υπόχρεοι καταβολής της αποζημίωσης και όχι οι εναγόμενοι, συνιστά άρνηση της αγωγής. Επομένως, ο ερευνώμενος εδώ λόγος πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος και κατά το σκέλος του αυτό. v. Σύμφωνα με το άρθ. 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στη έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο ως άνω αναιρετικός λόγος ιδρύεται, όταν το δικαστήριο για πράγματα που δέχθηκε ως αληθινά δεν εκθέτει από ποιά αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη ή δεν έχει προσκομισθεί καμιά απόδειξη, δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο της ουσίας σχημάτισε την κρίση του από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει στην απόφασή του. Περαιτέρω, κατά τον αριθ. 11 περ. γ' του ίδιου άρθρου αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν για την απόδειξη ή ανταπόδειξη ισχυρισμού που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως ουσιαστικά αβάσιμος, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει με την απόφασή του, ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, για τα οποία προτείνεται ο ως άνω αναιρετικός λόγος ή ότι έλαβε υπόψη όλα τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα, εκτός αν, παρά την βεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της απόφασης καταλείπονται αμφιβολίες για την συνεκτίμηση όλων ή ορισμένων εγγράφων. Με τον ένατο λόγο της κρινόμενης αίτησης, όπως αυτός εκτιμάται και στον βαθμό που μπορεί να εκτιμηθεί, αποδίδεται ότι: (1) Το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του, ως όφειλε, το με επίκληση προσκομισθέν από αμφότερες τις διάδικες πλευρές από 1-6-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό (αριθ. 11γ' του ως άνω άρθρου), "το οποίο ασκεί ουσιώδη επιρροή στη έκβαση της δίκης" (προφανώς υπονοείται: για την απόδειξη ισχυρισμού που ασκεί κ.λπ.) και δεν αποφάνθηκε για την ακυρότητά του "ώστε να απορρίψει την επικουρική βάση της αγωγής ως μη νόμιμη". Κατά το σκέλος του αυτό ο ερευνώμενος εδώ λόγος είναι απορριπτέος το μεν ως αβάσιμος, διότι όχι μόνο βεβαιώνεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι το δικαστήριο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα μετά από συνεκτίμηση και των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους εγγράφων, αλλά και διότι το έγγραφο αυτό μνημονεύεται ρητά και ειδικά στην αναιρεσιβαλλομένη (ώστε δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι λήφθηκε υπόψη), το δε ως απαράδεκτος, καθόσον ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται, όταν κάποιο αποδεικτικό έγγραφο παρά το νόμο δεν λήφθηκε υπόψη για τον σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου, δηλ. για την επί της ουσίας της υπόθεσης κρίση του, και όχι για την κρίση του ως προς τη νομική βασιμότητα ή όχι της αγωγής, η οποία σχηματίζεται μόνο από την εκτίμηση των εκτιθεμένων στην αγωγή πραγματικών περιστατικών (2) Το Εφετείο δέχθηκε ότι (α) οι εναγόμενοι μετέβαλαν γνώμη και ανακοίνωσαν στην ενάγουσα ότι προτίθενται να ζητήσουν την ανάκληση της απαλλοτρίωσης διά της διοικητικής οδού λόγω της ανατίμησης της ιδιοκτησίας τους εξαιτίας της ανέγερσης του εμπορικού κέντρου "The Mall Athens" (β) πράγματι μετά από δικές τους ενέργειες υπέβαλαν την 12-2-2007 την σχετική αίτηση προς άρση της απαλλοτρίωσης (γ) με δεδομένο ότι η άρση της απαλλοτρίωσης έγινε με την θέλησή τους και όχι ακούσια οι εναγόμενοι δεν απαλλάσσονται από την υποχρέωσή τους για την καταβολή αμοιβής σ' αυτήν, και αναφέρθηκε