Αριθμός 1279/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους - Υπεύθυνη Δήλωση
Α2` Πολιτικό ΤμήμαΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Ευφημία Λαμπροπούλου και Γεράσιμο Φουρλάνο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 28 Νοεμβρίου 2011, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Α. του Σ., κατοίκου ... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Ζερβό.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Γ. Π. του Χ., 2) Φ. Π. του Γ. και 3) Ε. Π. του Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Σταυρούλα Κοιλιά.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-4-1999 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 278/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 310/2009 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 4-1-2010 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευφημία Λαμπροπούλου ανέγνωσε την από 18-11-2011 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως κατά παραδοχή του μόνου λόγου αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Επί πλέον η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων δήλωσε ότι το πατρώνυμο της τρίτης αναιρεσιβλήτου είναι Γ. και όχι Χ., όπως από παραδρομή ανεγράφη στο αναιρετήριο.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ.1, 96 παρ.1, 104, 105 και 576 παρ.1 και 2 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται στα πολιτικά δικαστήρια, περιλαμβανομένου και του Αρείου Πάγου, με πληρεξούσιο δικηγόρο, διοριζόμενο είτε με συμβολαιογραφικό έγγραφο είτε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο που καταχωρίζεται στα πρακτικά, αν δε εκπροσωπούνται στη συζήτηση από δικηγόρο χωρίς αυτός να αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του θεωρούνται δικονομικώς απόντες (Α.Π. 837/2010). Εξάλλου από τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 576 παρ.1 και 2 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Αρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο αντίδικος του απολιπομένου ή μη παρισταμένου με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος διαδίκου, τότε ερευνάται αν ο τελευταίος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και αν μεν δεν έχει κλητευθεί, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση, αν δε έχει κλητευθεί, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του.
Στην προκειμένη περίπτωση από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι κατά την αναφερόμενη στην αρχή αυτής της αποφάσεως δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε η υπόθεση με εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πρώτος αναιρεσίβλητος φέρεται ότι εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σταυρούλα Κοιλιά, η οποία όμως δεν επικαλέσθηκε ούτε προσκόμισε σχετικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο από το οποίο να προκύπτει ότι ο ανωτέρω αναιρεσίβλητος της χορήγησε την πληρεξουσιότητα να τον εκπροσωπήσει στη δίκη.
Συνεπώς, με βάση όσα έχουν εκτεθεί στην αρχή αυτής της σκέψεως, ο αναιρεσίβλητος αυτός θεωρείται δικονομικώς απών. Από δε την 4929Γ/27-4-2010 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ρόδου ..., την οποία επικαλείται και προσκομίζει ο επισπεύδων τη συζήτηση της υποθέσεως αναιρεσείων, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση από 4-1- 2010 αιτήσεως για αναίρεση της 310/2009 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου με την πράξη καταθέσεως και ορισμού δικασίμου που υπάρχει κάτω από αυτήν και με κλήση για συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως κατά την αναφερόμενη στην αρχή αυτής της αποφάσεως δικάσιμο (28-11- 2011), επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον ανωτέρω μη παραστάντα με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος πρώτο αναιρεσίβλητο. Επομένως πρέπει να συζητηθεί η υπόθεση παρά την απουσία του.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 873 εδ.α Α.Κ. η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αναφερόμενη σ` αυτήν αυτοτελής και ετεροβαρής ενοχή από έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους γεννάται στην περίπτωση που τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, πράγμα που θα εξακριβωθεί απ` αυτή την ίδια τη δήλωση και τις περιστάσεις (Ολ.Α.Π. 2088/1986, Α.Π. 3/2011), γι` αυτό και δεν βλάπτει απλή αναφορά της αιτίας όταν αυτή μάλιστα γίνεται αορίστως (Ολ.Α.Π. 2088/1986). Εξάλλου η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος που έχει από ορισμένη αιτία, δεν προβλέπεται ρητά από τον Α.Κ., ισχύει όμως διεπόμενη από το άρθρο 361 αυτού, το οποίο παρέχει ελευθερία συνάψεως ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικά για τους συμβαλλομένους, αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Η σύμβαση αυτή, η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από το άρθρο 873 Α.Κ. αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, καταρτίζεται σε αντίθεση με εκείνη κατ` αρχήν άτυπα και ιδρύει νέα ενοχική σχέση που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρεώσεως προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία (όταν αυτό θέλησαν οι συμβαλλόμενοι και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση μίας υπάρχουσας έννομης σχέσεως που διασφαλίζουν έτσι από ενδεχόμενα ελαττώματα), με συνέπεια αυτός που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του να μη μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια αιτία (Α.Π. 678/2010). Στην περίπτωση αυτή, για την πληρότητα της αγωγής, όσον αφορά την αιτία από την οποία προέρχεται το αναγνωρισθέν χρέος, αρκεί η παράθεση στο δικόγραφο αυτής όσων πραγματικών στοιχείων είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζόμενης ενοχής, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία γι` αυτήν (Α.Π. 523/2001, Α.Π. 863/1996). Τέλος κατά το άρθρο 559 αριθ.1 εδ.α Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται και αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Α.Π. 201/2010).
