ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ, ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ, ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ | ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Ολόκληρο Το Νομοσχέδιο σε μορφή .doc στον πιο κάτω σύνδεσμο
HellenicLawyer-scribd
HellenicLawyer-scribd
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ
ΕΛΛΗΝΩΝ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Πρωτ. _____________ Από
τα επίσημα Πρακτικά τηςΙΓ', 8 Ιουλίου 2014,
Αριθ. Συνεδρίασης
του Τμήματος Διακοπής των Εργασιών
Διεκπ. _____________ της
Βουλής, στην οποία ψηφίστηκε το παρακάτω
σχέδιο νόμου:
Ρυθμίσεις Ποινικού
και Σωφρονιστικού Δικαίου και άλλες διατάξεις
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
ΤΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ, ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ, ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Άρθρο 1
1.
Μετά το πρώτο εδάφιο
της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 2776/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Εξαιρούνται
επίσης οι μεταγωγές που γίνονται προς τα καταστήματα Γ' τύπου ή στα αυτοτελή
τμήματα Γ' τύπου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 παράγραφος 2.»
2.
Μετά την παράγραφο 3
του άρθρου 9 του ν. 2776/1999 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4.
Σε περίπτωση απόρριψης αιτήματος μεταγωγής κρατουμένου για ουσιαστικούς λόγους
για δεύτερη συνεχόμενη φορά, μπορεί αυτός να προσφύγει κατά της απόφασης της
Κ.Ε.Μ. στο Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών, το οποίο συνεδριάζει ως Συμβούλιο,
εντός δέκα ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της απορριπτικής απόφασης.»
3.
Μετά την παρ. 5 του
άρθρου 11 του ν. 2776/1999 προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6.
Ενήλικοι κρατούμενοι: α) που έχουν καταδικαστεί για τα εγκλήματα των άρθρων
134, 135, 135Α, 138, 187Α Ποινικού Κώδικα σε συνολική ποινή κάθειρξης άνω των
δώδεκα ετών ή β) που έχουν καταδικαστεί για τα εγκλήματα των άρθρων 299, 380
παράγραφος 2 και 385 παράγραφος 1 περίπτωση α' Ποινικού Κώδικα σε συνολική
ποινή κάθειρξης άνω των δεκαπέντε ετών, εφόσον αυτά τελούνται στο πλαίσιο του
άρθρου 187 Ποινικού Κώδικα ή γ) που κατηγορούνται για τα εγκλήματα των άρθρων
της περίπτωσης α' και κρίνονται ιδιαίτερα επικίνδυνοι κατά τα αναφερόμενα
κατωτέρω, κρατούνται σε καταστήματα κράτησης Γ' τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ'
τύπου. Ενήλικοι κρατούμενοι, για οποιοδήποτε άλλο κακούργημα, που κρίνονται
ιδιαίτερα επικίνδυνοι, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 19, για την ασφάλεια της
χώρας και τη δημόσια τάξη, καθώς και για την τάξη και την ασφάλεια στα
καταστήματα κράτησης Α' ή Β' τύπου, και α) έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα για
τα οποία επιβλήθηκε ποινή ισόβιας ή πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον δώδεκα
ετών ή κατηγορούνται για εγκλήματα που επισύρουν ποινή ισόβιας ή πρόσκαιρης
κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών ή β) έχουν καταδικαστεί ή κατηγορού- νται για
το έγκλημα του άρθρου 174 Ποινικού Κώδικα ή γ) έχουν τελέσει τα εξής
περιοριστικά αναφερόμενα πειθαρχικά παραπτώματα: γα) βίαιη απόδραση περισσότερων
κρατουμένων με ενωμένες δυνάμεις, γβ) άσκηση βίας κατά μελών του προσωπικού του
καταστήματος, γγ) εν γνώσει κατασκευή ή κατοχή αιχμηρών ή εν γένει επικίνδυνων
αντικειμένων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως όπλα και γδ) απόδραση
κρατουμένου, κρατούνται ομοίως σε καταστήματα κράτησης Γ' τύπου ή σε αυτοτελή
τμήματα Γ' τύπου. Τα αυξημένα μέτρα ασφαλείας των καταστημάτων κράτησης αυτής
της κατηγορίας τελούν υπό τον έλεγχο του αρμόδιου δικαστικού λειτουργού και
δεν αποκλείεται να επηρεάζουν επί το αυστηρότερο τον τρόπο διαβίωσης μέσα σε
αυτά.»