λεπτομερώς στην ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρά τους Ε. Φ. και την ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά 777/2010 ένορκη βεβαίωση της Ε. Κ., δεν προκύπτει, όμως, "από πού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οδηγήθηκε στο συμπέρασμα" αυτό, αφού από κανένα σημείο των ως άνω καταθέσεων των μαρτύρων των αναιρεσειόντων, "στις οποίες αναφέρεται διεξοδικότατα και λεπτομερώς το... δικαστήριο", δεν προκύπτει κάτι τέτοιο, ούτε από κάποιο αποδεικτικό έγγραφο ή ομολογία, ούτε το δικαστήριο διευκρινίζει ότι αυτό προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων της αναιρεσίβλητης ενάγουσας, ενώ εξάλλου δεν αναφέρει σε ποιό αποδεικτικό στοιχείο στηρίχθηκε για να σχηματίσει την δικανική αυτή πεποίθηση (για την άρση δηλ. της απαλλοτρίωσης με ενέργειες των εναγομένων), αντιθέτως δε είναι "αδιστάκτως βέβαιο" ότι ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα δεν έλαβε υπόψη την ως άνω 777/2010 ένορκη βεβαίωση, στην οποία κατά τα λοιπά αναφέρθηκε διεξοδικότατα, και παράλληλα δεν βεβαιώνει ότι αυτά προκύπτουν από συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε με επίκληση η ενάγουσα. Κατά το σκέλος τούτο, στο οποίο συμφύρονται αιτιάσεις από τους αριθ. 10 και 11 περ. γ' του άρθ. ΚΠολΔ, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος (α) το μεν ως αβάσιμος, διότι από την διαλαμβανομένη στην προσβαλλομένη απόφαση βεβαίωση ότι το δικαστήριο για τον σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψη τ' αναφερόμενα εκεί αποδεικτικά μέσα (μαρτυρικές καταθέσεις, ένορκες βεβαιώσεις, προσκομισθέντα από τους διαδίκους έγγραφα) προκύπτει ότι τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά δεν δέχθηκε χωρίς απόδειξη αλλά με βάση τις προσκομισθείσες ως άνω αποδείξεις (αριθ. 10), έλαβε δε ειδικά υπόψη τις ως άνω μαρτυρική κατάθεση και ένορκη βεβαίωση (αριθ. 11γ), όπως άλλωστε ρητά αναφέρεται στο αναιρετήριο (β) το δε, καθόσον μέρος του πλήττει ευθέως την από το δικαστήριο εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων αυτών, ως προδήλως απαράδεκτος (άρθ. 561 § 1 ΚΠολΔ). Αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος είναι ο λόγος αυτός και ως προς την τελευταία αποδιδομένη πλημμέλεια της μη λήψης υπόψη της από 12-2-2007 αίτησης προς τη Νομαρχία Αθηνών, από την οποία αποδεικνύεται, κατά τα εκεί εκτιθέμενα, ότι την αίτηση για την έκδοση της διαπιστωτικής πράξης για την αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης συνέταξε, υπέγραψε και κοινοποίησε στη Νομαρχία η ενάγουσα αναιρεσίβλητη, καθόσον από την ίδια ως άνω βεβαίωση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη και αυτό το έγγραφο. Σε κάθε περίπτωση οι αποδιδόμενες ως άνω αναιρετικές πλημμέλειες αφορούν ισχυρισμό (με ποίου προσώπου την πρωτοβουλία και τις ενέργειες πραγματοποιήθηκε η άρση της απαλλοτρίωσης), ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, δεν έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και δη στην δημιουργία και ύπαρξη αξίωσης της ενάγουσας και αντίστοιχης υποχρέωσης των εναγομένων για την απόληψη αμοιβής από την εκτέλεση της δοθείσας σ' αυτήν εντολής για τον καθορισμό αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση του ακινήτου των εναγομένων.
Επομένως, η εδώ ερευνωμένη με στοιχ. Α' αίτηση αναίρεσης πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό της.
V. Επί της από 25-7-2012 αίτησης και των επ' αυτής από 3-1-2013 προσθέτων λόγων της Χ. Ψ. κατά των Ε. Μ. κ.λπ. (με στοιχ. Β' υπόθεση).