Εν προκειμένω, στην από 2-4-1999 αγωγή του κατά της αρχικά πρώτης εναγομένης Ε. Π. (η οποία απεβίωσε κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας και στη δικονομική της θέση υπεισήλθαν οι ήδη αναιρεσίβλητοι, σύζυγος και τέκνα της, ως μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της) και κατά των δευτέρας και τρίτης εναγομένων και ήδη τρίτης και δευτέρας αναιρεσιβλήτων Φ. και Ε. Π., ο αναιρεσείων εξέθεσε τα εξής: "Δυνάμει του από 28 Σεπτεμβρίου 1998 ιδιωτικού συμφωνητικού η πρώτη εναγομένη αναγνώρισε ότι οφείλει σε μένα από δανεισμό και εκκαθάριση εταιρικών υποθέσεων το ποσό των 31.356.658 δραχμών νομιμότοκα από τις 28-9-1998. Το χρέος της αυτό σε μένα είχε ήδη αναγνωρίσει και προηγούμενα με την από 5-8-1996 υπεύθυνη δήλωση επί σφραγιστού χάρτη, που κατά την ημερομηνία αυτή ανερχόταν στο ποσό των 30.880.000 δραχμών νομιμότοκα από τις 31-10-1995. Η πρώτη εναγομένη με το με αριθμ. .../1998 συμβόλαιο γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Ρόδου Κωνσταντίνου Τζεδάκη μεταβίβασε στη δεύτερη και τρίτη εναγομένη κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στην κάθε μία το μοναδικό της περιουσιακό στοιχείο, ένα βιοτεχνικό κτίριο [ακολουθεί λεπτομερής περιγραφή του ακινήτου]. Επειδή η παραπάνω σύμβαση γονικής παροχής έγινε με αποκλειστικό στόχο και σκοπό τη βλάβη των συμφερόντων μου, αφού μετά την απαλλοτρίωση του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου της πρώτης εναγομένης δεν υπάρχει καμμιά απολύτως ελπίδα να ικανοποιηθεί η προαναφερθείσα απαίτησή μου απ` αυτήν, αφού στερείται παντελώς οποιασδήποτε άλλης περιουσίας, γι` αυτό και δόλια έγινε η πιο πάνω σύμβαση γονικής παροχής κι αυτό το γνώριζαν πολύ καλά και η δεύτερη και τρίτη εναγομένη που είναι θυγατέρες της πρώτης. Επειδή σύμφωνα με τα παραπάνω πρέπει να ακυρωθεί (διαρρηχθεί) η παραπάνω σύμβαση γονικής παροχής σύμφωνα με τα άρθρα 939 επ. Α.Κ. Επειδή έχω έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί δικαστικά ότι η πρώτη εναγομένη μου οφείλει σύμφωνα με τα παραπάνω από αφηρημένη αναγνώριση χρέους το ποσό των 31.356.658 δραχμών νομιμότοκα από τις 28-9-1998 και πρέπει να καταδικαστεί να μου το καταβάλει νομιμότοκα μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του ...". Με βάση το ιστορικό αυτό ο αναιρεσείων ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι η πρώτη εναγομένη του οφείλει το ποσό των 31.356.658 δραχμών και να υποχρεωθεί αυτή να του το καταβάλει με το νόμιμο τόκο από τις 28-9-1998, να διαρρηχθεί δε η προαναφερθείσα φερόμενη ως καταδολιευτική δικαιοπραξία. Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή ήταν νόμιμη και ορισμένη κατά το πρώτο σκέλος της (με το οποίο εζητείτο η επιδίκαση στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα του ποσού των 31.356.658 δραχμών που του οφειλόταν από αναγνώριση χρέους), στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 873 Α.