Καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό | διάθεση της κατάθεσης | σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως η κατάθεση και ο απ` αυτή λογαριασμός στους επιζώντες? Προϋποθέσεις σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 Ν. 5638/1932

 Κοινός λογαριασμός

Επί των καταθέσεων σε κοινό λογαριασμό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 Ν. 5638/1932, τα οποία επίσης διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ` στοιχ. α` ΝΔ 118/1973, ορίζεται, αντιστοίχως :



(α) ότι δύναται να τεθεί ο όρος ότι, με το θάνατο οποιουδήποτε των δικαιούχων, η κατάθεση και ο εξ αυτής λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως στους λοιπούς επιζώντες, μέχρι του τελευταίου αυτών, οπότε η κατάθεση περιέρχεται σ` αυτούς ελεύθερη παντός φόρου κληρονομιάς η άλλου τέλους ..."

 και

 (β) ότι διάθεση της κατάθεσης με πράξη είτε εν ζωή, είτε αιτία θανάτου δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του αποβιώσαντος είτε εξ αδιαθέτου είτε εκ της διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων τοιούτων ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της κατάθεσης. Από τις διατάξεις αυτές, από τις οποίες η πρώτη αναφέρεται στις εσωτερικές μεταξύ των περισσοτέρων καταθετών σχέσεις, ενώ η δεύτερη ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ της τράπεζας, στην οποία έχει γίνει η κατάθεση και των περισσότερων καταθετών, συνδυαζόμενες και με τις προαναφερόμενες, προκύπτει, ότι, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, δεν χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους κληρονόμους του έναντι της τράπεζας, κατά της οποίας και δεν μπορούν να στραφούν, επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι, διαφορετικά, θα επερχόταν μεταβολή του προσώπου του καταθέτη χωρίς την συγκατάθεση της τράπεζας.

Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τράπεζας, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης, οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν απ` αυτόν το τμήμα εκείνο της κατάθεσης που αναλογεί στον δικαιοπάροχό τους με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών, εκτός εάν έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 Ν. 5638/1932, ότι σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως η κατάθεση και ο απ` αυτή λογαριασμός στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της κατάθεσης, που αναλογούσε σε εκείνον, όπως θα μπορούσαν αν δεν είχε τεθεί ο, ως άνω όρος, του οποίου σε αυτό και μόνο εξαντλείται η νομική ενέργεια (Α.Π. 1782/2007, Α.Π. 1357/2007). Αυτός που επικαλείται την πιο πάνω εξαίρεση της ύπαρξης του προσθέτου όρου του άρθρου 2 του ν. 5638/1932, που αποτελεί ένσταση, φέρει και το βάρος της απόδειξης. 



Αριθμός 1946/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2` Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη και Πηνελόπη Ζωντανού Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 28 Απριλίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος : Π. Π. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Βρέλλο.

Της αναιρεσιβλήτου: Π. χήρας Π. Π., το γένος Β. Α., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Μηνακάκη, ο οποίος ανεκάλεσε την από 3-4-2014 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-6-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σπαρτης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 144/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 54/2013 του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά ο αναιρεσείων με την από 10-7-2013 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Πηνελόπη Ζωντανού, ανέγνωσε την από 15-4-2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης και να γίνει δεκτός ο προτεινόμενος αυτεπαγγέλτως εκ του άρθρθου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι) Με την από 10-7-2013 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 54/2013 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου, με την οποία, αφού έγινε δεκτή η ασκηθείσα κατ` αυτής έφεση, εξαφανίστηκε η πρωτόδικη 144/2008 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης και κρίθηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή για το ποσό των 188.781 ευρώ, το οποίο υποχρεώθηκε ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων να καταβάλει στην εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η υπό κρίση αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566§1 Κ.Πολ.Δ ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577§3 Κ.Πολ.Δ).