i. (Α) Κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο ως άνω λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά τα γενόμενα δεκτά με την απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν αυτός δεν εφαρμοσθεί, μολονότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή. Ο λόγος αυτός αναίρεσης για παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται και όταν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στον συγκεκριμένο κανόνα δικαίου αρκέσθηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα εκείνων που ο κανόνας αυτός απαιτεί για την γένεση του δικαιώματος (νομική αοριστία). Εξάλλου, κατά το άρθ. 91 § 1 του κυρωθέντος με το ν.δ. 3026/1954 Κώδικα περί Δικηγόρων ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, εκτός από τις δαπάνες, και αμοιβή για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη, σύμφωνα δε με το άρθ. 92 §§ 1, 3 - 5 του ίδιου Κώδικα, όπως ίσχυε, ως εκ του εδώ κρισίμου χρόνου, πριν την τροποποίησή του με το άρθ. 16 § 7 ν. 3472/2006 (α) η αμοιβή του δικηγόρου κανονίζεται με συμφωνία αυτού και του εντολέα του, που περιλαμβάνει είτε την όλη διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης, είτε μέρος ή κατ' ιδίαν πράξεις αυτής, ή κάθε άλλης φύσεως νομικές εργασίες κ.λπ. (β) επιτρέπεται συμφωνία που εξαρτά την αμοιβή ή το είδος αυτής από την έκβαση της δίκης ή του αποτελέσματος ή από οποιαδήποτε άλλη αίρεση, όπως και συμφωνία για αμοιβή με εκχώρηση ή μεταβίβαση μέρους του αντικειμένου της δίκης ή της εργασίας (εργολαβία δίκης), η συμφωνία, όμως, αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% του αντικειμένου της δίκης (γ) προκειμένου περί συμφωνίας, κατά την οποία η αμοιβή εξαρτάται από την έκβαση της δίκης (δηλ. περί εργολαβίας δίκης) που αφορά απαιτήσεις γενικά υπαλλήλων κ.λπ. από εργασιακή σύμβαση η σχετική σύμβαση πρέπει να καταρτίζεται εγγράφως και να γνωστοποιείται στον Δικηγορικό Σύλλογο, του οποίου είναι μέλος ο δικηγόρος, με την προσκομιδή αντιγράφου, εις διπλούν, του εγγράφου της σύμβασης στα γραφεία του οικείου Συλλόγου, μέσα σε προθεσμία 20 ημερών από την κατάρτιση της σύμβασης, εάν δε η προθεσμία αυτή παρέλθει η σύμβαση θεωρείται εξαρχής άκυρη (δ) η παραπάνω συμφωνία που εξαρτά την αμοιβή από την έκβαση της δίκης (εργολαβία δίκης), τότε μόνο ισχύει, όταν ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξαγάγει την δίκη μέχρι τελεσιδικίας, χωρίς σε περίπτωση αποτυχίας να λάβει κάποια αμοιβή. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθ. 161 §§ 6 και 7 του αυτού Κώδικα και 9 ν. 1093/1980 συνάγεται ότι για να είναι ισχυρή και έγκυρη η συμφωνία περί εργολαβίας δίκης, και όταν αυτή αφορά, μεταξύ άλλων, αμοιβή για τον καθορισμό τιμής μονάδας αποζημίωσης απαλλοτριουμένου ακινήτου, απαιτείται η έγγραφη κατάρτιση της σύμβασης μεταξύ του εντολέα και του δικηγόρου του και η εμπρόθεσμη (εντός 20 ημερών από την κατάρτισή της) αναγγελία αυτής στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, ως συστατικοί τύποι, καθώς και η εκ μέρους του δικηγόρου ρητή ανάληψη της υποχρέωσης διεξαγωγής της δίκης μέχρι τελεσιδικίας και χωρίς, σε περίπτωση αποτυχίας, να λάβει αμοιβή (άρθ. 158, 159, 174, 180 ΑΚ), τα στοιχεία δε αυτά αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο της σχετικής αγωγής για να είναι αυτή ορισμένη κατ' άρθ. 216 § 1 ΚΠολΔ και, επομένως, παραδεκτή. Πρέπει να σημειωθεί, τέλος, ότι η διάταξη του άρθ. 92 § 4 του Δικηγορικού Κώδικα (και η παραπέμπουσα σ' αυτήν διάταξη του άρθ. 9 ν. 1093/1980) που επιβάλλει ως κύρωση για την (μη έγγραφη κατάρτιση και την) μη (εμπρόθεσμη) αναγγελία του εργολαβικού δίκης σε υποθέσεις αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, την ακυρότητα της σύμβασης αυτής δεν είναι αντίθετη προς την διάταξη του άρθ. 25 § 1 εδ. δ' του Συντάγματος και την καθιερουμένη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 27/2008). Στην προκειμένη περίπτωση με την από 26-11-2009 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε σε δεύτερο βαθμό η προσβαλλομένη 276/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα εξέθετε, ότι με το από 1-6-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό οι εναγόμενοι και τώρα αναιρεσίβλητοι (στην με στοιχ. Β' υπόθεση), σε επιβεβαίωση και συνέχεια προφορικά ήδη συμφωνηθέντων, ανέθεσαν