4.
Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 15 του ν.
2776/ 1999 προστίθεται η φράση:
«,
με εξαίρεση τους υποδίκους που κρατούνται σε κατάστημα κράτησης Γ' τύπου ή σε
αυτοτελές τμήμα Γ' τύπου.»
5.
Η παρ. 2 του άρθρου 19
του ν. 2776/1999 αντικαθίσταται ως εξής:
«2.
Τα γενικά καταστήματα κράτησης διακρίνονται σε Α', Β' και Γ' τύπου. Στα
καταστήματα Α' τύπου κρατούνται οι υπόδικοι, οι κρατούμενοι για χρέη, οι
κρατούμενοι για εγκλήματα κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων, πλην του
εγκλήματος της εκβίασης, οι κρατούμενοι για το έγκλημα της υπεξαίρεσης, καθώς
και οι κατάδικοι σε ποινή φυλάκισης. Στα Β' τύπου κρατούνται, με την επιφύλαξη
του επόμενου εδαφίου, οι υπόλοιποι κρατούμενοι. Στα Γ' τύπου, τα οποία
ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,
κρατούνται αποκλειστικά κατάδικοι ή υπόδικοι, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο
6 του άρθρου
11.
Η κράτηση καταδίκων
των περιπτώσεων α' και β' του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 11 σε
καταστήματα κράτησης Γ' τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ' τύπου, γίνεται με
παραγγελία του Εισαγγελέα Εκτέλεσης Ποινών, με βάση την καταδικαστική απόφαση.
Η μεταγωγή και περαιτέρω κράτηση των λοιπών καταδίκων ή των υποδίκων της
παραγράφου 6 του άρθρου 11 σε καταστήματα κράτησης Γ' τύπου ή σε αυτοτελή
τμήματα Γ' τύπου, εφόσον κριθούν ιδιαίτερα επικίνδυνοι, γίνεται με
αιτιολογημένη διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών του τόπου έκτισης της ποινής. Σε
αυτόν διαβιβάζονται από την αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Δικαιοσύνης,
Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σχετικά αιτήματα με αντίγραφα των
ατομικών φακέλων των κρατουμένων, που τηρούνται στο κατάστημα κράτησης όπου
εκτίουν την ποινή τους. Μαζί με τους ατομικούς φακέλους διαβιβάζεται και κάθε
άλλο σχετικό με την κράτησή τους στοιχείο. Ο Εισαγγελέας για την εκτίμηση της
ιδιαίτερης επικινδυνότητας του κρατουμένου συνεκτιμά τα εξής στοιχεία, που
μπορεί να συντρέχουν σωρευτικά ή διαζευκτικά: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος
για το οποίο κρατείται ή του πειθαρχικού παραπτώματος που τέλεσε, β) την
πιθανότητα τέλεσης νέων εγκλημάτων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων, γ) την ύπαρξη
υποδικίας ή καταδικαστικής απόφασης για άλλα κακουργήματα, δ) την ύπαρξη
στοιχείων για την περαιτέρω εγκληματική δραστηριότητα του κρατουμένου, από
άλλες συναρμόδιες για τον έλεγχο του εγκλήματος αρχές και ε) την προσωπικότητα
του καταδίκου ή υποδίκου. Σε περίπτωση κατεπείγοντος, όταν απειλείται η
διασάλευση της τάξης και ασφάλειας του καταστήματος ή για λόγους που
συνδέονται με την ασφάλεια της χώρας ή τη δημόσια τάξη, η διάταξη για τη
μεταγωγή και περαιτέρω κράτηση σε κατάστημα Γ' τύπου ή σε αυτοτελές τμήμα Γ'
τύπου εκδίδεται, χωρίς διαβίβαση σχετικού αιτήματος, από τον ίδιο ως άνω Εισαγγελέα
Εφετών του τόπου έκτισης της ποινής και εκτελείται αμέσως. Η διατασσό- μενη
κράτηση σε κατάστημα Γ' τύπου ή σε αυτοτελές τμήμα Γ' τύπου έχει αρχική
διάρκεια δύο ετών και μπορεί να παρατείνεται με τον ίδιο τρόπο και για άλλες
περιόδους, διάρκειας δύο ετών η καθεμία, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση της
ιδιαίτερης επικινδυνότητας κατά τα ανωτέρω οριζόμενα. Ειδικά, για τους
κρατουμένους: α) για τα εγκλήματα των άρθρων 134, 135, 135Α, 138 και 187Α
Ποινικού Κώδικα ή β) για τα εγκλήματα των άρθρων 299, 380 παράγραφος 2 και 385
παράγραφος 1 περίπτωση α' Ποινικού Κώδικα, εφόσον τα εγκλήματα της περίπτωσης
αυτής τελούνται στο πλαίσιο του άρθρου 187 Ποινικού Κώδικα, η διατασσόμενη
κράτηση έχει αρχική διάρκεια τεσσάρων ετών και μπορεί να παρατείνε- ται με τον
ίδιο τρόπο και για άλλες περιόδους, διάρκειας δύο ετών η καθεμία, εφόσον
συντρέχει η προϋπόθεση της ιδιαίτερης επικινδυνότητας κατά τα ανωτέρω οριζόμενα.
