Τάκης Παπαδόπουλος Αντιπρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών | ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 1608/1950 : ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ - ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

ΣΧΕΔΙΟ (ΝΕΟΥ) ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ -
ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 1608/1950  : ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ - ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
[Εισήγηση στην Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδας]
                                                                         

Τάκης Παπαδόπουλος,
Δικηγόρος,
Αντιπρόεδρος Δικηγορικού
Συλλόγου Πατρών

Καλάβρυτα 20/09/2014



___________________________________________________________


Ι.
Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο της αποσπασματικής και πολλές φορές αντικρουόμενης νομοθέτησης σε διάφορους κλάδους του δικαίου, πολύ δε περισσότερο στον τομέα του ποινικού δικαίου, με την θέσπιση διατάξεων που δεν φαίνεται να έχουν μεταξύ τους συνοχή, συνέπεια, και ρυθμό και δεν πείθουν εύκολα ότι αποτελούν μέρος μια γενικότερης προσπάθειας εκσυγχρονισμού του δικαϊκού μας συστήματος.
Όσον αφορά τον Ποινικό Κώδικα, γίνεται σήμερα μια ακόμα προσπάθεια αναμόρφωσης και συμμόρφωσής του με τα ισχύοντα διεθνώς. Είναι δε μια πολύ μεγάλη ευκαιρία να διαμορφωθεί ένας νέος Κώδικας, όπου θα ενσωματωθούν όλα τα βασικά για τη σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία εγκλήματα, με σεβασμό στις θεμελιώδεις αρχές της νομιμότητας, της αναλογικότητας και της επικουρικότητας.

Αν και είναι αλήθεια ότι παρόλο που ο ισχύων Ποινικός Κώδικας απηχεί σε πολύ μεγάλο μέρος του απόψεις του πρώτου μισού του προηγούμενου αιώνα, εμφανίζεται κατά βάση σύμφωνος με τις θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού Δικαίου που έχουν κατοχυρωθεί σε μεταγενέστερα κείμενα αυξημένης τυπικής ισχύος, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το ελληνικό Σύνταγμα του 1975, όπως ισχύει σήμερα. Ο ισχύων Ποινικός Κώδικας υιοθετεί κατά κανόνα τις αρχές του αντικειμενικού ποινικού δικαίου, με σεβασμό στις αρχές της νομιμότητας και της ενοχής. Παράλληλα, στο Ειδικό του Μέρος, η  κατάταξη των εγκλημάτων γίνεται σύμφωνα με τις επικρατούσες και σήμερα αντιλήψεις για τη διάκριση των αξιόποινων πράξεων με βάση το προσβαλλόμενο από αυτές έννομο αγαθό.
Είναι βέβαιο ότι σε κάθε επιχειρούμενη αλλαγή, πολλοί θα είναι αυτοί που θα επικροτήσουν ή θα αποδοκιμάσουν τις προτεινόμενες ρυθμίσεις. Τούτο είναι απολύτως υγιές, αρκεί τα κίνητρα της κριτικής να είναι υγιή και η κριτική να αντλεί και να εξαντλεί τα επιχειρήματά της στη Νομική Επιστήμη και όχι σε πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα ή οφέλη, πρόσκαιρα ή μη. Αρκεί βέβαια και ο σκοπός του Νομοθέτη να είναι εξίσου τίμιος και να έχει τον ίδιο προσανατολισμό, ήτοι τον εκσυγχρονισμό των ποινικών διατάξεων, την απάλειψη και κατάργηση απαρχαιωμένων νόμων και την βελτίωση των ισχυουσών διατάξεων, όπως αυτή αναδείχθηκε μέσα από την τριβή τους από τους νομικούς, τους δικηγόρους και τους δικαστές είτε στις δικαστικές αίθουσες είτε στην κοινωνία.
Όπως ανέπτυξαν και θα αναπτύξουν στην συνέχεια και οι υπόλοιποι συνάδελφοί μας επιχειρείται μια ανατροπή σε όσα συμβαίνουν στον χώρο της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης με προσπάθεια εξευρωπαϊσμού των ποινών και ορισμένων εγκλημάτων διαφθοράς, με πρόβλεψη και επέκταση νέων θεσμών, όπως η κοινωφελής εργασία, η έκτιση της ποινής κατ' οίκον αλλά η ηλεκτρονική επιτήρηση.
Η μεγάλη έκπληξη όμως έρχεται όχι από μια νέα διάταξη, αλλά από την κατάργηση ενός νόμου, «ηλικίας» άνω των 60 ετών, δηλαδή από την κατάργηση του νόμου 1608/1950 περί καταχραστών του δημοσίου χρήματος. Με ρητή διάταξη στο σχέδιο νόμου και ειδικότερα στο άρθρο 333, προβλέπεται εκτός των άλλων με μία μόνο φράση η κατάργησή του. Ένας εκ των δικαιολογητικών λόγων για την κατάργηση του νόμου αυτού, όπως επισημάνθηκε στον Τύπο από μέλος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής ήταν η αντίληψη ότι «δεν είναι δυνατόν τα περιουσιακά εγκλήματα να επισύρουν ποινές μεγαλύτερες από αυτά κατά της ανθρώπινης ζωής».
Στον αντίποδα εισάγονται διατάξεις αντιμετώπισης της διαφθοράς που προβλέπουν μεγάλες χρηματικές ποινές για τους δημοσίους λειτουργούς που δωροδοκούνται αλλά και ποινές κάθειρξης που φθάνουν τα 20 χρόνια. 
ΙΙ.
Όπως είναι γνωστό, στο νόμο 1608/1950 προβλέπεται ότι για τα αδικήματα της πλαστογραφίας, της πλαστογραφίας και κατάχρησης ενσήμου, της παθητικής και ενεργητικής δωροδοκίας, ψευδούς βεβαίωσης και νόθευσης εγγράφου, υπεξαίρεσης, υπεξαίρεσης περί την υπηρεσία, απάτης και κλοπής, εφόσον στρέφονται κατά του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή των νομικών προσώπων του άρθρου 263Α του Π.Κ. και το όφελος που επεδίωξε ή πέτυχε ο δράστης ή η ζημία που προξένησε στο Δημόσιο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και εφ’ όσον συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις επιβάλλεται η ποινή της ισοβίου καθείρξεως.
Ο νόμος 1608 ψηφίστηκε το 1949, άρχισε όμως να εφαρμόζεται από το 1950, διότι και εκείνη την εποχή υπήρξαν φαινόμενα κατασπατάλησης Δημοσίου χρήματος από κομματικές φατρίες, μια εποχή αμέσως μετα τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, κατά την οποία δόθηκε στην Ελλάδα τεράστια για τα δεδομένα της εποχής οικονομική βοήθεια. Το γεγονός αυτό, καθώς και το τεράστιο σκάνδαλο λαθρεμπορίας χρυσού και συναλλάγματος, με πρωταγωνιστή τον υποπλοίαρχο του Λιμενικού Κ. Μπακόπουλο, απετέλεσαν την ragio legis ψηφίσεως αυτού του Νόμου, σε συνδυασμό και με τον αθέμιτο πλουτισμό ορισμένων κατά τη διάρκεια της παραπάνω περιόδου.
Μάλιστα η οργή του Ελληνικού λαού υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε οδήγησε τον συντάκτη της Εισηγητικής Έκθεσης του Ν. 1608/50, που ψηφίστηκε στις 13.12.1950, υπουργό Δικαιοσύνης Η. Λαγάκο στο να αναφέρει σ’ αυτήν (εισηγητική έκθεση) με ημερομηνία 11.12.1950 και τα εξής:
«Η διά νόμου επιβολή της ποινής του θανάτου κατά των πεπωρωμένων εγκληματιών… δύναται να θεωρηθεί ως αποτελούσα εκδήλωσιν της ομοθύμου λαϊκής θελήσεως…, δεν νομίζομεν ότι πρέπει να υπάρξη οίκτος διά τους μέλλοντας να καταδικασθούν εις την εσχάτην των ποινών καταχραστάς».
Πρόγονος ρύθμιση στην Ελληνική έννομη τάξη του Ν. 1608/1950 για τους καταχραστές του δημοσίου χρήματος υπήρξε το ψήφισμα της 16/29 Δεκεμβρίου του 1924 “περί ανακρίσεως και εκδικάσεως αδικημάτων τινών υπό των Εφετών”, καθώς και οι διαδοχικές τροποποιήσεις του στα επόμενα έτη (1925 και 1926). Σκοπός της προγενέστερης εκείνης ρύθμισης ήταν η πάταξη της εγκληματικότητας πού είχε αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και προσέλαβε τη δημόσια περιουσία.
Το πλέον βέβαιο συμπέρασμα που μπορεί να εξάγει κανείς σχετικά με την στοχοθέτηση των δύο αυτών ειδικών ποινικών νόμων (το ψήφισμα της 16/29 Δεκεμβρίου 1924 και του νόμου 1608/1950) είναι ότι έχουν ως κοινό γνώμονα τη λήψη δραστικών μέτρων για την καταπολέμηση των φαινομένων λεηλασίας του δημοσίου πλούτου και μάλιστα σε ταυτόσημα ιστορικά πλαίσια, δηλαδή σε ασταθείς, μεταπολεμικές περιόδους.
Πιο συγκεκριμένα προβλέπεται στην διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1, ότι:  «εις ένοχον των εν τοις άρθροις 216, 218, 242, 256, 258, 372 και 386 του δια του νόμου 1492 κυρωθέντος Ποινικού Κώδικος προβλεπομένων αδικημάτων, εφόσον ταύτα πάντα στρέφονται οπωσδήποτε κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, το δε επιτευχθέν ή επιδιωχθέν όφελος του πράξαντος ή η προσγενόμενη ή οπωσδήποτε απειληθείσα ζημία του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου υπερβαίνει το ποσόν των 100.000 μεταλλικών δραχμών, επιβάλλεται η ποινή της καθείρξεως οσάκις δε συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικαί περιστάσεις, ιδία δε όταν ο ένοχος εξηκολούθησεν επί μακρόν χρόνον την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενο αυτού είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισοβίου καθείρξεως ή του θανάτου».
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι ήδη από την πρώτη διατύπωση της διάταξης, καθιερώνεται η τυποποίηση αυξημένων ποινικών κυρώσεων για ορισμένα εγκλήματα του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα. Επιγραμματικά αναφερόμενες, οι προϋποθέσεις που η διάταξη απαιτούσε για να μπορούν να εφαρμοστούν οι δρακόντειες κυρώσεις του νόμου 1608/1950 είναι οι εξής:
α) Η τέλεση ενός από τα περιοριστικώς απαριθμούμενα εγκλήματα του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα.
β) Το έγκλημα αυτό να στρέφεται οπωσδήποτε κατά του δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, είτε με άμεσο τρόπο, είτε με έμμεσο «οπωσδήποτε».
γ) Ο φορέας προσβολής από την εγκληματική πράξη θα πρέπει να είναι το δημόσιο ή κάποιο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.
δ) Το όφελος που επιτεύχθηκε ή επιδιώχθηκε από τον δράστη ή η ζημία που προκλήθηκε ή απειλήθηκε να προκληθεί στο δημόσιο ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου θα πρέπει να ανέρχεται σε ποσό άνω των 100.000 μεταλλικών δραχμών.
Με την συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων ή απειλούμενη ποινή για το δράστη της υπαγόμενης στο 1608/1950 πράξης θα μπορούσε να είναι ακόμα και αυτή του θανάτου στην περίπτωση που πληρούνταν επιπρόσθετα και οι επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου (επί μακρόν χρόνον τέλεση της πράξης, ή αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας). Και ναι μεν η κατάχρηση του δημοσίου πλούτου πιστεύω ότι συμφωνούμε όλοι, είτε υπό εκείνες τις συνθήκες, είτε και σήμερα αποτελεί συμπεριφορά έντονου απαξιακού χαρακτήρα, όμως η ποινική αποδοκιμασία των συμπεριφορών αυτών, εκφρασμένη στα όρια της μηδενικής ανοχής με την απειλή της εσχάτης των ποινών δημιουργεί τεράστια ρήγματα στην αξιολογική ιεράρχηση των εννόμων αγαθών, συνολικά εξεταζόμενης υπό το πρίσμα του ποινικού μας δικαίου.
Η έναρξη της ισχύος του νόμου 1608/1950 τοποθετείται την 1/1/1951. Tην ίδια ακριβώς ημέρα που λαμβάνει χώρα και η έναρξη ισχύος που Ποινικού Κώδικα. Εύλογα, λοιπόν, ενόψει και της χρονικής αυτής σύμπτωσης θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, γιατί ακολουθήθηκε από το νομοθέτη η οδός της ψήφισης ενός αυτοτελούς ειδικού ποινικού νόμου για την ρύθμιση της κατάστασης που είναι σχετική με την κατάχρηση του δημοσίου χρήματος αντί της πρόβλεψης στο Ειδικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα διακεκριμένων μορφών που θα τυποποιούσαν τα αντίστοιχα εγκλήματα που βλάπτουν την δημόσια περιουσία. Μια τέτοια επιλογή μπορεί να εξηγηθεί από τις πολύ αυστηρές ποινικές κυρώσεις που απειλούνται στις διατάξεις του νόμου 1608/1950 που σε περίπτωση ενσωμάτωσής τους στον Ποινικό Κώδικα θα έθεταν σε κίνδυνο την αξιολογική αρμονία και συνοχή του.
Η απειλή, δηλαδή ποινών θανάτου ή ισόβιας κάθειρξης για εγκλήματα περιουσιακής φύσης θα διατάρασσε σε μεγάλο βαθμό την καθεστηκυία ιεράρχηση σε αξιολογικό επίπεδο της προστασίας των εννόμων αγαθών μέσω των ποινών που τυποποιούνται στα αντίστοιχα εγκλήματα. Αυτό το πρόβλημα, βέβαια, δημιουργείται αναπόφευκτα. Όμως, σε περίπτωση ενσωμάτωσης των παραπάνω διατάξεων στον Ποινικό Κώδικα, θα ήταν ακόμα πιο εμφανές και θα δημιουργούσε ακόμα περισσότερες αντιδράσεις για τις δρακόντειες ποινές του.
Παρά το γεγονός ότι τα επόμενα χρόνια παρατηρήθηκε εξομάλυνση του δημοσίου βίου, αντί για να δρομολογηθεί η κατάργηση του Ν. 1608/1950, ωστόσο οι συνεχόμενες ανά τα χρόνια ισχύος του έως και σήμερα νομοθετικές επιλογές οδήγησαν στο αντίθετο άκρο. Ο νόμος αυτός, λόγω της διατήρησής του στην Ελληνική έννομη τάξη και των τροποποιήσεων που έχει υποστεί, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να λάβει τον χαρακτηρισμό ενός προσωρινού νόμου εκτάκτου ανάγκης ή μιας βραχύβιας – εξαιρετικής ρύθμισης και έτσι δεν μπορεί πλέον παρά να αντιμετωπίζεται ως μια “φυσική προέκταση του Ποινικού Κώδικα”.
Το πεδίο εφαρμογής του διευρύνθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό ιδίως με το n. 1738/1987 και η διατήρηση – ενίσχυση ενός τέτοιου δρακόντειου νόμου σε μια φιλελεύθερη έννομη τάξη δημιουργεί τεράστια δογματικά ζητήματα και αξιολογικές αντιφάσεις με τον Ποινικό Κώδικα και το Σύνταγμα.
Πολλοί συγγραφείς, νομικοί, δικηγόροι και δικαστές συμφωνούν ότι ο Νόμος αυτός πάσχει. Διότι, εκτός άλλων, αναγάγει την δημόσια περιουσία σε υπέρτατο αγαθό (εξομοιωμένο με αυτό της ζωής ή του πολιτεύματος) και προβλέπει την ανελαστική ποινής της ισόβιας κάθειρξης για περιουσιακής φύσης αδικήματα.
ΙΙΙ.
Έχει υποστηριχθεί ότι οι επιβαρυντικές περιπτώσεις του  ν. 1608/1950 είναι ανίσχυρες ως προδήλως αντίθετες με ρητές διατάξεις του Συντάγματος και συγκεκριμένα:  α) του άρθρου 7 παρ. 1 στο βαθμό που οι όροι «μακρός χρόνος» και «ιδιαίτερα μεγάλη αξία» είναι αόριστοι, β) του άρθρου 4 παρ. 1, στο βαθμό που επιφυλάσσεται ίση μεταχείριση ανόμοιων πραγμάτων με την απειλή της ανελαστικής ποινής της ισόβιας κάθειρξης για ελαστικό εγκληματικό μέγεθος και γ) 25 παρ. 1, στο βαθμό που η περιουσία προβιβάζεται σε υπέρτατο έννομο αγαθό, μολονότι στον Ποινικό Κώδικα αξιολογείται  σε βαθμό υποδεέστερο του Πολιτεύματος, της ακεραιότητας της Χώρας και της ανθρώπινης ζωής, οπότε προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας μεταξύ εγκλήματος και ποινής.
Η κρατούσα βέβαια άποψη είναι ότι η προαναφερόμενη ρύθμιση του ν. 1608/1950 είναι ισχυρή και δεν αντιτίθεται στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις διότι α) Οι όροι «μακρός χρόνος» και «ιδιαίτερα μεγάλη αξία» συνιστούν έννοιες που ναι μεν είναι αξιολογικές, πλην όμως οριστές και σαφείς, δυνάμενες να προσδιοριστούν ως προς το ακριβές περιεχόμενό τους δια της ερμηνείας, κατά τρόπο ομοιόμορφο και αντικειμενικό, με βάση τις περί τούτων κοινές αντιλήψεις σε μία δεδομένη στιγμή. β) Ότι σε καμία περίπτωση δεν παραβιάζεται  η αρχή της ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόμου αφού  από τη ανωτέρω ρύθμιση δεν προβλέπεται κάποια εξαίρεση. Και ναι μεν η προβλεπόμενη ποινή της ισόβιας κάθειρξης είναι ανελαστική, πλην όμως το Σύνταγμα δεν απαγορεύει την απειλή ανελαστικής ποινής για ελαστικό εγκληματικό μέγεθος (όπως είναι η περιουσία, ιδιωτική ή δημόσια). Σε κάθε δε περίπτωση η εφαρμογή της αρχής της ισότητας δεν είναι άκαμπτη, αλλά επιδέχεται πολλούς περιορισμούς, εφόσον βέβαια αυτοί δεν υπερβαίνουν τα ακραία όρια και τίθενται για λόγους εξυπηρετήσεως του γενικότερου συμφέροντος, όπως εν προκειμένω, δεδομένου ότι η ανωτέρω ρύθμιση του ν. 1608/1950 τέθηκε για την προστασία του εννόμου αγαθού της περιουσίας –ειδικά- του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ., το οποίο - αν δεν θεωρηθεί αυτοτελές έννομο αγαθό-  οπωσδήποτε είναι σαφώς ποιοτικά διάφορο του εννόμου αγαθού της ατομικής ιδιοκτησίας, kαι γ)  οτι, η απειλούμενη σε μία τέτοια περίπτωση ποινή της ισόβιας κάθειρξης (in abstracro συγκρινόμενη) δεν είναι δυσανάλογη σε σχέση με τη βαρύτητα και την αξία του πληττόμενου εν προκειμένω εννόμου αγαθού και ως εκ τούτου δεν παραβιάζεται η καθιερούμενη από το άρθρο 25 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας (βλ. περί αυτής ΟλΑΠ 14/2001), διότι  αφενός είναι αναγκαία για την προστασία της περιουσίας του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από εκτάκτου μεγέθους και διάρκειας (και καθόλου συνήθεις) προσβολές και αφετέρου τελεί σε αναλογία με το πληττόμενο έννομο αγαθό (έστω και αν στον Ποινικό Κώδικα η περιουσία αξιολογείται  σε βαθμό υποδεέστερο του Πολιτεύματος, της ακεραιότητας της Χώρας και της ανθρώπινης ζωής). Επειδή πρόκειται για προσβολή όχι ατομικού αγαθού, αλλά της κοινωνικής ολότητας και γι’ αυτό μαζί του έμμεσα συμπροσβάλλεται και το έννομο αγαθό του Κράτους στην εσωτερική και εξωτερική του υπόσταση, καθώς και το έννομο αγαθό της οργανωμένης κοινωνικής ζωής (υπομνήματα, δημόσιες υπηρεσίες)1 .
Όσοι υποστηρίζουν την διατήρηση του νόμου επικαλούνται τέλος ότι η απειλούμενη ποινή της ισόβιας κάθειρξης σε τελευταία ανάλυση σχετικά ανελαστικήπαρίσταται, αφού ο κατάδικος μπορεί υπό προϋποθέσεις και όρους να απολυθεί από τις φυλακές μετά 20 ή κατά περίπτωση 16 έτη  σύμφωνα με τα άρθρα  105 επ. ΠΚ,  δυνατότητα που αναιρεί στην πορεία τον αρχικά ανελαστικό  χαρακτήρα  της ποινής (βλ. και  ΑΠ 1054/2008 αδημ., ΑΠ 1073/2011 αδημ., ΑΠ 1110/2005 ΠοινΛογ 2005 σελ. 966, ΑΠ 978/2004 ΠοινΛογ 2004 σελ. 1252 που  έκριναν  με άλλη αιτιολόγηση ότι η διάταξη δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας).
Όμως, παρόλα αυτά, ο προβληματισμός για τον ν. 1608/50 είναι ισχυρός, πολύ δε περισσότερο όταν στην πορεία του χρόνου διευρύνθηκε η κυρωτική του έκταση, με αποτέλεσμα σήμερα να μην προστατεύεται μόνο το δημόσιο -με στενή έννοια - και τα NΠΔΔ, καθώς εξισώνονται από πλευράς δραστικότερης προστασίας - τιμωρίας με το δημόσιο (πέρα από δήμους, κοινότητες κ.ά. ακόμα και οι τράπεζες), αλλά και NΠΙΔ που ιδρύουν οι παραπάνω φορείς, καθώς και κάθε άλλο NΠΙΔ στο οποίο μπορούν να διατεθούν επιχορηγήσεις. Ενώ λοιπόν αφετηρία της αυστηρότερης μεταχείρισης υπήρξε η ανάγκη αυξημένης προστασίας της δημόσιας περιουσίας, σήμερα καταλήγουμε να παρέχουμε την αυξημένη προστασία σε μια εκτεταμένη ομάδα ιδιωτικών περιουσιών. Ενδεικτική είναι η πρόσφατη περίπτωση εφαρμογής του ν. 1608/50 σε υπόθεση που αφορούσε υπεξαίρεση σε βάρος εταιρείας πώλησης μεταχειρισμένων αυτοκινήτων επειδή ήταν θυγατρική κάποιας τράπεζας. Συνεπώς, το πρώτο μεγάλο πρόβλημα που παρατηρούμε είναι ότι δεν διευκρινίζεται με σαφήνεια η έννοια του «δημοσίου» αλλά αντιθέτως αλλοιώνεται δραστικά με την προαναφερθείσα διεύρυνση.
Και βέβαια δεν μπορεί να παραγνωρίσει κανείς το ύψος των ποινών - και ειδικότερα την περίπτωση της ανελαστικής ποινής της ισόβιας κάθειρξης που προβλέπει ο ως άνω νόμος. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει δυνατότητα κλιμάκωσης της επιβλητέας ποινής με βάση το ύψος της περιουσιακής προσβολής, αφού δεν είναι πρακτικά δυνατή η αναλογική διαβάθμισή της για ποσά 10, 50 ή 100 εκατομμυρίων ευρώ, προσβάλλεται η αρχή της ισότητας, η δε διευρυμένη δημόσια περιουσία εξισώνεται από πλευράς προστασίας με ανώτατης κοινωνικής αξίας έννομα αγαθά, όπως είναι κατεξοχήν η ανθρώπινη ζωή και η κρατική υπόσταση, για την προσβολή των οποίων απειλείται η ισόβια κάθειρξη. Στο ποινικό μας σύστημα τα προστατευόμενα έννομα αγαθά της ζωής του ανθρώπου και της υπόστασης του κράτους τυγχάνουν της μεγίστης αξιολογικά διαβάθμισης, δηλ. βρίσκονται στην κορυφή της εννόμου προστασίας και γι’ αυτό προβλέπεται για τους ενόχους των σχετικών ποινικών αδικημάτων η εσχάτη των ποινών, που είναι πλέον η ισόβια κάθειρξη. Το προστατευόμενο έννομο αγαθό με το νόμο 1608/1950, που είναι η δημόσια περιουσία, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εξισώνεται, από πλευράς ποινικής μεταχείρισης, με το έννομο αγαθό της ανθρώπινης ζωής. Αυτή η ανελαστικότητα, η παραβίαση της ισότητας και η αξιολογική εξίσωση άνισων κοινωνικών αγαθών εγείρουν ευθέως και ζήτημα αντισυνταγματικότητας, ιδίως της απειλούμενης ισόβιας κάθειρξης, όπως ομόφωνα επισημαίνει η επιστήμη του ποινικού δικαίου.
Ποιος μπορεί είναι αυτός ο νομικά πειστικός και συνταγματικά ανεκτός λόγος που να δικαιολογεί τη διακεκριμένη, αυστηρότερη τιμωρία των προσβολών της δημόσιας περιουσίας, έναντι της προσβολής των άλλων ιδιωτικών περιουσιών; Η εύκολη δικαιολογητική απάντηση που παραπέμπει στο συμφέρον του δημοσίου, αφού αυτό υποτίθεται ότι λειτουργεί χάριν του συλλογικού καλού, μπορεί να είναι εν μέρει ορθή και να είναι εύκολα αναγνώσιμη, πλήν όμως μπορεί να καλύπτει και να δικαιολογεί μόνο την ειδική προστασία της περιουσίας του στενού δημοσίου και όχι φυσικά τη διευρυμένη εκδοχή του, που υφίσταται σήμερα στην έκταση ισχύος του ν. 1608/1950.
Τέλος και από δικονομικής πλευράς διατυπώνονται σημαντικοί προβληματισμοί αφού ειδικά για τα προβλεπόμενα από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950 εγκλήματα, η περάτωση της κυρίας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο εφετών προς τον σκοπό της ταχείας εισαγωγής τέτοιου είδους υποθέσεων προς συζήτηση στο ακροατήριο, το δε πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω επεκτείνεται και στα συναφή κακουργήματα. Κατά του παραπεμπτικού αυτού βουλεύματος δεν χωρεί αναίρεση. Έτσι δυσχεραίνεται υπέρμετρα η δικονομική θέση του κατηγορουμένου, που αφ’ ενός μεν στερείται τον πρώτο βαθμό ενδιάμεσης διαδικασίας, αφετέρου δεν δικαιούται να ασκήσει αναίρεση κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος. 
IV.
Συνεπώς, στις σημερινές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που επικρατούν και με γνώμονα την ανάγκη μειώσεως του κράτους και του ευρύτερου δημόσιου τομέα και του αποκλεισμού αυτού από τομείς τις οικονομικής δραστηριότητας που δρούν ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα, η ανάγκη για κατάργηση ή έστω τροποποίηση του ν. 1608/1950 είναι αδήριτη.
Σε περίπτωση που επιλεγεί τροποποίηση των διατάξεων του ως άνω νόμου αυτή πρέπει να κινηθεί στο εξής πλαίσιο2 : (όπως είχαν διατυπωθεί από τον καθηγητή Ηλ. Αναγνωστόπουλο «Το Ελληνικό δημόσιον και οι καταχραστές του» (Παρατηρήσεις στον Ν. 1608/1950) Ποιν Χρ, Με σελ 882 επ) :
• Να περιοριστεί το πεδίο εφαρμογής του ν. 1608/1950 στον πραγματικά «Δημόσιο» Τομέα (Δημόσιο και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου) καταργουμένης της προστασίας αυτής του Ν. 1608/50 ως προς τα τραπεζικά ιδρύματα, τα οποία σήμερα έχουν βασικά ιδιωτικό χαρακτήρα.
• Η αναπροσαρμογή του ελάχιστου οφέλους η ζημίας σύμφωνα με τα τρέχοντα και προβλεπόμενα στο εγγύς μέλλον οικονομικά δεδομένα
• Η απάλειψη των ιδιαζόντων επιβαρυντικών περιστάσεων και της απειλούμενης για αυτές ποινή της ισόβιας κάθειρξης.
• Η πρόβλεψη αυτοτελούς πλαισίου ποινής για μια σειρά από αδικήματα που σχετίζονται με την οικονομική εγκληματική σραστηριότητα.
• Η επαναφορά του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά των παραπεμπτικών βουλευμάτων.
Θα έλυναν αυτές οι τροποποιήσεις το πρόβλημα ?
Νομίζω πως όχι. Η εμπειρία της εφαρμογής του Νόμου όλα αυτά τα χρόνια απέδειξε ότι ο διακηρυγμένος στόχος του παρέμεινε ανεκπλήρωτος. Ο Ποινικός μας Κώδικας παρέχει ένα άρτιο και καλώς επεξεργασμένο σύστημα για την προστασία της δημόσιας περιουσίας και της καθαρότητας των δημοσίων υπηρεσιών. Η ενίσχυση της προστασίας της δημόσιας περιουσίας -όπου αυτή κριθεί αναγκαία- μπορεί να επιδιωχθεί με την συμπλήρωση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, χωρίς να είναι αναγκαία η καταφυγή σε έκτακτου χαρακτήρα παρα-νομοθετήματα του είδους του ν. 1608/1950 με όλες τις εντεύθεν δικαιο-πολιτικές παρενέργειες.
Και η κατάργησή του όμως χρειάζεται μεγάλη σκέψη και προσοχή. Διότι οι συνέπειες της κατάργησης του ν. 1608/1950 θα είναι καταλυτικές και για τις ήδηεκκρεμείς ποινικές υποθέσεις, δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό καθίσταται ορατός ο κίνδυνος απαλλαγής λόγω παραγραφής, ενός μεγάλου αριθμού κατηγορουμένων και καταδικασθέντων δημοσίων λειτουργών για αδικήματα όπως αυτά που τιμωρεί ο συγκεκριμένος νόμος.
Η διαφθορά στην Ελλάδα δεν είναι δυνατό να καταπολεμηθεί με απαρχαιωμένα νομοθετήματα και θέσπιση υπερβολικών, εξοντωτικών και ανελαστικών ποινών. Σύμφωνα με πρόσφατη αναφορά ενός ελεγκτικού μηχανισμού του Συμβουλίου της Ευρώπης (Greco) ρητά αναφέρεται ότι «το νομικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της διαφθοράς [στην Ελλάδα] εμφανίζεται να είναι αρκούντως περιεκτικό – fairly comprehensive», και ότι τα προβλήματα ανάγονται περισσότερο στην πολυπλοκότητα αυτής της νομοθεσίας, τις ενίοτε εσωτερικές της αντινομίες ή αποκλίσεις από τα κείμενα διεθνών συμβάσεων και, κυρίως, στη μη ικανοποιητική εφαρμογή της. Κύριος παράγοντας της διαφθοράς στην Ελλάδα είναι το υπερτροφικό κράτος, το οποίο συντηρείται αμείωτο από τα λεγόμενα κόμματα εξουσίας ενώ το ίδιο το κράτος διευκολύνει και διαχέει συστημικά προς όλες τις κατευθύνσεις τη διαφθορά με ευνοιοκρατικές προσλήψεις που εξυπηρετούν τις πελατειακές σχέσεις των πολιτικών, αλλά και με την υπερβολική διακριτική ευχέρεια υπαλλήλων του να ερμηνεύουν κατά το δοκούν ή και κατά το συμφέρον τους τις επικαλυπτόμενες ή αντιφατικές διατάξεις των νόμων3. Τόσο η «χαμηλή» διαφθορά, όσο και η «υψηλή» διαφθορά, για να παταχθούν και να προστατευτεί με τον τρόπο αυτό η δημόσια περιουσία απαιτείται ειλικρινή, σοβαρή και σταθερή πολιτική βούληση και ανεύρεση τρόπων για την ταχύτερη εκδίκαση των συναφών υποθέσεων, βελτίωση στη λειτουργία των θεσμών της διαφάνειας και τέλος έμπρακτη στήριξη των ελεγκτικών μηχανισμών κατά της διαφθοράς και όχι η επιμονή και η εμμονή για την διατήρηση ενός απαρχαιωμένου δρακόντειου νόμου, όταν αυτός μάλιστα σε μια φιλελεύθερη έννομη τάξη δημιουργεί τεράστια δογματικά ζητήματα και αξιολογικές αντιφάσεις με τον Ποινικό Κώδικα και το Σύνταγμα.
«Αδέκαστος είναι μόνον ο Άδης» (Αρχαίοι Έλληνες)


Βλ. «ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ Ν.1608/1950», Βαρβάρα Πάπαρη, Εφέτης, μέλος του ΔΣ της ΕΔΕ
Βλ. Ηλ. Αναγνωστόπουλο «Το Ελληνικό δημόσιον και οι καταχραστές του» (Παρατηρήσεις στον Ν. 1608/1950) Ποιν Χρ, ΜΕ σελ 882 επ.
 3 Βλ. «Η δωροδοκία από την άποψη της αντεγκληματικής πολιτικής, με ιδιαίτερη έμφαση στις Συστάσεις προς την Ελλάδα της Επιτροπής (Ομάδας Κρατών) για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς του Συμβουλίου της Ευρώπης (GRECO), του Νέστορα Ε. Κουράκη

Σχόλια