σ' αυτήν ως δικηγόρο και αυτή ανέλαβε να ενεργήσει ό,τι ήταν απαραίτητο για τον καθορισμό προσωρινής και οριστικής μονάδας αποζημίωσης για την απαλλοτριουμένη ιδιοκτησία τους, δηλ. οικόπεδο στον Δήμο Αμαρουσίου Αττικής ανήκον κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου 2/8 στην πρώτη και κατά 3/8 σε εκάτερο των λοιπών, έναντι αμοιβής προσδιοριζομένης σε ποσοστό 6% επί του ποσού της καθορισθησομένης οριστικά συνολικής αποζημίωσης, ότι ως χρόνος καταβολής της αμοιβής αυτής συμφωνήθηκε ο χρόνος ολοκλήρωσης της εντολής, δηλ. αυτός της έκδοσης της απόφασης του Εφετείου Αθηνών περί καθορισμού της οριστικής τιμής μονάδας, της αμοιβής της μη εξαρτηθείσης από την εξόφληση της αποζημίωσης εκ μέρους των υποχρέων, και ότι σε εκτέλεση της εντολής αυτής υπέβαλε στα αρμόδια δικαστήρια, δηλ. το Μονομελές Πρωτοδικείο και Εφετείο Αθηνών, τις σχετικές αιτήσεις και εκδόθηκαν αντίστοιχες αποφάσεις, ειδικότερα δε την 12-4-2005 η 2874/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία το σύνολο της αποζημίωσης που καθορίσθηκε ως οριστική για την ιδιοκτησία των εναγομένων εντολέων της ανήλθε στο ποσό των 865.981,14 ευρώ και επομένως με την έκδοση της ως άνω απόφασης οι εναγόμενοι όφειλαν να καταβάλουν σ' αυτήν (πέραν της αμοιβής της για άλλες ενέργειες στα πλαίσια της αυτής απαλλοτρίωσης που δεν ενδιαφέρουν εδώ) για τις ως άνω υποθέσεις (καθορισμός τιμής μονάδας αποζημίωσης) την συμφωνηθείσα αμοιβή της ανερχομένη σε 51.958,86 ευρώ, άλλως σε 39.693,99 ευρώ, άλλως - σε περίπτωση ακυρότητας για οποιοδήποτε λόγο της ως άνω συμφωνίας - με βάση τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων σε 89.023,41 ευρώ ή κατ' άλλο υπολογισμό σε 25.979,43 ευρώ κ.λπ., με βάση δε τα περιστατικά αυτά (και άλλα που δεν ενδιαφέρουν εδώ) ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν σ' αυτήν, κάθε ένας εις ολόκληρον, άλλως κατά τα ως άνω ποσοστά τους, πέραν των αναφερομένων εκεί ποσών για την εκτέλεση άλλων εντολών των εναγομένων, τα ως άνω ποσά ως αμοιβή της για την διεξαγωγή των ως άνω συγκεκριμένων υποθέσεων (καθορισμός προσωρινής και οριστικής τιμής μονάδας), υπολογιζομένη, όπως προαναφέρθηκε, με βάση το παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό σε ποσοστό 6% επί της συνολικής αποζημίωσης κ.λπ. Το Εφετείο Πειραιώς, ερευνώντας σε δεύτερο βαθμό την αγωγή, με την προσβαλλομένη 276/2012 απόφασή του και όπως απ' αυτήν προκύπτει δέχθηκε ως προς την βάση για την επιδίκαση αμοιβής για τις ως άνω υποθέσεις (προσωρινό και οριστικό προσδιορισμό τιμής μονάδας αποζημίωσης) ότι (α) σύμφωνα με τα ως άνω εκτιθέμενα στην αγωγή πρόκειται για αξίωση αμοιβής από εργολαβία δίκης και όχι από σύμβαση μεταξύ της δικηγόρου και των εντολέων της, με την οποία αυτοί της ανέθεσαν τον δικαστικό ή εξώδικο χειρισμό υπόθεσής τους και ανέλαβαν την υποχρέωση να της καταβάλουν για το σύνολο των ενεργειών της ορισμένη αμοιβή, αφού τέτοια αμοιβή δεν αναγράφεται στο συμφωνητικό (β) με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή κατά τούτο είναι αόριστη, καθόσον δεν αναφέρεται ότι η σχετική σύμβαση (εργολαβίας δίκης) γνωστοποιήθηκε εντός 20 ημερών από την υπογραφή της στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο και ότι η ενάγουσα δικηγόρος σε περίπτωση αποτυχίας δεν θα ελάμβανε αμοιβή, με βάση δε τα γενόμενα ως άνω δεκτά εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά το σκέλος αυτό, απέρριψε την αγωγή κατά την ως άνω βάση ως αόριστη και υπολόγισε την αμοιβή της ενάγουσας για τις υποθέσεις αυτές σύμφωνα με τα ελάχιστα όρια που ορίζονται στον Κώδικα περί Δικηγόρων. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, δηλ. ότι η αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο στηριζόταν, ως προς τις συγκεκριμένες αξιώσεις, κατά την ως άνω κύρια βάση της, σε σύμβαση εργολαβίας δίκης, και ότι ως τοιαύτη ήταν αόριστη λόγω έλλειψης των προαναφερθέντων στοιχείων, δεν παραβίασε, με εσφαλμένη υπαγωγή των εκτιθεμένων στην αγωγή πραγματικών περιστατικών, τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, καθόσον πράγματι με αυτήν εισήγετο αξίωση δικηγορικής αμοιβής με βάση σύμβαση εργολαβίας δίκης (αφού κατά τα εκτιθέμενα σ' αυτήν συμφωνήθηκε αμοιβή ποσοστού 6% επί της καθορισθησομένης οριστικής αποζημίωσης απαλλοτρίωσης, δηλ. "δι' εκχωρήσεως... μέρους