Για τη συμπλήρωση των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων, ως εκτιθείσα ποινή
θεωρείται αυτή που εκτί- θηκε πραγματικά, χωρίς ευεργετικό υπολογισμό. Κατά των
ως άνω εκδιδομένων διατάξεων χωρεί προσφυγή ενώπιον του οικείου Δικαστικού
Συμβουλίου, εντός είκοσι ημερών από την κοινοποίησή τους. Η προσφυγή δεν αναστέλλει
την εφαρμογή της διάταξης, το δε Συμβούλιο αποφαίνεται εντός τριάντα ημερών. Σε
περίπτωση που η προσφυγή γίνει δεκτή, ο Εισαγγελέας μπορεί να εκδώ- σει νέα
διάταξη για την εισαγωγή του κρατουμένου σε κατάστημα κράτησης Γ' τύπου ή σε
αυτοτελές τμήμα Γ' τύπου, εφόσον προκύψουν νέα στοιχεία, κατά της οποίας χωρεί
προσφυγή με τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις. Τα κατά τα ανωτέρω βουλεύματα και
διατάξεις κοινοποιούνται στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων, ο οποίος έχει δικαίωμα άσκησης προσφυγής εντός της ίδιας ως άνω
προθεσμίας.»
6.
Στο τέλος της παρ. 5
του άρθρου 19 του ν. 2776/ 1999 προστίθεται η φράση:
«,
με εξαίρεση τους περιορισμούς που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο και τον
εσωτερικό κανονισμό των καταστημάτων κράτησης Γ' τύπου ή των αυτοτελών τμημάτων
Γ' τύπου στα λοιπά καταστήματα.»
7.
Μετά την παράγραφο 6
του άρθρου 32 του ν. 2776/ 1999, προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής:
«7.
Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
μετά από γνώμη του Κ.Ε.Σ.Φ. καθορίζονται τα επιτρεπόμενα είδη που μπορούν να
πωλούνται σε κρατουμένους από τα πρατήρια- καντίνες και κυλικεία των
καταστημάτων κράτησης, το ποσοστό κέρδους που περιέρχεται στο Ταμείο Κέρδους
Σιγαρέττων και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τη βελτίωση των συνθηκών
διαβίωσης των κρατουμένων και την ενίσχυση των απόρων και ο τρόπος διάθεσής
του.»
8.
Μετά την παρ. 5 του
άρθρου 41 του ν. 2776/1999 προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6.
Σε χωριστό τμήμα των καταστημάτων κράτησης Γ' τύπου μπορεί να κρατούνται με
σκοπό την εργασία, χωρίς επικοινωνία με τους λοιπούς κρατουμένους, κρατούμενοι
που μετάγονται από καταστήματα Β' τύπου, για τους οποίους δεν εφαρμόζονται οι
ισχύουσες για τα καταστήματα Γ' τύπου διατάξεις, αλλά αυτές του καταστήματος
κράτησης από το οποίο μετάγονται.»
9.
Α. Στο τέλος της παρ.
1 του άρθρου 52 του ν. 2776/ 1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά,
για τις επισκέψεις συγγενών των κρατουμένων σε καταστήματα κράτησης Γ' τύπου ή
σε αυτοτελή τμήματα Γ' τύπου, επιτρέπονται αυτές σε συγγενείς μέχρι τρίτου
βαθμού με τους όρους του προηγουμένου εδαφίου.»
Β.
Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 52 του ν. 2776/ 1999 προστίθεται εδάφιο ως
εξής:
«Ειδικά,
για τους κρατουμένους σε καταστήματα κράτησης Γ' τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα
Γ' τύπου μπορεί να τίθενται εξαιρέσεις από την παραπάνω ρύθμιση με τον
εσωτερικό κανονισμό του καταστήματος.»
10.Μετά
την παρ. 7 του άρθρου 53 του ν. 2776/1999 προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:
«8.
Ειδικά για τους κρατουμένους σε καταστήματα κράτησης Γ' τύπου ή σε αυτοτελή
τμήματα Γ' τύπου, η παραβίαση των όρων επικοινωνίας και των υποχρεώσεων, που
τίθενται με τα ανωτέρω εδάφια, λαμβάνεται υπόψη για την κρίση της ιδιαίτερης
επικινδυνότητας του κρατούμενου.»
11. Στην παρ. 3 του άρθρου 54 του ν. 2776/1999 προστίθεται
εδάφιο ως εξής:
«Στους
κρατουμένους σε καταστήματα κράτησης Γ' τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ' τύπου
δεν χορηγούνται άδειες.»
12. Μετά το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης 1 της παρ. 1 του άρθρου
55 του ν. 2776/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Στους
κρατουμένους σε καταστήματα κράτησης άλλου, πλην του Γ' τύπου για τα
εγκλήματα: α) των άρθρων 134, 135, 135Α, 138 και 187Α Ποινικού Κώδικα ή β) για
τα εγκλήματα των άρθρων 299, 380 παράγραφος 2 και 385 παράγραφος 1 περίπτωση
α', εφόσον τα εγκλήματα της περίπτωσης αυτής τελούνται στο πλαίσιο του άρθρου
187 Ποινικού Κώδικα, άδειες χορηγούνται δύο έτη πριν τη συμπλήρωση: α) είκοσι
ετών πραγματικής έ- κτισης της ποινής, προκειμένου για ποινή ισόβιας κάθειρξης
και β) των 3/5 πραγματικής έκτισης της ποινής, προκειμένου για ποινή πρόσκαιρης
κάθειρξης.»
13. Ο ως άνω θεσμός δεν εφαρμόζεται στους κρατουμένους σε
καταστήματα κράτησης Γ' τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ' τύπου. Στους
κρατουμένους σε καταστήματα κράτησης άλλου πλην του Γ' τύπου: α) για τα εγκλήματα
των άρθρων 134, 135, 135Α, 138 και 187Α Ποινικού Κώδικα ή β) για τα εγκλήματα
των άρθρων 299, 380 παράγραφος 2 και 385 παράγραφος 1 περίπτωση α' Ποινικού
Κώδικα, εφόσον τα εγκλήματα της περίπτωσης αυτής τελούνται στο πλαίσιο του
άρθρου 187 Ποινικού Κώδικα, άδεια ημιελεύθερης διαβίωσης χορηγείται υπό τις
προϋποθέσεις συμπλήρωσης των ορίων λήψης τακτικών αδειών από τους εν λόγω
κρατούμενους.
14. Στην περίπτωση β' της παρ. 1 του άρθρου 69 του ν. 2776/1999
προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι
κρατούμενοι σε καταστήματα κράτησης Γ' τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ' τύπου δεν
μετάγονται για πειθαρχικούς λόγους σε καταστήματα κράτησης άλλου τύπου.»
15. Στο άρθρο 72 του ν. 2776/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η μεταγωγή κρατουμένων από
κατάστημα κράτησης Γ' τύπου ή αυτοτελές τμήμα Γ' τύπου επιτρέπεται για
δικονομικούς λόγους ή για λόγους υγείας. Γ ια την ασφαλή μεταγωγή του
κρατουμένου ενημερώνεται αμέσως η αρμόδια αστυνομική υπηρεσία.»
1.
Η εξωτερική και
περιμετρική φύλαξη των Καταστημάτων Κράτησης Γ' τύπου αποτελεί αρμοδιότητα της
Ελληνικής Αστυνομίας κατά παρέκκλιση του άρθρου 48 του ν. 2721/1999 (Α' 112).
Για το σκοπό αυτόν συνιστώ- νται ειδικές περιφερειακές Υπηρεσίες με τον τίτλο
«Υπηρεσία Εξωτερικής Ασφάλειας Καταστήματος Κράτησης Γ' τύπου», που
ακολουθείται από το τοπωνύμιο της έδρας του αντίστοιχου Καταστήματος Κράτησης.