ΙΙ) Από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 Ν 5638/1932, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 1 ΝΔ 951/1971 και διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ` στοιχ. α` ΝΔ 118/1973, συνδυαζόμενες και με εκείνες των άρθρων 2 παρ.1 ΝΔ της 17.7/13.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών" και 411, 489, 490, 491 και 493 του ΑΚ, προκύπτει, ότι, σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα του ιδίου του καταθέτη και τρίτου ή τρίτων σε κοινό λογαριασμό και ανεξαρτήτως του εάν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς απ` αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της κατάθεσης (τράπεζας) αφετέρου ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, υπό την έννοια των άρθρων 489 έως 493 του ΑΚ, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από έναν από τους δικαιούχους να γίνεται εξ ιδίου δικαίου, εάν δε αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της χρηματικής κατάθεσης από έναν δικαιούχο επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρον έναντι του δέκτη της κατάθεσης (τράπεζας) και ως προς τον άλλον, δηλαδή τον δικαιούχο που δεν ανέλαβε, ο οποίος από το νόμο πλέον αποκτά απαίτηση έναντι εκείνου, που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση, για την καταβολή ποσού ίσου προς το μισό της κατάθεσης (493 ΑΚ), εκτός εάν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα επί ολόκληρου του ποσού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, από μέρους αυτού, που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού (Α.Π 1782/2007, ΑΠ 855/2002). Η εσωτερική σχέση μεταξύ των περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού μπορεί να είναι επαχθής ή χαριστική. Η εσωτερική σχέση είναι χαριστική όταν μεταξύ τους οι συνδικαιούχοι συνδέονται με σύμβαση δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου, με κληροδοσία ή άλλη χαριστική επίδοση εν ζωή ή αιτία θανάτου. Η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων καθορίζει και το μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής (ΑΠ 539/1992). Στην περίπτωση, κατά την οποία μεταξύ των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ιδιαίτερη εσωτερική σχέση αναφορικά με το δικαίωμα αναγωγής, πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, η οποία θεμελιώνει μια εκ του νόμου εσωτερική μεταξύ των συνδικαιούχων σχέση ως εκ των έσω αντανάκλαση της ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που η εσωτερική σχέση δεν προβλέπει τα μερίδια μεταξύ των συνδικαιούχων. Στις περιπτώσεις αυτές οι συνδικαιούχοι έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, από την κατάθεση των χρημάτων σε κοινό λογαριασμό, καθένας από τους αναφερόμενους σ` αυτόν αποκτά δικαίωμα έναντι της τράπεζας για την απόδοση και ολόκληρης της ποσότητας των χρημάτων, χωρίς τη σύμπραξη των άλλων, δεν έχει όμως το δικαίωμα μόνος να εγγράψει στον κοινό λογαριασμό τρίτο πρόσωπο ως συνδικαιούχο, χωρίς τη συναίνεση των λοιπών συνδικαιούχων, διότι άλλως καταστρατηγούνται τα δικαιώματα τους, δεδομένου ότι ο συνδικαιούχος κοινού λογαριασμού έχει ίδιο και αυτοτελές δικαίωμα στο χρηματικό ποσό της κατάθεσης, που μόνο με τη θέληση του μπορεί να χάσει, με την είσοδο δε εν αγνοία του και άλλου συνδικαιούχου μειώνεται χωρίς την συναίνεσή του το ποσοστό της συμμετοχής του στο χρηματικό ποσό του κοινού λογαριασμού με βάση την εσωτερική σχέση (ΑΠ 712/2009). Επί των καταθέσεων σε κοινό λογαριασμό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 Ν. 5638/1932, τα οποία επίσης διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ` στοιχ. α` ΝΔ 118/1973, ορίζεται, αντιστοίχως (α) ότι δύναται να τεθεί ο όρος ότι, με το θάνατο οποιουδήποτε των δικαιούχων, η κατάθεση και ο εξ αυτής λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως στους λοιπούς επιζώντες, μέχρι του τελευταίου αυτών, οπότε η κατάθεση περιέρχεται σ` αυτούς ελεύθερη παντός φόρου κληρονομιάς η άλλου τέλους ..." και (β) ότι διάθεση της κατάθεσης με πράξη είτε εν ζωή, είτε αιτία θανάτου δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του αποβιώσαντος είτε εξ αδιαθέτου είτε εκ της διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων τοιούτων ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της κατάθεσης. Από τις διατάξεις αυτές, από τις οποίες η πρώτη αναφέρεται στις εσωτερικές μεταξύ των περισσοτέρων καταθετών σχέσεις, ενώ η δεύτερη ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ της τράπεζας, στην οποία έχει γίνει η κατάθεση και των περισσότερων καταθετών, συνδυαζόμενες και με τις προαναφερόμενες, προκύπτει, ότι, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, δεν χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους κληρονόμους του έναντι της τράπεζας, κατά της οποίας και δεν μπορούν να στραφούν, επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι, διαφορετικά, θα επερχόταν μεταβολή του προσώπου του καταθέτη χωρίς την συγκατάθεση της τράπεζας. Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τράπεζας, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης, οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν απ` αυτόν το τμήμα εκείνο της κατάθεσης που αναλογεί στον δικαιοπάροχό τους με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών, εκτός εάν έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 Ν. 5638/1932, ότι σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως η κατάθεση και ο απ` αυτή λογαριασμός στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της κατάθεσης, που αναλογούσε σε εκείνον, όπως θα μπορούσαν αν δεν είχε τεθεί ο, ως άνω όρος, του οποίου σε αυτό και μόνο εξαντλείται η νομική ενέργεια (Α.Π. 1782/2007, Α.Π. 1357/2007). Αυτός που επικαλείται την πιο πάνω εξαίρεση της ύπαρξης του προσθέτου όρου του άρθρου 2 του ν. 5638/1932, που αποτελεί ένσταση, φέρει και το βάρος της απόδειξης. Περαιτέρω, κατά το άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ. ΑΠ 15/2006, Ολ. ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Το κατά νόμον δε αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 253/2013, ΑΠ 69/2013, ΑΠ 1206/2008, ΑΠ 358/200, 361/2008, ΑΠ 610/2007, ΑΠ 1490/2006)

ΙΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση , από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: "Ο Π. ή Π. Π. του Γ., σύζυγος της ενάγουσας και πάππος του εναγομένου, άνοιξε στις 8-1-2004 στο Υποκατάστημα Σκάλας Λακωνίας της Τραπέζης .... τον υπ` αρ. ... κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου, διεπόμενο υπό του Ν. 5638/1932, αρχικά επ` ονόματι του ιδίου και του εναγομένου. Τρεις μόλις μήνες αργότερα και συγκεκριμένα στις 8-4-2004 ο ανωτέρω προσέθεσε και το όνομα της ενάγουσας συζύγου του στον κοινό αυτό λογαριασμό , ενώ είχε δώσει εντολή όπως, παρά την ύπαρξη πλειόνων συνδικαιούχων, η όποια ανάληψη να γίνεται μόνο από τον ίδιο... Ο ανωτέρω απεβίωσε αδιάθετος στις 12-8-2005, ημερομηνία κατά την οποία στον άνω λογαριασμό υπήρχαν 408.843 ευρώ, εκ των οποίων ο εναγόμενος ανέλαβε το σύνολο, ήτοι 120.000 ευρώ στις 24-8-05 και 288.843 ευρώ στις 14-9-05 Το παραπάνω χρηματικό ποσό ανήκε, πέραν πάσης αμφιβολίας, εξ ολοκλήρου στον αποβιώσαντα. αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυτός είχε δώσει ειδική εντολή να γίνεται η όποια ανάληψη χρημάτων μόνο απ` αυτόν ή κατόπιν ρητής εντολής, χωρίς να έχει πρόθεση να δωρίσει σε κάποιον από τους λοιπούς συνδικαιούχους οποιοδήποτε ποσό, αφού σε διαφορετική περίπτωση δεν θα υπήρχε λόγος να είχε προβεί σε τέτοια εντολή (αρθ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ). ..... Με τον τρίτο λόγο της εφέσεως ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία του Νόμου, διότι η εκκαλουμένη εδέχθη ως νόμιμη και ισχυρή την προσθήκη της ενάγουσας, ως συνδικαιούχου στον κοινό λογαριασμό, κάτι όμως που εγένετο χωρίς την έγγραφη συναίνεση του (εναγομένου) και ακολούθως ακύρως. Ο λόγος αυτός απορριπτέος τυγχάνει, πρωτίστως ως απαράδεκτος, διότι ο εκκαλών δεν αναφέρει, ως όφειλε, και την φερομένη ως παραβιασθείσα διάταξη .... Ο εκκαλών επικαλείται βέβαια προς υποστήριξη της νομικής βασιμότητας του ισχυρισμού του (περί ακυρότητας της εν λόγω προσθήκης) την προσκομιζόμενη ΑΠ 1257/2010, η οποία όμως αφορά άλλο Τραπεζικό Ίδρυμα (.............), για το οποίο πράγματι προεβλέπετο, δυνάμει όχι Νόμου, αλλά του, έχοντος ισχύ συμβολαιογραφικού εγγράφου, εσωτερικού του κανονισμού (υπ` αρ. .../2007 πράξη συμφ/φου Αθηνών .......), κατά τον οποίο οποιαδήποτε εντολή προς την Τράπεζα έπρεπε να δίνεται εγγράφως. Ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος, φέρων το βάρος της επικλήσεως της ακυρότητας της δικαιοπραξίας ... δεν επικαλείται και πολύ περισσότερο δεν προσκομίζει το σχετικό κανονισμό της Τράπεζας ........ , από το οποίο να προκύπτει με σαφήνεια η σχετική αντίθεση. Ούτε δε μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής απόδειξη η απλή γενικόλογη αποστροφή της καταθέσεως του άνω μάρτυρος Ι. Σ. ότι απαιτείτο και στην Τράπεζα ..... σχετική έγγραφη συναίνεση κάθε συνδικαιούχου πολύ περισσότερο, αφού, αν αληθεύει ο σχετικός ισχυρισμός, πρωτίστως ο ίδιος, ως υπάλληλος του εν λόγω υποκαταστήματος που χειριζόταν τους τραπεζικούς λογαριασμούς του αποβιώσαντος και εξυπηρετούσε αυτόν ακόμη και εκτός υποκαταστήματος (λόγω γήρατος), τυγχάνει υπαίτιος της εν λόγω ακυρότητας. Εν πάση δε περιπτώσει, κατά την άποψη που προκρίνει ως ορθότερη το δικαστήριο, αν υπήρξε παραβίαση εκ μέρους της Τραπέζης των διατυπώσεων που προβλέπει ο εσωτερικός κανονισμός της, αυτό δίνει, ενδεχομένως, στον εναγόμενο το αγωγικό δικαίωμα να στραφεί κατά της τελευταίας και όχι να επικαλεστεί αυτόν (εσωτ. κανονισμό) έναντι της ενάγουσας. Πολύ περισσότερο μάλιστα που η έγγραφη συναίνεση του εναγομένου δεν ελλείπει μόνο κατά την προσθήκη της ενάγουσας ως συνδικαιούχου στις 8-4-2004, αλλά και κατά το άνοιγμα του λογαριασμού στις 8-1-2004, οπότε ο εναγόμενος ορίστηκε ως συνδικαιούχος ....