του αντικειμένου της δίκης"), ενώ, εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι αντισυνταγματική η διάταξη του άρθ. 92 § 4 του Κώδικα περί Δικηγόρων (που εξαρτά το κύρος της σύμβασης εργολαβίας δίκης από την εντός ορισμένης προθεσμίας κατάθεσή της στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο) και επομένως, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου συναφείς και ταυτόσημοι λόγοι αναίρεσης με στοιχ. Α' κύριος και 1ος, 2ος, 3ος και 4ος πρόσθετοι, από το άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η περιεχομένη στον 2ο πρόσθετο λόγο αναίρεσης ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη το προταθέν με την αγωγή "πράγμα" ότι η αμοιβή της αναιρεσείουσας για τις δύο αυτές υποθέσεις συμφωνήθηκε σε 6% επί του ποσού της συνολικής αποζημίωσης που επρόκειτο να καθορισθεί συνολικά, ότι δηλ. υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθ. 8 της ως άνω διάταξης, ερείδεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι ο αγωγικός αυτός ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη, αλλά εκτιμήθηκε διαφορετικά. Τέλος και συναφώς προς τα παραπάνω ο με στοιχ. Β' κύριος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 20 του αυτού ως άνω άρθρου, με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο του από 1-6-2003 ιδιωτικού συμφωνητικού δεχθέν, σχετικά με την εκτέλεση των απαραίτητων δικαστικών και εξωδίκων ενεργειών για τον καθορισμό αποζημίωσης του ακινήτου των αναιρεσιβλήτων, ότι είχε συναφθεί σύμβαση εργολαβίας δίκης, ενώ επρόκειτο για συμφωνία του άρθ. 92 § 1 του Κώδικα των Δικηγόρων, πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι ως προς την σχετική βάση της αγωγής το δικαστήριο δεν προχώρησε στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, διατυπώνοντας αντίστοιχο αποδεικτικό πόρισμα, ώστε να είναι δυνατόν να προβεί σε παραμόρφωση του περιεχομένου του εγγράφου αυτού, αλλά την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 1611/2008). ii. Kατά το άρθρο 98 του κυρωθέντος με το ν.δ. 3026/1954 "περί του Κώδικος των Δικηγόρων", σε περίπτωση έλλειψης ειδικής συμφωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του, το ποσό της αμοιβής του πρώτου ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των επομένων άρθρων του Κώδικα αυτού. Ειδικότερα: (Α) Κατά τα άρθ. 100 §§ 1 εδ. α' και 2 και 107 § 1 του Κώδικα αυτού το ελάχιστο όριο αμοιβής για την σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται σε 2% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής, εάν δε το αίτημα της αγωγής δεν συνίσταται σε ορισμένη χρηματική απαίτηση το ελάχιστο όριο αμοιβής καθορίζεται κατά τα ως άνω με βάση την πραγματική αξία του αντικειμένου της αγωγής, ενώ για την σύνταξη προτάσεων για την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, το ελάχιστο όριο της αμοιβής του μεν δικηγόρου του εναγομένου είναι ίσο προς το οριζόμενο στα άρθ. 100 επ. για την σύνταξη της αγωγής, του δε δικηγόρου του ενάγοντος το μισό αυτής, ουδέποτε όμως είναι κατώτερο των 20 δρχ. για τις υποθέσεις ενώπιον του Ειρηνοδικείου και των 50 δρχ. για τις ενώπιον του Πρωτοδικείου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 114 §§ 1 και 2 του ανωτέρω Κώδικα για την σύνταξη κάθε άλλης αίτησης, που δεν κατονομάζεται στον Κώδικα αυτόν, ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών το ελάχιστο όριο της αμοιβής του δικηγόρου είναι 40 δρχ., για παράσταση δε προς συζήτηση των αιτήσεων αυτών, εφόσον κατατίθεται και σημείωμα ή προτάσεις, το ελάχιστο όριο είναι 30 δρχ. Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι το ελάχιστο όριο αμοιβής του δικηγόρου για την σύνταξη αίτησης αναγνώρισης δικαιούχων, η οποία δεν αναφέρεται ειδικά στον Κώδικα, και προτάσεων για την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου συζήτησή της, καθορίζεται από τις ως άνω διατάξεις του άρθ. 114 §§ 1 και 2 του Κώδικα αυτού, ως πλέον αρμόζουσες στην φύση της αίτησης αυτής και όχι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 100 § 2 και 107 § 1 αντίστοιχα του ως άνω Κώδικα, δηλ. σε ποσοστό 2% και 1% επί της οριστικώς καθορισθείσης αποζημίωσης. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από την εισαγομένη με την §5 του αυτού άρθρου ρητή εξαίρεση ως προς την απολύτως συναφή αίτηση προσδιορισμού αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση ακινήτων, η οποία προηγείται χρονικά της αναγνώρισης δικαιούχων και αποτελεί προϋπόθεση αυτής, για την οποία (αίτηση προσδιορισμού αποζημίωσης) ορίζεται ότι το ελάχιστο όριο αμοιβής προσδιορίζεται κατά το άρθ. 100 με βάση την αξία των ακινήτων, καθόσον άλλως και η αμοιβή για την αίτηση αυτή θα καθοριζόταν κατά τ' αναφερόμενα στο άρθ. 114. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε ότι οι εναγόμενοι ως συγκύριοι του εκεί αναφερομένου ρυμοτομουμένου οικοπέδου ανέθεσαν στην ενάγουσα δικηγόρο, αρχικά προφορικά και στην συνέχεια με το από 1-6-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό να ενεργήσει ό,τι ήταν απαραίτητο για τον καθορισμό προσωρινής και οριστικής μονάδας αποζημίωσης για το απαλλοτριούμενο ακίνητό τους, ότι η ενάγουσα σε εκτέλεση της εντολής αυτής υπέβαλε στο όνομα και για λογαριασμό των εναγομένων σχετική αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο με την 223/2004 απόφασή του καθόρισε προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης στα εκεί ποσά, στην συνέχεια δε αίτηση για καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας στο Εφετείο Αθηνών, το οποίο με την 2874/2005 απόφασή του καθόρισε οριστική τιμή, κατά τα ειδικότερα εκεί εκτιθέμενα, ότι πέραν των ανωτέρω ενεργειών (δηλ. της υποβολής αιτήσεων για τον προσδιορισμό προσωρινής και οριστικής αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση του ακινήτου των εναγομένων αναιρεσιβλήτων) οι εναγόμενοι έδωσαν προφορικά στην ενάγουσα την εντολή να υποβάλει αίτηση για την αναγνώρισή τους ως δικαιούχων της καθορισθείσης (με την 2874/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών) αποζημίωσης, στα πλαίσια δε της εντολής αυτής η ενάγουσα συνέταξε και υπέβαλε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την από 26-3-2004 σχετική αίτηση των εναγομένων, ότι κατά την συζήτηση της αίτησης αυτής η ενάγουσα υπέβαλε προτάσεις, ότι η αίτηση αυτή έγινε δεκτή με την 1689/2005 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, ότι η αμοιβή που δικαιούται η ενάγουσα για τις ενέργειες αυτές υπολογίζεται με βάση τις διατάξεις του άρθ. 114 §§ 1 και 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων και ανέρχεται σε 45,19 ευρώ, προσαυξανομένη κατά 5% για κάθε έναν πέραν του ενός εντολέων της, δηλ. συνολικά σε 49,70 ευρώ, ότι η ενάγουσα είχε προσυμφωνήσει προφορικά με τους εναγομένους, ενόψει της υποβολής της αίτησης, να λάβει ως αμοιβή για την υπόθεση αυτή το ποσό των 1000 ευρώ, το οποίο και της καταβλήθηκε τελικά και κατά συνέπεια δεν δικαιούται κάποιο ποσό ως αμοιβή για τις ενέργειες αυτές και τα σχετικά κονδύλια της αγωγής, στα οποία ο υπολογισμός της αμοιβής γίνεται, εσφαλμένα, με ποσοστά επί του αντικειμένου της δίκης είναι ουσιαστικά αβάσιμα. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο ουδόλως παραβίασεν ευθέως τις ως άνω διατάξεις του άρθ. 114 του Κώδικα περί Δικηγόρων, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, αφού ήταν εφαρμοστέες, ούτε τις διατάξεις των άρθ. 100 και 107 του ίδιου κώδικα, τις οποίες ορθά δεν εφάρμοσε, διότι δεν ήταν εφαρμοστέες. Επομένως, πρέπει ν' απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου λόγοι αναίρεσης κύριος με στοιχ. Γα και πρόσθετοι 5ος και 6ος, όλοι από το άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. (Β) Κατά το άρθ. 100 § 1 του ως άνω Κώδικα το ελάχιστο όριο της αμοιβής για την σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της (εδ. α'), ενώ επί αγωγών από συναλλαγματικές και γραμμάτια σε διαταγή κατά την έκτακτη διαδικασία αυτών το ανωτέρω ποσό μειώνεται στο ήμισυ (εδ. β'). Εξάλλου, κατά το άρθ. 114 § 3 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, για την σύνταξη κάθε άλλης αίτησης που δεν κατονομάζεται ειδικά στον Κώδικα αυτόν το ελάχιστο όριο αμοιβής του δικηγόρου ενώπιον του προέδρου είναι 30 δρχ. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται με σαφήνεια ότι εκείνη του άρθρου 100 § 1β του Κώδικα των Δικηγόρων εφαρμόζεται και επί αιτήσεων προς έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση συναλλαγματικές και γραμμάτια σε διαταγή, αλλά, για την ταυτότητα του λόγου, και με βάση οποιαδήποτε άλλα έγγραφα, αφού και στην περίπτωση αυτή τηρείται η ίδια διαδικασία.
Συνεπώς, εφόσον η αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τους ως άνω πιστωτικούς τίτλους και τα άλλα έγγραφα περιλαμβάνεται στη διάταξη του άρθρου 100 § 1β του Κώδικα των Δικηγόρων, μολονότι δεν κατονομάζεται ρητώς σ' αυτήν, η αμοιβή του δικηγόρου για την σύνταξη της παραπάνω αίτησης ορίζεται σε ποσοστό 1% επί της αξίας του αντικειμένου της (ΑΠ 1031/2008). Στην κρινομένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε περαιτέρω, ότι, επειδή οι καθών η απαλλοτρίωση κωλυσιεργούσαν και δεν εκπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους, παρά την έκδοση των παραπάνω αποφάσεων, η ενάγουσα υπέβαλε αρμοδίως αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά των υποχρέων προς αποζημίωση και εκδόθηκε επ' αυτής η 9130/2006 διαταγή πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για το συνολικό ποσό των 681.753,36 ευρώ, πλέον ποσού 18.500 ευρώ για δικαστική δαπάνη, η ενάγουσα, όμως, δεν δικαιούται αμοιβή για την υποβολή της αίτησης προς έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής και δη ανερχομένη σε ποσοστό 2% επί του συνολικού κεφαλαίου των 681.753,36 ευρώ (δηλ. 13.635,07 ευρώ, όπως ζήτησε), αφού πρόκειται για το ίδιο κεφάλαιο που αναφέρεται στην εφετειακή απόφαση (για τον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης), για το οποίο η ενάγουσα δικαιούται την αναφερομένη σε άλλο σημείο της προσβαλλομένης απόφασης αμοιβή, με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, καθόσον από τις διατάξεις των άρθ. 100, 101 § 1, 103 και 107 § 1 του ως άνω Κώδικα, προκύπτει, ότι, όταν περισσότερες αγωγές που ασκούνται με χωριστά δικόγραφα, έχουν την ίδια ιστορική και νομική αιτία και το ίδιο αντικείμενο, δεν οφείλεται ιδιαίτερη, σε ποσοστό, αμοιβή στον δικηγόρο που συνέταξε αυτές και τις επ' αυτών προτάσεις, αλλά μία μόνο αμοιβή, καθόσον πρόκειται στην ουσία για την ίδια εργασία. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ως άνω διατάξεις και δη του άρθ. 100 § 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων, από τις οποίες προκύπτει, όπως προαναφέρθηκε, ότι για την σύνταξη διαταγής πληρωμής οφείλεται αμοιβή ποσοστού 1% επί της αξίας του αντικειμένου της αίτησης. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης κύριος με στοιχ. Γβ και 7ος και 8ος πρόσθετοι, άπαντες αληθώς μόνον από τον αριθ. 1 του άρθ. 559 ΚΠολΔ. (Γ) Το άρθρο 116 του ως άνω Κώδικα δεν ορίζει αμοιβή για την σύνταξη προτάσεων σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, ενώ από το άρθρο 176 του Κώδικα αυτού, συνάγεται ότι πρέπει το κενό να πληρωθεί με προσφυγή σε ανάλογη εφαρμογή των διατάξεών του. Οι διατάξεις των άρθρων 107, 108 και 110 του εν λόγω Κώδικα, οι οποίες προνοούν για την αμοιβή που καθορίζεται σε ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής και αφορούν την κατά την τακτική διαδικασία υποβολή υποχρεωτικά προτάσεων, δεν είναι πρόσφορες να εφαρμοσθούν αναλογικά, λόγω έλλειψης ταυτότητας του νομικού λόγου. Περισσότερο αρμόζουν οι διατάξεις των παραγράφων 1-4 του άρθρου 114, διότι, σε αντίθεση προς την τακτική διαδικασία, η δίκη για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων είναι απλή και συνοπτική, περιοριζόμενη ιδίως στην ανάπτυξη της υπόθεσης στο ακροατήριο, χωρίς την υποχρέωση κατάθεσης προτάσεων (ΑΠ 956/2007). Επομένως το Εφετείο, το οποίο δέχθηκε στην συνέχεια, ότι μετά την επίδοση της παραπάνω διαταγής πληρωμής ορισμένοι από τους καθών αυτή άσκησαν τις εκεί αναφερόμενες ανακοπές και αιτήσεις αναστολής της εκτέλεσης αυτής, ότι