Η ίδια υπηρεσία αναλαμβάνει τη φύλαξη των θυρωρείων-εισό- δων των ανωτέρω
καταστημάτων.
2.
Η Υπηρεσία της
προηγούμενης παραγράφου υπάγεται διοικητικά στην οικεία Αστυνομική Διεύθυνση
και εδρεύει εξωτερικά του οικείου Καταστήματος Κράτησης Γ' τύπου. Η τοπική της
αρμοδιότητα εκτείνεται περιμετρικά του Καταστήματος Κράτησης και σε ακτίνα που
καθορίζεται με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας.
3.
Η Υπηρεσία Εξωτερικής
Ασφάλειας Καταστήματος Κράτησης Γ' τύπου έχει ως αποστολή την εξασφάλιση της
αποτελεσματικής εξωτερικής και περιμετρικής φύλαξης του οικείου Καταστήματος
Κράτησης Γ' τύπου, τη φύλαξη εισόδων και εξόδων του καταστήματος, τον έλεγχο
εισερχομένων προσώπων και πραγμάτων, την ασφαλή μεταγωγή και φρούρηση των
κρατουμένων, τη φρούρηση των νοσηλευομένων σε οποιοδήποτε θεραπευτήριο
καταδίκων και υποδίκων και τη συνοδεία αυτών προς ανάκριση, εμφάνιση σε
δικαστήριο ή ιατρική εξέταση, καθώς και την παροχή συνδρομής στη Διεύθυνση του
Καταστήματος Κράτησης σε περιπτώσεις εκδήλωσης απείθειας, στάσης ή αντίστασης
κρατουμένων σε νόμιμη διαταγή και ιδίως στη διαταγή επιστροφής και εγκλεισμού
στα κελιά ή τους θαλάμους κράτησης. Η συνδρομή παρέχεται κατόπιν σχετικού
εγγράφου αιτήματος του εισαγγελέα ή του αναπληρωτή του και σε κατεπείγουσες
περιπτώσεις κατόπιν προφορικού αιτήματος του διευθυντή ή του αναπληρωτή του ή
του Αρχιφύλακα του Καταστήματος Κράτησης.
4.
Κατά την άσκηση των
καθηκόντων της ως άνω Υπηρεσίας εφαρμόζονται αναλόγως οι παράγραφοι 1, 2 και 3
του άρθρου 50 του ν. 2721/1999, ενώ τηρούνται και οι διατάξεις του άρθρου 3 του
ν. 3169/2003 (Α' 189) που αφορούν στην κλιμάκωση της χρήσης του πυροβόλου όπλου,
εκτός αν η τήρηση των διατάξεων αυτών είναι μάταιη υπό τις συγκεκριμένες
συνθήκες ή επιτείνει τον κίνδυνο θανάτου ή σωματικής βλάβης.
5.
Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από
πρόταση των Υπουργών Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και Οικονομικών,
κατόπιν εισηγήσεως του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας καταρτίζεται - και κατά
παρέκκλιση από τις ισχύουσες διατάξεις- ο Κανονισμός Λειτουργίας της Υπηρεσίας
Εξωτερικής Ασφάλειας του Καταστήματος Κράτησης Γ' τύπου, με τον οποίο
ρυθμίζονται θέματα, που αφορούν στην εσωτερική διάρθρωση, οργάνωση, στελέχωση
της Ελληνικής Αστυνομίας με αστυνομικό προσωπικό και ειδικούς φρουρούς και εν
γένει στη λειτουργία της Υπηρεσίας Εξωτερικής Ασφάλειας του Καταστήματος
Κράτησης Γ' τύπου συμπεριλαμβανομένων των επιμέρους καθηκόντων και αρμοδιοτήτων
των οργάνων. Με απόφαση του ίδιου Υπουργού, που εκδίδεται κατόπιν εισηγήσεως
του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, ρυθμίζονται θέματα επιχειρησιακής
τακτικής και δράσης στην εξωτερική και περιφερειακή ζώνη προστασίας, θέματα
εκπαίδευσης και εξοπλισμού του προσωπικού, καθώς και θέματα μεταγωγής και
φρούρησης κρατουμένων. Η απόφαση του προηγούμενου εδαφίου χαρακτηρίζεται ως
απόρρητη και δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
6.
Ο κανονισμός ασφαλείας
των καταστημάτων κράτησης Γ' τύπου καταρτίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην
παράγραφο 5 του άρθρου 65 του ν. 2776/1999.»
Στον κατάδικο που
εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης για τα εγκλήματα των άρθρων 187Α και 299
Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτό τελείται στο πλαίσιο του άρθρου 1В7 Ποινικού Κώδικα δεν χορηγείται υπό όρο απόλυση, αν αυτός
δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα τουλάχιστον
είκοσι ετών.
1.
Η παρ. 3 του άρθρου
110Α του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«3.
Η απόλυση υπό όρο κατά την παράγραφο 1 σημειώνεται στο Ποινικό Μητρώο του
καταδίκου, χορηγείται μόνο μια φορά και επεκτείνεται αυτοδικαίως σε όλες τις
συντρέχουσες στην έκτιση ποινές, για τις οποίες μπορεί να καθοριστεί συνολική
ποινή κατ’ άρθρο бб1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.»
2.
Μετά την παράγραφο 3
του άρθρου 110Α του Ποινικού Κώδικα προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Η καταδίκη κατά τη
διάρκεια της δοκιμασίας για πράξη που τελέστηκε πριν την έναρξη της έκτισης της
ποινής, για την οποία χορηγήθηκε η απόλυση υπό όρο, δεν επιφέρει την ανάκληση
της απόλυσης.»
Άρθρο S
Στο
άρθρο 1В7В του Ποινικού Κώδικα προστίθεται παράγραφος 3α ως εξής:
«3α. Σε υπαίτιο οποιασδήποτε
εγκληματικής πράξης, εκτός από αυτές του άρθρου 187Α Ποινικού Κώδικα, για τον
οποίο, πριν από την αμετάκλητη καταδίκη του, κρίνε- ται ότι με δική του
πρωτοβουλία συντέλεσε με παροχή πληροφοριών στην ανακάλυψη ή εξάρθρωση τρομοκρατικής
οργάνωσης ή κατέστησε δυνατή με αναγγελία στην αρχή την πρόληψη της διάπραξης
τρομοκρατικής πράξης ή την ανακάλυψη και σύλληψη φυγόδικων ή φυγόποινων για
πράξεις τρομοκρατίας του άρθρου 187A Ποινικού Κώδικα, αναγνωρίζεται ελαφρυντική περίσταση. Σε
περίπτωση που για την ανακάλυψη ή εξάρθρωση της τρομοκρατικής οργάνωσης ή την
πρόληψη διάπρα- ξης τρομοκρατικής πράξης ή τη σύλληψη των φυγόδικων ή
φυγόποινων για τις πράξεις αυτές είναι αναγκαία η προσωρινή αποφυλάκιση του
ανωτέρω υπαιτίου, το συμβούλιο πλημμελειοδικών μπορεί με βούλευμα να διατάσσει
την προσωρινή αναστολή της ποινικής δίωξης του ανωτέρω και την για ορισμένο
χρόνο προσωρινή του απόλυση από τη φυλακή, προκειμένου να επαληθευθούν οι
ανωτέρω πληροφορίες. Αν, μετά την κατά τα ανωτέρω αναστολή της ποινικής δίωξης
και αποφυλάκιση του υπαιτίου, προκύψει ότι οι δοθείσες από αυτόν πληροφορίες
δεν ήταν αληθινές ή ότι δεν επρόκειτο για τρομοκρατική οργάνωση ή για
τρομοκρατικές πράξεις του άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα, το σχετικό βούλευμα
ανακαλείται, διατάσσεται και πάλι η φυλάκιση του υπαιτίου και η ανασταλείσα
ποινική δίωξη κατ’ αυτού συνεχίζεται, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής
άλλης ευνοϊκής διάταξης. Για τις χορηγηθείσες από τον υπαίτιο πληροφορίες,
συντάσσεται έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα, η οποία αποστέλλεται στον αρμόδιο
εισαγγελέα ε- φετών, προκειμένου να λάβει γνώση. Η έκθεση ένορκης εξέτασης
μάρτυρα τηρείται σε ειδικό αρχείο της Εισαγγελίας, όπου επίσης αποστέλλεται
και τηρείται έκθεση της αρμόδιας αρχής, η οποία προέβη με βάση τις ανωτέρω
πληροφορίες στην εξάρθρωση της τρομοκρατικής οργάνωσης, την πρόληψη
τρομοκρατικής πράξης ή στη σύλληψη φυγόδικων ή φυγόποινων για πράξεις τρομοκρατίας.