Στην περίπτωση δηλαδή που αληθεύει ο σχετικός ισχυρισμός περί ακυρότητας, τότε άκυρη δεν τυγχάνει μόνο η προσθήκη της ενάγουσας ως συνδικαιούχου, αλλά και αυτού του ιδίου, με αποτέλεσμα (μη υπάρχοντος άλλου συνδικαιούχου) τα χρήματα του τραπεζικού λογαριασμού να κληρονομούνται κατά τις περί εξ αδιαθέτου διαδοχής διατάξεις μόνο από τη σύζυγο του αποβιώσαντος και τα τέσσερα εν ζωή τέκνα του.... Σημειώνεται δε ότι η γνώση του εναγομένου και η μη εναντίωσή του για την μετ` ολίγον μόνο χρόνο προσθήκη της ενάγουσας στον άνω κοινό λογαριασμό..., δεν αμφισβητήθηκε κατά τη δίκη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.... Περαιτέρω με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων ο εκκαλών - εναγόμενος παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, διότι όπως (μεταγενεστέρως της πρωτόδικης δίκης) ανακάλυψε τα τοποθετηθέντα στον άνω τραπεζικό λογαριασμό χρήματα προήρχοντο από χρήματα που είχαν τοποθετηθεί σε "REPO", του οποίου συνδικαιούχοι υπήρξαν μόνο αυτός και αποβιώσας πάππος του. Ο λόγος αυτός παραδεκτώς προτείνεται, καίτοι αφορά ισχυρισμό που δεν επροτάθη στην πρωτόδικη δίκη, εφόσον γίνεται επίκληση έγγραφης αποδείξεως (αρθ. 527 συνδ. 269 παρ. 2 ΚπολΔ), θα απορριφθεί ωστόσο ως κατ` ουσίαν αβάσιμος, διότι (ανεξαρτήτως της αντιφατικότητάς του με τον προεξετεσθέντα ισχυρισμό περί δωρεάς)..... αποδεικνύεται ότι ο πιστούμενος λογαριασμός ήταν ο επίμαχος ... κοινός λογαριασμός ταμιευτηρίου, υπήρχε δε σχετική ανέκκλητη εντολή στην Τράπεζα να καταθέσει το τίμημα επαναγοράς των 400.818,40 ευρώ σε πίστωση του παραπάνω τραπεζικού λογαριασμού. Όπως δε προεξέτεθη, με την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό οι δικαιούχοι του λογαριασμού, ακόμη και αν δεν κατατέθηκαν δικά τους χρήματα, γίνονται συγκύριοι των χρημάτων του.... Εξάλλου τα χρήματα ήταν και στην περίπτωση αυτή αποκλειστικά του αποβιώσαντος Π. Π. (για το λόγο αυτό εξάλλου ο εναγόμενος αγνοούσε εντελώς, ως πρόσφατα, την ύπαρξη του REPO), ενώ και το παραπάνω "REPO" φέρει κι αυτό την υπογραφή μόνο του μετέπειτα αποβιώσαντος και όχι και συνδικαιούχου εναγομένου. Όπως αποδείχθηκε από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα - και ήδη αναφέρθηκε, ο εναγόμενος, μετά το θάνατο του πάππου του, παρά μάλιστα την εκπεφρασμένη αντίθεση της ενάγουσας, ανέλαβε το σύνολο του χρηματικού ποσού που ήταν κατατεθειμένο στον άνω λογαριασμό... Επομένως με βάση και τους σχετικούς αγωγικούς υπολογισμούς εκ του ανωτέρω ποσού η ενάγουσα δικαιούται το 1/3, κατά το μαχητό τεκμήριο του Νόμου, ήτοι 136.281 ευρώ και όχι 140.000 ευρώ, όπως εδέχθη η εκκαλουμένη. Με δεδομένο ότι στον ένδικο λογαριασμό είχε τεθεί ο όρος ότι με το θάνατο κάποιου από τους συνδικαιούχους, το ποσό του λογαριασμού θα περιέχεται στους λοιπούς συνδικαιούχους (αρθρ. 2 Ν. 5638/1932) κατ` αποκλεισμό των εξ αδιαθέτου κληρονόμων (βλ. την προσκομιζόμενη μετ` επικλήσεως από τους διαδίκους από 8-1-2004 αίτηση ανοίγματος λογαριασμού), η ενάγουσα δικαιούται επιπλέον ποσού (136.281 : 2) 68.140,50 ευρώ, εκ του λοιπού, μη ανήκοντος (κατά το άνω μαχητό τεκμήριο) στον εναγόμενο, 1/3 του κοινού λογαριασμού. Θα επιδικασθεί ωστόσο το αιτούμενο για την αιτία αυτή ποσό των 52.500 ευρώ (βλ. σελ. 3 αγωγής, 3° στίχο πριν το τέλος), διότι το δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικάσει πλέον του αιτηθέντος με την αγωγή (αρθ. 559 παρ. 9 ΚΠολΔ). Ακολούθως η ενάγουσα δικαιούται συνολικό ποσό (52.500 + 136.281 =) 188.781 Ευρώ".