κατά την συζήτηση των αιτήσεων αναστολής η ενάγουσα εκπροσώπησε τους εναγομένους εντολείς της και κατέθεσε σχετικά σημειώματα (προτάσεις), ότι η αμοιβή που δικαιούται η ενάγουσα για τις ενέργειες αυτές υπολογίζεται με βάση τις διατάξεις του άρθ. 114 §§ 1 και 2 του ως άνω Κώδικα και όχι με βάση εκείνες των άρθ. 100 και 107 του ίδιου Κώδικα (δηλ. σε ποσοστό 1% επί του ποσού της διαταγής πληρωμής), ανερχομένη στα αναφερόμενα στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ποσά, δεν παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και επομένως πρέπει ν' απορριφθεί ο περί του αντιθέτου με στοιχ. Γγ κύριος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 1 του άρθ. 559 ΚΠολΔ.
VI. Σύμφωνα με όλα τα προαναφερθέντα πρέπει (α) ν' απορριφθεί η από 20-6-2012 αίτηση των Ε. Μ. κ.λπ. (με στοιχ. Α') για αναίρεση της 276/2012 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς (την οποία αφορά και η παραδεκτά υποβληθείσα, με τις κατατεθείσες πριν την συζήτηση προτάσεις αυτών, αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων με την καταδίκη της αναιρεσίβλητης στην απόδοση του καταβληθέντος σ' αυτήν ποσού σε εκτέλεση της αναιρουμένης απόφασης, η ευδοκίμηση της οποίας προϋπέθετε, βέβαια, την παραδοχή της αναίρεσής τους) (β) ν' αναιρεθεί κατά το αναφερόμενο πιο πάνω μέρος της η προσβαλλομένη απόφαση (κατά μερική παραδοχή της από 25-7-2012 αίτησης και των επ' αυτής από 3-1-2013 προσθέτων λόγων της Χ. Ψ., με στοιχ. Β' υπόθεση, κατά τα ειδικότερα ως άνω εκτιθέμενα), να παραπεμφθεί η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση, κατά το μέρος τούτο προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρουμένη απόφαση, αφού αυτό μπορεί να συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθ. 580 § 3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε τελικά με το άρθ. 65 § 1 ν. 4139/2013), και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες - αναιρεσίβλητοι Ε. Μ., Δ. Μ. και Κ. Μ. στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης - αναιρεσείουσας Χ. Ψ., κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Θεωρεί ότι δεν ασκήθηκε η από 15-2-2013 ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση, των Ε. Μ. κ.λπ.
Συνεκδικάζει (1) (Α) την από 20-6-2012 αίτηση των Ε. Μ., Δ. Μ. και Κ. Μ. και (Β) την από 25-7-2012 αίτηση και τους επ' αυτής από 3-1-2013 πρόσθετους λόγους της Χ. Ψ., για αναίρεση της 276/2012 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς και (2) την από 11-7-2013 πρόσθετη παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς υπέρ των αναιρεσειόντων της Α' υπόθεσης και αναιρεσιβλήτων της Β' και κατά της αναιρεσίβλητης στην Α' υπόθεση και αναιρεσείουσας στην Β'.
Απορρίπτει την ως άνω πρόσθετη παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Καταδικάζει τον ως άνω παρεμβαίνοντα στα δικαστικά έξοδα της καθής η παρέμβαση, τα οποία ορίζει σε επτακόσια (700) ευρώ.
Απορρίπτει την από 20-6-2012 αίτηση των Ε. Μ. κ.λπ. για αναίρεση της 276/2012 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς.
Αναιρεί κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος την ως άνω απόφαση.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το μέρος τούτο προς περαιτέρω εκδίκαση στο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες - αναιρεσίβλητους Ε. Μ. κ.λπ. στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης -αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Ιανουαρίου 2014

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή




Σχόλια