Των ανωτέρω εκθέσεων λαμβάνουν γνώση μόνο τα μέλη του αρμόδιου δικαστικού
συμβουλίου ή δικαστηρίου, τα οποία εξετάζουν και αυτεπαγγέλτως τη χορήγηση ή
μη των προβλεπόμενων στις προηγούμενες παραγράφους ευεργετημάτων. Οι διατάξεις
των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος ή άλλων νόμων, που προβλέπουν ευνοϊκά
μέτρα ή μέτρα επιείκειας, δεν θίγονται από τις διατάξεις της παρούσας
παραγράφου.»
Το
πρώτο εδάφιο του άρθρου 63 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως
εξής:
«Η πολιτική αγωγή για την
αποζημίωση και την αποκατάσταση από το έγκλημα και για τη χρηματική ικανοποίηση
λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο
από τους δικαιουμένους σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, εφαρμόζεται δε αναλόγως η
παράγραφος 3 του άρθρου 340.»
1.
Το τέταρτο εδάφιο της
παραγράφου 2 του άρθρου 200Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως
εξής:
«Μετά
την ολοκλήρωση της ανάλυσης το γενετικό υλικό καταστρέφεται αμέσως, ενώ τα
γενετικά αποτυπώματα του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η πράξη, τηρούνται σε
ειδικό αρχείο γενετικών τύπων που συνιστάται και λειτουργεί στη Διεύθυνση
Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, εποπτευόμενο
από τον εισαγγελικό λειτουργό του άρθρου 4 του ν. 2265/1994, μέχρι την έκδοση
αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ή
θέσεως της υπόθεσης στο αρχείο κατ’ άρθρο 43 παράγραφοι 2 και 3, εκτός αν η
σύγκρισή τους με αταυ- τοποίητα όμοια αποτυπώματα, που τηρούνται στο ίδιο αρχείο,
αποβεί θετική, οπότε η τήρησή τους παρατείνε- ται μέχρι την αμετάκλητη αθώωση
των προσώπων που αφορούν οι οικείες υποθέσεις.»
2.
Στο άρθρο 200Α του
Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4.
Όλα τα κρατικά και πανεπιστημιακά εργαστήρια, που διεξάγουν αναλύσεις DNA στο πλαίσιο πραγματογνωμοσύνης κατόπιν παραγγελιών
δικαστικών ή ανακρι- τικών αρχών, κοινοποιούν τα πορίσματα των αναλύσεών τους
στο ειδικό αρχείο δεδομένων γενετικών τύπων της παραγράφου 2.»
3.
Στο τέλος της
παραγράφου 4 του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο
ως εξής:
«Οι
διατάξεις της παρούσας παραγράφου για την προσωρινή κράτηση δεν εφαρμόζονται
για κατηγορούμενο με ποσοστό αναπηρίας ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω,
πιστοποιημένο από αρμόδιο όργανο της περίπτωσης α' του δευτέρου εδαφίου της
παραγράφου 7 του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα, ανεξαρτήτως της αποδιδόμενης
σε αυτόν πράξης, με εξαίρεση τα κακουργήματα των άρθρων 134 και 187Α του
Ποινικού Κώδικα και των άρθρων 22 και 23 του ν. 4139/2013. Στις περιπτώσεις αυτές,
εκτός των άλλων περιοριστικών όρων, μπορεί να επιβληθεί στον κατηγορούμενο και
ο κατ’ οίκον περιορισμός, καθώς και νοσηλεία σε νοσοκομείο, σύμφωνα με την
παράγραφο 2 του άρθρου 557 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατόπιν αιτήσεώς
του.»
4.
Μετά το πρώτο εδάφιο
της παραγράφου 1 του άρθρου 283 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται
εδάφιο ως εξής:
«Ο Εισαγγελέας, πριν εκφράσει
τη γνώμη του, υπο- χρεούται να ακούσει τον κατηγορούμενο και τον συνήγορό
του.»