IV) Υπό τις παραδοχές αυτές του Εφετείου, ότι δηλαδή τα χρήματα του επίδικου κοινού λογαριασμού ανήκαν αποκλειστικά στον καταθέτη Π. Π. Π., ότι από τον κοινό αυτό λογαριασμό σε αναλήψεις χρηματικών ποσών μπορούσε να προβαίνει, δυνάμει σχετικού όρου που έθεσε ο καταθέτης Π. ή Π. Π., μόνον ο ίδιος, αποκλειομένων των λοιπών συνδικαιούχων και ότι, σε περίπτωση θανάτου οποιουδήποτε των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού, τα χρήματα του λογαριασμού θα περιέρχονταν, και πάλι δυνάμει σχετικού όρου, στους επιζώντες (προφανώς κατ` ισομοιρία, εφόσον δεν ορίστηκε διαφορετικά), μετά το θάνατο του Π. Π. Π., σε καθένα από τους επιζώντες συνδικαιούχους ανήκε πλέον το ήμισυ του ποσού των 408.843 ευρώ δηλαδή ποσό 204.421,5 ευρώ. Επομένως, στην ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη ανήκε το ποσό των 204.421,5 ευρώ και όχι το επιδικασθέν σ` αυτή μικρότερο ποσό των 188.781 ευρώ. Το Εφετείο, επομένως, με το να δεχθεί ότι η ενάγουσα δικαιούται ποσό μόνο 188.781 Ευρώ και συγκεκριμένα : α) το 1/3 του ποσού του κοινού λογαριασμού, δηλαδή ποσό 136.281 ευρώ (408.843 ευρώ : 3) και β) από το εναπομείναν 1/3 του κοινού λογαριασμού (εφόσον κατά την απόφαση το άλλο 1/3 περιήλθε στον αναιρεσείοντα) ακόμη ποσό 52.500 ευρώ, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αποβιώσαντος Π. Π. Π., έσφαλε ως προς την ερμηνεία των παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Ενόψει όμως του ότι η αναιρεσίβλητη ενάγουσα δεν άσκησε αναίρεση και δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του αναιρεσείοντος με την επιδίκαση στην ενάγουσα μεγαλύτερου ποσού σε βάρος αυτού, τυχόν αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης λόγω εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου (άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ), παραβίαση που ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 562 αρ. 4 Κ.Πολ.Δ) είναι χωρίς έννομη συνέπεια για τον αναιρεσείοντα. Περαιτέρω, το Εφετείο δεχόμενο ότι δεν καταρτίστηκε δωρεά υπέρ του αναιρεσείοντος για ολόκληρο το ποσό του κοινού λογαριασμού ορθά έκρινε, εφόσον ο αρχικός καταθέτης, στον οποίο ανήκε το σύνολο των κατατεθειμένων χρημάτων, καθόρισε τον τρόπο που θα διανεμηθούν τα χρήματα του κοινού λογαριασμού μετά το θάνατό του, δηλαδή ότι αυτά θα περιέλθουν κατά το ήμισυ στον κάθε επιζώντα συνδικαιούχο. Επομένως, αφού αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της απόφασης δια της παρούσης και με δεδομένο ότι η αναιρεσίβλητη ενάγουσα, στην οποία επιδικάστηκε ποσό μικρότερο εκείνου που εδικαιούτο δεν άσκησε αναίρεση, πρέπει ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., παραπονείται για την απόρριψη του ισχυρισμού του περί κατάρτισης υπέρ αυτού από τον αρχικό καταθέτη αιτία θανάτου δωρεάς για ολόκληρο το ποσό του κοινού λογαριασμού, να απορριφθεί ως αβάσιμος (άρθρο 578 Κ.Πολ.Δ).

V) Ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων, υπό την επίκληση και πάλι του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., παραπονείται για την απόρριψη του ισχυρισμού του ότι η προσθήκη της αναιρεσίβλητης ως συνδικαιούχου του επίδικου κοινού λογαριασμού ήταν μη νόμιμη, εφόσον δεν είχε δοθεί η δική του συναίνεση γι` αυτό, ως ήδη συνδικαιούχου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και αυτό διότι το Εφετείο, κρίνοντας ότι ο εναγόμενος συνήνεσε στην γενομένη εγγραφή της ενάγουσας ως συνδικαιούχου στον κοινό λογαριασμό, εφόσον, αν και έλαβε γνώση της εγγραφής αυτής, δεν αντέλεξε, διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και μη αντιφατικές αιτιολογίες. Ανεξαρτήτως όμως αυτού, συναίνεση απαιτείται του ουσιαστικού συνδικαιούχου και όχι του αναγραφόμενου τυπικά, όπως ο αναιρεσείων, χωρίς δικαίωμα ανάληψης χρημάτων άνευ της εντολής εκείνου που άνοιξε το λογαριασμό, ο οποίος δυνάμει σχετικού όρου απαγόρευσε την ανάληψη χρημάτων από οποιονδήποτε συνδικαιούχο χωρίς σχετική εντολή του. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, να εισαχθεί το καταβληθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 4055/2012 με έναρξη ισχύος 2-4-2012) και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων λόγω της ήττας του στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την αίτηση του Π. Π. για αναίρεση της 54/2013 απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Ιουλίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Οκτωβρίου 2014.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Ρ.Κ.

Σχόλια