Κ., αφού ρητά ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι η καταρτισθείσα μεταξύ αυτού και της πρώτης αρχικά εναγομένης σύμβαση ήταν αφηρημένη αναγνώριση χρέους και ότι γι` αυτήν είχε τηρηθεί ο έγγραφος τύπος τον οποίο απαιτεί η πιο πάνω διάταξη. Το ότι ο αναιρεσείων με την αγωγή του επικαλείται αναιτιώδη (και όχι αιτιώδη) αναγνώριση χρέους δεν αναιρείται από το γεγονός ότι στην αγωγή γίνεται και αναφορά της αιτίας, εφόσον η αναφορά αυτή γίνεται αορίστως ("από δανεισμό και εκκαθάριση εταιρικών υποθέσεων"). Εν τούτοις το εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως αόριστη κατά το σκέλος της αυτό με την αιτιολογία ότι, αν και ο ενάγων επικαλέσθηκε αιτιώδη αναγνώριση χρέους, δεν παρέθεσε σ` αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το γενεσιουργό λόγο του χρέους, στη συνέχεια δε την απέρριψε και κατά το σκέλος της περί διαρρήξεως της φερομένης ως καταδολιευτικής δικαιοπραξίας με την αιτιολογία ότι, αφού δεν προσδιορίζεται η απαίτηση του δανειστή ενάγοντα, η απαλλοτριωτική πράξη (γονική παροχή) που καταρτίστηκε από την πρώτη αρχικά εναγομένη προς τις δεύτερη και τρίτη εναγόμενες δεν είναι διαρρηκτή. Ετσι που έκρινε το εφετείο, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 361 Α.Κ. (την οποία εφάρμοσε ενώ δεν ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση) και 873 Α.Κ. (την οποία δεν εφάρμοσε ενώ ήταν εφαρμοστέα).
Συνεπώς ο μόνος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων, επικαλούμενος, κατ` εκτίμηση του σχετικού δικογράφου, το άρθρο 559 αριθ.1 Κ.Πολ.Δ., αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι παραβίασε τις ανωτέρω διατάξεις, είναι βάσιμος.
Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Δικαστηρίου -του αντιπροέδρου Αθανασίου Κουτρομάνου- η ένδικη σύμβαση των διαδίκων, έχοντας το προαναφερόμενο περιεχόμενο, είναι αιτιώδης αναγνώριση χρέους υπό την εκτεθείσα ανωτέρω έννοια, και ενόψει τούτου ο αναιρεσείων, ως δανειστής, δεν βαρυνόταν να διαλάβει στο αγωγικό του δικόγραφο τα στοιχεία της παλαιάς ενοχής, που αποτέλεσε την αιτία της περί αναγνωρίσεως του χρέους (νέας) συμβάσεως, αφού μ` αυτή ιδρύεται νέα αυτοτελής βάση υποχρεώσεως για τον οφειλέτη. Επομένως, έπρεπε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση με αυτή την αιτιολογία.
Κατόπιν τούτων πρέπει να γίνει δεκτός ο αναιρετικός αυτός λόγος και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου από άλλους δικαστές είναι δυνατή (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 310/2009 απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσου.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαρτίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Ιουλίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου