ΑΠ 1368/2013 | 1400 ΑΚ | Αξίωση συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου | Περιουσιακή επαύξηση | Κριτήρια για τη διαπίστωση αυτής

 Αριθμός 1368/2013 


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΑΠ 1368/2013 | 1400 ΑΚ  | Αξίωση συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου |  Περιουσιακή επαύξηση |  Κριτήρια για τη διαπίστωση αυτής


A1` Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Σίδερη, Ν. Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Δημήτριο Κράνη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Μ. Π. του Θ., κατοίκου ...., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ν. Διαλυνά, με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ.

Της αναιρεσιβλήτου: Φ. Κ. του Ν. πρώην συζ. Μ. Π., κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23 Σεπτεμβρίου 2004 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 13234/2006 μη οριστική, 30904/2009 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 1926/2011 του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 17 Απριλίου 2012 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ιωάννης Σίδερης, ανέγνωσε την από 2 Μαΐου 2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την αποδοχή των τρίτου, εβδόμου και ενάτου λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως, την απόρριψη δε των λοιπών.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι). Κατά την έννοια του άρθρου 576 Κ.Πολ.Δ, εάν κατά την συζήτηση της αναιρέσεως δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Αρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόμενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση, οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ή, αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειπόμενου διαδίκου, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί.

Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την υπ` αριθ. 2418/23-7-2012 έκθεση επιδόσεως του δικ. επιμελητού του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ..... ακριβές αντίγραφο της από 17.4.2012 αιτήσεως, μετά της πράξεως ορισμού δικασίμου για την εκδίκαση της αναιρέσεως και κλήσεως προς παράσταση στη σημερινή δικάσιμο της 13.5.2012 επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια του αναιρεσείοντος, στην αναιρεσίβλητη, πλην όμως η τελευταία δεν εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης. Επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία της αναιρεσείουσας, σαν να ήταν και αυτή παρούσα. ΙΙ). Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ, λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αναφέρεται σε ακυρότητα, απαράδεκτο ή έκπτωση από δικαίωμα, που προέρχεται από παραβίαση δικονομικής διατάξεως και όχι διατάξεως ουσιαστικού δικαίου. Με το λόγο αυτό αναιρέσεως ελέγχεται και η αοριστία της αγωγής ποσοτική ή ποιοτική, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής (Ολομ.ΑΠ 1573/1981, ΑΠ 571/2004). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 117, 118, 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, και 1400 Α.Κ. προκύπτει ότι στοιχεία της αγωγής αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου, ή, κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του υποχρέου αφότου τελέσθηκε ο γάμος και γ) η συμβολή με οποιονδήποτε τρόπο του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτή της περιουσίας του υποχρέου. Η τυχόν δε ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν, αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, κατ` εκτίμηση, η από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., πλημμέλεια της παρά το νόμο μη κηρύξεως ακυρότητας, με την έννοια ότι το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε παρά το νόμο να απορρίψει την αγωγή ως αόριστη και άρα απαράδεκτη, διότι στο δικόγραφο αυτής δεν εγένετο αναφορά στην ύπαρξη αρχικής περιουσίας του εναγομένου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.


ΙΙΙ). Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1400 παρ. 1 του ΑΚ: "Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή". Από τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται και επί γάμων που τελέσθηκαν και επί περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν και πριν από την έναρξη της ισχύος του ν. 1329/1983 (άρθρο 12 ν.1 649/1986), συνάγεται ότι η απαίτηση του κάθε συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι κατ` αρχήν ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αύξησης του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή, άμεση ή έμμεση του δικαιούχου (Ολ.ΑΠ 28/1996). Ως αύξηση νοείται όχι μια συγκεκριμένη κτήση, αλλ` η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννιέται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα με βάση τις παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου 1400 του Α.Κ. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου γέννησης της αξίωσης, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος της έγερσης της αγωγής. Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υποχρέου, ώστε, από τη σύγκριση της περιουσιακής κατάστασης στο χρονικό σημείο της τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τελευταία δεν αποκλείεται να ξεκινά με την αγωγή από μία μόνο ή περισσότερες μεν αλλά συγκεκριμένες κτήσεις του υποχρέου, οπότε η συμβολή του ενάγοντος υπολογίζεται με βάση την τελική αξία τούτων. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν, αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Ο χρόνος λύσης ή της ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν. Ο εναγόμενος δε, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει καμία συμβολή, Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ` αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, ο δε ενάγων, έστω και αν δεν αποδείξει τη δική του συμβολή, θα δικαιούται οπωσδήποτε το 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, συνιστά ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση. Κατά δε τη διάταξη της παρ. 3 του ιδίου άρθρου 1400 ΑΚ στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ότι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομία, κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες. Ο λόγος είναι προφανής, αφού σ` αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει συμβολή του άλλου συζύγου. Λαμβανομένου δε υπόψη του σκοπού της πιο πάνω διατάξεως, ως δωρεά πρέπει να νοηθεί οποιαδήποτε απόκτηση οφέλους από χαριστική αιτία. Η συμβολή τέλος του ενός συζύγου στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου μπορεί να γίνει είτε με την παροχή κεφαλαίων (εισφορά χρήματος, κεφαλαιουχικών αγαθών κατά χρήση), είτε με παροχή υπηρεσιών, που αποτιμώνται σε χρήμα και δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες (άρθρο 1390 ΑΚ). Εξάλλου κατά μεν το άρθρο 559 αρ.1 Κ.Πολ.Δ, επιτρέπεται αναίρεση, αν παρεβιάσθη κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου, κατά δε την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της διατάξεως του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: ".... . Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους θρησκευτικό γάμο στις 19.10.1991 στη …, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα τον Θ. και τον Ν., ηλικίας σήμερα δεκαέξι και δεκατριών ετών αντίστοιχα. Ο γάμος αυτός λύθηκε με την υπ` αριθμ. 24867/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ..., η οποία κατέστη αμετάκλητη στις 6.12.2000. Κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου των διαδίκων αυτοί δεν επέλεξαν το σύστημα της κοινοκτημοσύνης, ο δε εναγόμενος διατηρούσε στην … και συγκεκριμένα στην περιοχή του ... ατομική επιχείρηση τοποθέτησης - αλλαγής ταπετσαριών σε σαλόνια - έπιπλα, στεγαζομένη σε μισθωμένο χώρο. Λόγω της προσωπικής εργασίας των διαδίκων και της αύξησης του κύκλου των εργασιών, η εν λόγω επιχείρηση μετεγκαταστάθηκε περί το τέλος 1993 στο ..., όπου ευρίσκοντο συναφείς επιχειρήσεις σε χώρο μεγαλύτερου εμβαδού, ώστε να μπορεί η επιχείρηση να καλύψει όχι μόνον τις ανάγκες του βιοτεχνικού τμήματος αλλά και αυτές του τμήματος πωλήσεων. Με το υπ` αριθμ. .../17.θ.1994 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Λαγκαδά ................ , νομίμως μεταγραφέντος ..., ο εναγόμενος έγινε κύριος ενός αγροτεμαχίου, εκτάσεως 1.570 τ.μ της κτηματικής περιοχής Λαγυνών και με το υπ` αριθμ. .../10.7.1998 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης .... .... , νομίμως μεταγραφέντος, επίσης κύριος ετέρου ομόρου αγροτεμαχίου εκτάσεως 1009,50 τ.μ. στην ίδια περιοχή Κοινότητα Λαγυνών. Η αξία των ως άνω ακινήτων (αγροτεμαχίων) κατά τον χρόνο κτήσης αυτών (αμφοτέρων κτηθέντων μετά την τέλεση του γάμου των διαδίκων) ανερχόταν για μεν το πρώτο στο ποσό των 11.000.000 δραχμών ή 32.281,73 ευρώ, για δε το δεύτερο στο ποσό των 9.000.000 δραχμών ή 26.412,32 ευρώ. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η αξία των ακινήτων αυτών κατά τον χρόνο κτήσης τους ανερχόταν στο ποσό του τιμήματος που καταβλήθηκα και ειδικότερα 5.700.000 δραχμών για το πρώτο και 4.630.000 δραχμών για το δεύτερο ακίνητο, ελέγχεται αβάσιμος, καθόσον η συμπορευόμενη με αυτόν κατάθεση του μάρτυρός του (πατέρα του) αντικρούεται από την προεκτίμηση της εφορίας για τα ακίνητη αυτά, σου ήταν για μεν το πρώτο σε 7.000.000 δραχμές και γιο το δεύτερο σε 6.000.040 δραχμές.

Περαιτέρω ο εναγόμενος ισχυρίσθηκε πρωτοδίκως, ισχυρισμό που επανέφερε με λόγο έφεσης, ότι κάλυψε το τίμημα αγοράς των ακινήτων αυτών από άτυπες δωρεές χρηματικών ποσών υπό του πατέρα του, συνολικού ύψους 9.400.000 δραχμών, που πορίσθηκε ο τελευταίος, από την πώληση το έτος 1992 ενός αστικού ακινήτου μετά της επί αυτού παλαιάς οικίας στην πόλη της Φλώρινας αντί πραγματικού τιμήματος 5.500.000 δραχμών καθώς και από την πώληση το έτος 1997 οκτώ αγροτικών ακινήτων ευρισκομένων επίσης στην περιοχή της Φλώρινας αντί πραγματικού τιμήματος 3.900.000 δραχμών. Ομως δεν αποδείχθηκε, κατά την κρίση του δικαστηρίου ότι το χρηματικό ποσό των 5.500.000 δραχμών που εισέπραξε ο πατέρας του εναγομένου το έτος 1992 ως τίμημα από την πώληση του ακινήτου του το δώρισε στη άτυπα στον γιό του και ήδη εναγόμενο το έτος 1994 για την απόκτηση υπό του τελευταίου του πρώτου αγροτεμαχίου, η δε κατάθεση του μάρτυρά του δεν κρίνεται πειστική, δεδομένου ότι δεν ενισχύεται από κάποιο έγγραφο αποδειχτικό στοιχείο (λ.χ. βιβλιάριο κίνησης τραπεζικού λογαριασμού του πατέρα του εναγομένου) εκ του οποίου να προκύπτει η κατάθεση του ποσού αυτού από τον πατέρα του εναγομένου και η εν συνεχεία ανάληψη του σε χρόνο εγγύς του Αυγούστου 1994 ήτοι της αποκτήσεως υπό του εναγομένου του ως άνω ακινήτου, όπως θα ήταν λογικά αναμενόμενο λόγω της χρονικής αποστάσεως των δύο (2) ετών που μεσολαβούσε μεταξύ δύο εκποιητικών δικαιοπραξιών, αλλά και σύμφωνα με την συνήθη συναλλακτική πρακτική λόγω του μεγάλου ύψους του εισπραχθέντος από τον πατέρα του εναγομένου ποσού τιμήματος. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι ο πατέρας του εναγομένου για την απόκτηση υπό του εναγομένου, γιού του δευτέρου ακινήτου το έτος 1998 του κατέβαλε λόγω ατύπου δωρεάς το ποσό των 3.300.000 ή 11.445,341 ευρώ. Το ποσό αυτό αναγόμενο στην αξία του ακινήτου κάτω το χρόνο εγέρσεως της αγωγής, δεν πρέπει να συνυπολογισθεί στην τελική περιουσία του εναγομένου, ως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη απόφαση και όσα αντίθετα υποστηρίζονται με το σχετικό λόγο της υπό στοιχείο Β` έφεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι επί των δύο ως άνω αγροτεμαχίων που απέκτησε ο εναγόμενος αυτός κατά το έτος 1998 προέβη σε ανέγερση βιοτεχνικού χώρου με πρόσοψη επί της επαρχιακής οδού Θεσσαλονίκης -Λαγκαδά, προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες που επέβαλε η σταθερά ανοδική πορεία της ως άνω επιχείρησης και συγκεκριμένα προκειμένου να δημιουργήσει ένα χώρο ικανό να στεγάσει το εργαστήριο κατασκευής σαλονιών και σκελετών επίπλου, εκθετήριο επίπλων και μικροεπίπλων που εισήγαγε με σκοπό την μεταπώληση τους καθώς και τα γραφεία της επιχείρησης του. Η οικοδομή που αναγέρθηκε αποτελείτο από υπόγειο αποθηκευτικό χώρο εμβαδού 344,70 τ.μ., ισόγειο βιοτεχνικό χώρο, εμβαδού 362,40 τ.μ., β` όροφο 152,41 τ.μ, ημιυπαίθριο χώρο βεράντα, εμβαδού 13,50 τ.μ. και εξωτερική βοηθητική σκάλα ανόδου. Για την ανέγερση της εν οικοδομής εκδόθηκε αρχικά η υπ` αριθμ. .../1997 οικοδομική άδεια, που αναφέρετο στην κατασκευή διωρόφου οικίας επί γηπέδου 1.543,74 τ.μ. και στις 23.7.1995 έγινε αλλαγή χρήσης της κατοικίας σε βιοτεχνικό κτίριο και αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας, συγχρόνως δε επέκτασής της, αφού προηγήθηκε η αγορά του ακινήτου (αγροτεμαχίου) έκτασης 2.125 τ.μ. Η δαπάνη ανέγερσης της οικοδομής καλύφθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της από τα εισοδήματα που αποκόμισε η ως άνω επιχείρηση κατά την άσκηση της δραστηριότητάς της. Ο εναγόμενος ισχυρίστηκε πρωτοδίκως και επαναφέρει με λόγο εφέσεως ισχυρισμό ότι οι δαπάνες ανέγερσης της εν λόγω οικοδομής καλύφθηκαν με χρήματα από άτυπη χρηματική δωρεά προς αυτόν (εναγόμενο) από τον πατέρα του και συγκεκριμένα μεγάλου μέρους εκ του ποσού των 15.625.000 δραχμών ή 45.355 ευρώ που εισέπραξε ο τελευταίος ως τίμημα από την πώληση υπό αυτού του ποσοστού του (5/8 εξ αδιαιρέτου) κληρονομιαίου ακινήτου διαμερίσματος κειμένου στον τέταρτο όροφο οικοδομής στην οδό ..., δυνάμει του υπ` αριθμό.../1993 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..... ................... , από κοινού μετά του εναγομένου και του αδελφού του τελευταίου, επίσης συγκληρονόμων του ως άνω ακινήτου κατά ποσοστό 1,5/8 ο καθένας εξ αυτών. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, διότι ανεξαρτήτως της αοριστίας του, αφού δεν προσδιορίζεται ποιο ακριβώς χρηματικό ποσό εκ του εισπραχθέντος τιμήματος δώρισε ατύπως σε αυτόν ο πατέρας του, δεν αποδεικνύεται η βασιμότητα του από κάποιο αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο κατά τρόπο αναμφισβήτητο, δεδομένου ότι ως προκύπτει από το προσκομιζόμενο πωλητήριο συμβόλαιο το τίμημα του εν λόγω διαμερίσματος ανήρχετο στο ποσό των 15.000.000 δραχμών με πωλητές όμως και τους τρεις και τους τρεις συγκληρονόμους, του ποσοστού 4/8 που περιήλθε σε αυτούς από κληρονομιά της συζύγου και μητέρας αντιστοίχως. Αλλωστε σε κατάφαση του ως άνω ισχυρισμού του εναγομένου δεν μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο από την κατάθεση του με επιμέλεια του εναγομένου εξετασθέντος πρωτοδίκως πατέρα αυτού (εναγομένου), ο οποίος αν και κατέθεσε πρωτοδίκως ότι από το τίμημα πωλήσεως του διαμερίσματος (του ποσοστού του) που εισέπραξε αυτός, έδωσε λόγω δωρεάς στον εναγόμενο το ποσό των 15.000.000 δραχμών", ο ίδιος μάρτυρας εξεταζόμενος στις 20.11.2003 στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, επί προγενεστέρας από 25.6.2002 όμοιας αγωγής της ενάγουσας, που απορρίφθηκε ως αόριστη, κατέθεσε τότε ότι από το τίμημα που εισέπραξε από την πώληση του διαμερίσματος στην οδό ... έδωσε 10.000.000 δραχμές στον ένα γιο, 10.000.000 δραχμές στον άλλο γιο και 15.000.000 δραχμές κράτησε ο ίδιος για τον εαυτό του. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που αν και με εν μέρει διαφορετικές αιτιολογίες απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό του εναγομένου, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός τρίτος λόγος της υπό στοιχείο α` έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ` ουσίαν. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος το τίμημα που εισέπραξε από την πώληση του ιδανικού του μεριδίου 1,5/8 επί του ως άνω διαμερίσματος ποσού 2.500.000 δραχμών ή 7.336,757 ευρώ πράγματι διέθεσε για τις ανάγκες αποπερατώσεως της οικοδομής. Το εν λόγω ποσό δεν θα υπολογιστεί στην προσαύξηση της περιουσίας του εναγομένου ως προερχόμενο από εκποίηση κληρονομιαίου ακινήτου κατά την διάρκεια του γάμου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το συνολικό κόστος ανέγερσης της ως άνω οικοδομής ανήλθε στο ποσό των 40.000.000 δραχμών ή 117.386 ευρώ. Στο ποσό αυτό πρέπει να υπολογιστεί ποσό 11.738 ευρώ ήτοι 10% περίπου, ως αμοιβή αυτοεπιστασίας τεχνικού, ο οποίος αμείβεται με ποσοστό περί τα 10% του κόστους κατασκευής, το` οποίο και έφερε σε πέρας μόνο ο εναγόμενος με τη μέθοδο της αυτοεπιστασίας και συνεπώς το πραγματικό κόστος, που επιβάρυνε τον οικογενειακό προϋπολογισμό των διαδίκων για την ανέγερση της οικοδομής των διαδίκων ανήλθε σε 105.650 ευρώ (117.385-11.738). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την 5.12.2000 (χρόνος αμετακλήτου λύσεως του γάμου των διαδίκων) η αντικειμενική αξία του κτίσματος (οικοδομής) ανερχόταν στο ποσό των 160.722,80 ευρώ. Η αγοραστική της όμως αξία κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο, η οποία αξία είναι η ίδια και κατά. το χρόνο έγερσης της ένδικης αγωγής (27.5.2002), λόγω μη παρέλευσης μεταξύ των δύο χρονικών αυτών σημείων ικανού χρονικού διαστήματος ώστε να δικαιολογείται μείωση της εμπορικής της αξίας (λόγω τεχνικής απαξιώσεως) ανήρχετο σε 189.000 ευρώ. Ο ισχυρισμός εναγομένου που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον έκτο λόγο της έφεσης αυτού πάνω αποδεικτικά μέσα καταλήγει στην κρίση ότι η αξία της επιχείρησης του εναγομένου κατά τον κρίσιμο χρόνο, και συγκεκριμένα η αξία των αποτιμητών σε χρήμα πάγιων περιουσιακών της στοιχείων (μηχανημάτων, γραφείων, πρώτων υλών γιο κατασκευή επίπλων, επίπλων κ.λ.π.) ανήρχετο σε 76.000 ευρώ,η δε άυλη αξία της επιχείρησης ανήρχετο στο ποσό των 68.738 ευρώ κα συνολικά σε 144.738 ευρώ (76.000 + 68.738). Στην αξία αυτή της επιχείρησης πρέπει να συνυπολογιστεί η αξία των μεταφορικών μέσων της επιχείρησης ήτοι δύο φορτηγών τύπου .... με αριθμό κυκλοφορίας ... και ............. με έτος πρώτης κυκλοφορίας 6.12.1994 και 1995 αντίστοιχα, τα οποία κατά τον χρόνο της αμετάκλητης λύσεως του γάμου ανήρχοντο στο συνολικό ποσό των 110.858 ευρώ, κατά δε τον κρίσιμο χρόνο εγέρσεως της αγωγής μετά συνυπολογισμό της απομείωσης της αξίας τους λόγω της παρόδου του χρόνου σε ποσοστά 10% ανήρχοντο σε 9.772,56 ευρώ.

Συνεπώς η συνολική αξία της επιχείρησης του εναγομένου, που υπήρχε και σώζετο κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου, αποτιμωμένη σε χρήμα κατά τον κρίσιμο χρόνο εγέρσεως της αγωγής, ανερχόταν σε 154.510,56 ευρώ (134.73Β + 9.772,56= 154.510,56). Ο ισχυρισμός του εναγομένου που επαναφέρεται με λόγο έφεσης ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο η αξία της επιχείρησης ήταν σχεδόν μηδενική, καθόσον αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, τα δε χρέη της επιχείρησης προς τρίτους ανήρχοντο σε 300. 000 ευρώ, ελέγχεται αβάσιμος, καθόσον ο εναγόμενος ως προέκυψε, προς κάλυψη των διαρκώς αυξανομένων αναγκών της εμπορίας και της επιχείρησης του προέβη κατά τον ίδιο χρόνο στην ίδρυση δύο εκθεσιακών χώρων στη Θεσσαλονίκη και μία στην πόλη της Κέρκυρας. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που καθόρισε την αξία της επιχείρησης σε 103.357,51 ευρώ κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, αποτιμώντας με βάση τον τελευταίο ισολογισμό της ατομικής επιχείρησης του εναγομένου την συνολική καθαρή της θέση σε 17.819.309 δρχ ή 52.294,38 ευρώ και την υπεραξία, της σε 51.063, 213 ευρώ έσφαλε και πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος της υπό στοιχείο Β` έφεσης της ενάγουσας, να απορριφθεί δε ο αντίστοιχος λόγος της υπό στοιχείο Α` έφεσης εναγομένου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι διάδικοι κατά τη διάρκεια του γάμου τους διατηρούσαν κοινούς Τραπεζικούς λογαριασμούς στην ........ Τράπεζα της Ελλάδος και την Τράπεζα ... , τα ποσά των καταθέσεων των οποίων στις 22.11.1999 και 30.8.1999 αντίστοιχα ανέρχονταν σε 1.098.419 δρχ και 1.330.000 δρχ αντίστοιχα. Κατά τις ημερομηνίες αυτές ο εναγόμενος έκανε ανάληψη των ποσών αυτών και στη συνέχεια τα τοποθέτησε σε άλλους κοινούς λογαριασμούς του ιδίου και των τέκνων του. Το συνολικό αυτό ποσό 2.428.419 δραχμών (1.098.419 + 1.330.000) ή 7.126,68 ευρώ δεν αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι είχε αναλωθεί και δεν υφίστατο κατά τον χρόνο της αμετάκλητης λύσεως του και συνεπώς ο όγδοος λόγος της υπό στοιχείο Α1 έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ` ουσίαν. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια του γάμου ο εναγόμενος απέκτησε και το υπ` αριθμ. κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής ........... , το οποίο εξυπηρετούσε τις ανάγκες μετακινήσεως του η αξία του οποίου ανερχόμενη κατά τον κρίσιμο χρόνο δε 12.500 ευρώ θα πρέπει να συνεκτιμηθεί στην συνολική αύξηση της περιουσίας του εναγομένου. Τέλος ως αποδείχτηκε η (αρχική) αξία της επιχείρησης που διατηρούσε ο εναγόμενος κατά το χρόνο της σύναψης του μεταξύ των διαδίκων γάμου ήτοι στις 21.10-1991 που λειτουργούσε ήδη από τον Ιούνιο 1989 ως επιχείρηση αλλαγής ταπετσαρίας επίπλων σε μισθωμένο ακίνητο και η οποία επιχείρηση διέθετε ένα μικρό γραφείο, δύο διθέσιους καναπέδες, πάγκο κοπής υφάσματος, κορδέλα κοπής, γαζωτική μηχανή, συνισταμένης της αξίας αυτής (επιχείρησης) στα πάγια περιουσιακά στοιχεία και την άυλη εμπορική της αξία εκτιμάται στο ποσό των 7.500 ευρώ, ανήρχετο δε με αναγωγή σε τιμές του χρόνου εγέρσεως της αγωγής (2002) σε 10.000ευρώ. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η αρχική αξία της επιχείρησης ανήρχετο σε 24.557 ευρώ, επαναφέρεται με τον έβδομο λόγο εφέσεώς του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι διάδικοι κατήρτισαν το οπό 1.12.1999 ιδιωτικό συμφωνητικό στα πλαίσια συζητήσεως αιτήσεως συναινετικού διαζυγίου με το οποίο ρύθμιζαν την επιμέλεια και διατροφή των τεκνών τους, ενώ συμφώνησαν όπως τακτοποιήσουν και τα λοιπά αποκτήματα του γάμου χωρίς όμως να προβούν σε οποιαδήποτε ρύθμιση αυτών και πολύ περισσότερο χωρίς να καθορίσουν το μέρος ή το ποσοστό συμβολής της ενάγουσας στην επαύξηση της ατομικής περιουσίας του εναγομένου κάρτα τη διάρκεια του γάμου. Περαιτέρω από το σύνολο των ως αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια του γάμου τους και οι δύο οι διάδικοι σύζυγοι απασχολήθηκαν στην ανωτέρω επιχείρηση μεν ο εναγόμενος, που είχε και την ευθύνη διαχείρισης των οικονομικών της, αλλά και η ενάγουσα, που ειργάζετο και αυτή σχεδόν καθημερινά, εξαιρουμένων των διαστημάτων, που η ενάγουσα ευρισκόμενη σε κατάσταση προχωρημένης κύησης, είτε λοχείας παρέμενε στην συζυγική οικία. Τα εισοδήματα (καθαρά) που απεκόμιζαν ετησίως από την επιχείρηση τα διέθεταν για την κάλυψη των προσωπικών τους αναγκών καθώς και των αναγκών της οικογενείας των (συντήρηση οίκου, διατροφή τέκνων κ.λ.π), ενώ σημαντικό μέρος αυτών διέθεταν για την κάλυψη των δαπανών επέκτασης της ήδη υπάρχουσας επιχείρησης και ειδικότερα του τμήματος αγοράς των ως άνω ακινήτων και των δαπανών ανέγερσης της Οικοδομής. Τα ετήσια εισοδήματα των διαδίκων από την ως άνω επιχείρηση επίπλων, λόγω της αύξησης του κύκλου εργασιών αυτής (επιχείρησης) αυξάνοντο σταθερά, χωρίς όμως, ελλείψει σαφών αποδεικτικών στοιχείων, να μπορούν να προσδιορισθούν επακριβώς κάθε έτος και μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου τους. Ειδικότερα η ενάγουσα βοηθούσε καθόλη τη διάρκεια του γάμου τους το σύζυγό της στην άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας παρέχοντας την προσωπική της εργασία ως γαζώτριας, όχι όμως συστηματικά και με πλήρες ωράριο λόγω και της απασχόλησής της στο συζυγικό οίκο, καθώς και με την διεκπεραίωση διαφόρων εξωτερικών εργασιών της επιχείρησης. Δεν αποδείχθηκε όμως πόσα επακριβώς ήταν συνολικά το καθαρά εισοδήματα που απεκόμιζε μηνιαίως ο εναγόμενος από την ως άνω επιχειρηματική του δραστηριότητα, αλλά ούτε και αποδείχθηκε το ακριβές ποσό, το οποίο απαιτείτο για την κάλυψη των μηνιαίων αναγκών της οικογενείας, δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν επικαλέσθηκε ούτε και απέδειξε ποια ήσαν τα αναγκαία προσδιοριστικά στοιχεία αυτών ( μηνιαίων οικογενειακών αναγκών) ήτοι εάν διέμεναν σε ιδιόκτητη ή μισθωμένη κατοικία, ποία τα έξοδα διαβιώσεως αυτών και των τέκνων τους μηνιαίως κ.λ.π.

Εξάλλου η ενάγουσα παράλληλα με την απασχόληση της στην ιός άνω επιχείρηση του συζύγου της παρείχε υπηρεσίες και στη συζυγική οικία για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογενείας της, πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι οι παρεχόμενες υπό αυτής στον συζυγικό οίκο υπηρεσίες υπερέβαιναν τα μέτρο της εκ του άρθρου 1389 Α.Κ., επιβαλλόμενης υποχρεώσεως της για συνεισφορά στα βάρη του γάμου. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η ενάγουσα δεν απασχολήθηκε ουσιαστικά στην εν λόγω επιχείρηση, ούτε και συνέβαλε στην αύξηση των εξ αυτής κερδών επικαλούμενος ότι απασχολείτο περιοδικά και σε έκτακτες περιπτώσεις (παραμονές εορτών οπότε παρουσιάζετο αύξηση των πωλήσεων) ελέγχεται αβάσιμος, άλλωστε εάν η ενάγουσα δεν απασχολείτο στην επιχείρηση του εναγομένου δεν θα υπήρχε λόγος να ανατεθεί η φύλαξη των ανηλίκων τους σε παιδικό σταθμό. Με την ως άνω απασχόληση της ενάγουσας στην επιχείρηση του εναγομένου, η οποία αποτιμάται κατά μέσον όρο καθόλη τη διάρκεια του γάμου σε 200 ευρώ μηνιαίως, εξοικονόμησε ο τελευταίος αντίστοιχο χρηματικό ποσό που σε διαφορετική περίπτωση θα έπρεπε να καταβληθεί σε τρίτον για τη θέση της γαζώτριας διαθέτοντας το ποσό αυτό στην επέκταση της επιχείρησής του. Δεν αποδείχθηκε δε κατά τρόπο αναμφίβολο ότι η ενάγουσα κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου διέθετε το χρηματικό ποσό των 1.500.000 δραχμών αποταμιευμένο μάλιστα, το οποίο και να εισέφερε στην επιχείρηση του εναγομένου για την επέκταση της. Κατά συνέπεια η ενάγουσα, εφόσον δεν απέδειξε (αν και αυτή έφερε το σχετικό βάρος) ότι η πραγματική της συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου υπερέβαινε το τεκμαιρόμενο ποσοστό (1/3) ανερχομένη αυτή (πραγματική συμβολή) κατ` αυτήν σε 50%, και δεδομένου ότι το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδ. β` Α,Κ, μαχητό τεκμήριο συμβολής του δικαιούχου συζύγου στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του δικαιούχου λειτουργεί αμφιμερώς κρίνεται ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι η συμβολή της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου καλύπτεται από το τεκμήριο, απορριπτομένων των περί όσων αντιθέτων υποστηρίζονται (περί ποσοστού συμβολής μεγαλυτέρου του τεκμαιρομένου) υπό της εκκαλούσας της υπό στοιχείων Β` έφεσης. Εξ ετέρου και ο εναγόμενος, καίτοι επικαλέστηκε δεν απέδειξε τον ισχυρισμό του ότι η συμβολή της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας του ήταν μηδενική ή μικρότερη της τεκμαιρομένης του 1/3 συμβολής και ο τα αντίθετα υποστηρίζων σχετικός λόγος της υπό στοιχείο Α1 εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ` ουσίαν. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα η περιουσία του εναγομένου, η οποία κατά τον χρόνο της τέλεσης του γάμου των διαδίκων αποτελείτο από την ως άνω αρχική επιχείρηση ταπετσαρίας επίπλων αξίας κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής 10.000 ευρώ αυξήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου κατά το ποσό των 417.722, 72 ευρώ [181.663,25 (οικοδομή), (189.000 αξία κτίσματος - 7.336, 75)+ 61,922,23 οικόπεδο (73.367,57 -11.445,34) + 154,510,56 επιχείρηση + 12.500 (Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο) + 7.126,68 (τραπεζικές καταθέσεις). Από την εν λόγω τελική περιουσία 411.122,12 ευρώ πρέπει να αφαιρεθεί η αρχική περιουσία του εναγομένου εκ 10.000 ευρώ. Η διαφορά δε εκ 407.722,7 ευρώ (417.722,72 - 10.000) ανάμεσα στην τελική καθαρή και αρχική περιουσία του εναγομένου αποτελεί την περιουσιακή επαύξηση του εναγομένου κατά τον χρόνο της λύσεως ίου γάμου των διαδίκων. Στην επαύξηση αυτή της περιουσίας του εναγομένου η ενάγουσα συνέβαλε κατά ποσοστό 1/3, ότι ο εναγόμενος δεν κατέρριψε το τεκμήριο του 1/3 η δε συμβολή της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας δεν αποδείχθηκε μεγαλύτερη του 1/3. Επομένως, το ποσό στο οποίο αποτιμάται το μέρος της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου που προέρχεται από την (τεκμαιρομένη) συμβολή της ενάγουσας ανέρχεται συνολικά σε 135,907,54 ευρώ (407.722, 72 Χ 1/3). Κατά το ποσό δε αυτό και πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ`ουσίαν βάσιμη η αγωγή και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να της το καταβάλει με το νόμιμο από της επιδόσεως της κρινομένης αγωγής .......". Από τις πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι δεν έχει νόμιμη βάση και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί δεν καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις, ούτε με πληρότητα και σαφήνεια, το πραγματικό του εφαρμοστέου εδώ κανόνα ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 1400 του ΑΚ, τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες. Επομένως, τα όσα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, με τους τρίτο, πέμπτο, έβδομο και ένατο λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδεται, κατ` εκτίμηση του περιεχομένου τους, στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. κρίνονται βάσιμα και πρέπει να γίνουν δεκτοί οι αντίστοιχοι λόγοι αναίρεσης. Ειδικότερα η προσβαλλομένη απόφαση διαλαμβάνει ανεπαρκείς αιτιολογίες, ως προς την άυλη αξία τόσο της προϋφισταμένης του γάμου επιχειρήσεως του αναιρεσείοντος, όσο και της μετά την τέλεση του γάμου επιχειρήσεως του ιδίου, που μετεγκαταστάθηκε στο .... . , δοθέντος ότι δεν προσδιορίζονται τα επί μέρους στοιχεία, που θα μπορούσαν να προσδιορίσουν την αξία αυτή επί πλέον της τρέχουσας συναλλακτικής αξίας των συγκροτούντων αυτή επί μέρους υλικών περιουσιακών στοιχείων, και δη εκείνα που αναφέρονται στην καλή φήμη, την πελατεία και την καλή πορεία των εταιρικών υποθέσεων, σε συνδυασμό προς την επωνυμία της επιχειρήσεως, επί πλέον δε δεν προσδιορίζονται επακριβώς τα ποσά τα οποία διετέθησαν εκ των κερδών της επιχειρήσεως για την ανέγερση των εγκαταστάσεών της, καθώς και ποία ήταν η συμβολή καθ` ενός των διαδίκων στην αύξηση των κερδών αυτών. Από τις ίδιες πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι δεν έχει νόμιμη βάση και δη την απαιτούμενη αιτιολογία και ως προς την απόρριψη της ένστασης του αναιρεσείοντος, προς απόκρουση (ολική και επικουρικώς μερική) του μαχητού τεκμηρίου για τη συμβολή της αναιρεσίβλητης στην αύξηση της περιουσίας του, και αυτό γιατί το Εφετείο, ενώ προσδιόρισε τη συμβολή αυτή της αναιρεσίβλητης, κατά τη δεκαετή διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, σε 200 ευρώ μηνιαίως, και συνολικώς στο ποσό των 24.000 ευρώ, ήτοι σαφώς κατωτέρα του 1/3 του τεκμηρίου συμβολής του άρθρου 1400 Α.Κ., στη συνέχεια καθόρισε το ποσοστό συμμετοχής στα αποκτήματα στο ποσό των 135.907,54 ευρώ με βάση την κατά το 1/3 τεκμαρτή συμμετοχή της σε αυτά, παρόλη την, κατά τις ίδιες παραδοχές, μερική ανατροπή από τον εναγόμενο του προαναφερθέντος μαχητού τεκμηρίου, δεδομένου ότι το ως άνω ποσό συμμετοχής υπολείπεται του 1/3 της γενομένης προσαυξήσεως. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατ` αποδοχή των τρίτου, πέμπτου, εβδόμου και ενάτου λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Θεσσαλονίκης που εξέδωσε την αναιρουμένη απόφαση, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 1926/2011 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο πιο πάνω Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.

Και

Διατάσσει της επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου στον αναιρεσείοντα.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Ιουνίου 2013.

Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Ιουνίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



Ρ.Κ.

Σχόλια