Το
άρθρο 358 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Μετά την εξέταση κάθε
μάρτυρα ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον
του ή εναντίον της μαρτυρίας του ο,τιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την
αξιοπιστία του και που συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας. Μπορούν να προβαίνουν
σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα
αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν. Οι κατά τα ως άνω δηλώσεις και εξηγήσεις
μπορούν να γίνουν, κατά την κρίση του προέδρου, συνολικά κατά ομάδες ή συναφείς
ενότητες των σχετικών αποδεικτικών μέσων που εξετάστηκαν.»
Η
παρ. 1 του άρθρου 364 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Στο ακροατήριο διαβάζονται
οι εκθέσεις των ανα- κριτικών υπαλλήλων, που συντάχθηκαν σύμφωνα με τους
νόμιμους τύπους, καθώς και τα υπόλοιπα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια
της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Η
ανάγνωση των εγγράφων αυτών στο ακροατήριο γίνεται μόνο ως προς τα ουσιώδη και
σημαντικά, κατά την κρίση του προέδρου, σημεία τους. Κατά της σχετικής διάταξης
του προέδρου μπορεί να ασκηθεί αμέσως προσφυγή σε ολόκληρο το Δικαστήριο. Αν
χρειάζεται κάποιος από τους μάρτυρες ή τους κατηγορουμένους να αναγνωρίσει
ένα έγγραφο ή πειστήριο, ο πρόεδρος το επιδεικνύει σε αυτόν.»
Στην
τρίτη παράγραφο του άρθρου 473 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθενται
εδάφια ως εξής:
«Στο ειδικό αυτό βιβλίο
καταχωρούνται καθαρογραμμένες και οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων,
που, όπως απαγγέλθηκαν, προσβάλλονται με έφεση, εφόσον το ζητήσει ο
εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Η προθεσμία για την άσκηση αίτησης αναίρεσης από
τον εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώρηση αυτή, η οποία γίνεται εντός δύο μηνών
από τη δημοσίευση της απόφασης.»
1.
Κρατούμενοι οι οποίοι,
κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εκτίουν ποινή κάθειρξης που δεν υπερβαίνει
τα δέκα έτη, απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου
έκτισης της ποινής, η οποία υπόκειται σε ανάκληση, χωρίς τη συνδρομή των
προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, εφόσον έχουν
εκτίσει ή εκτίουν με οποιονδήποτε τρόπο τα δύο πέμπτα της ποινής. Η διάταξη
δεν εφαρμόζεται αν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο από τον εισαγγελέα και μέχρι, στην
περίπτωση αυτή, να καταστεί αμετάκλητη η σχετική απόφαση.
2.
Εξαιρούνται από τη
ρύθμιση της προηγούμενης παραγράφου όσοι έχουν καταδικαστεί για κακουργήματα
που προβλέπονται στα άρθρα 187, 187Α, 299, 322, 323Α, 324, 336, 339, 342, 348Α,
349, 351, 351Α και 380 παράγραφοι 1 β και 2 του Ποινικού Κώδικα.
3.
Όσοι απολύονται, κατ’
εφαρμογή της διατάξεως της παραγράφου 1, αν υποπέσουν, μέσα σε πέντε έτη από
την αποφυλάκισή τους, σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη και καταδικαστούν
αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ή περιορισμού μεγαλύτερη
του έτους, εκτίουν αθροιστικά και το υπόλοιπο της ποινής για την οποία έχουν
απολυθεί υπό όρο.
4.
Στους απολυόμενους, ο
εισαγγελέας πλημμελειο- δικών με την ίδια διάταξή του, μπορεί να επιβάλει: α)
την υποχρέωσή τους να εμφανίζονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στις
αστυνομικές αρχές του τόπου όπου διαμένουν, β) τη μη απομάκρυνσή τους, χωρίς
έγγραφη άδειά του, από τον ως άνω τόπο, γ) οποιονδήποτε άλλον όρο, από αυτούς
που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 100 του Ποινικού Κώδικα, κρίνει
σκόπιμο. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, κατά την επιβολή των ως άνω όρων,
οφείλει να λαμβάνει υπόψη του την προσωπικότητα, καθώς και τις ατομικές,
οικογενειακές και επαγγελματικές ανάγκες του απολυόμενου. Σε περίπτωση που ο
τελευταίος παραβαίνει τους όρους που του έχουν τεθεί, ο εισαγγελέας
πλημμελειοδικών διατάσσει την ανάκληση της απόλυσης.
5.
Οι διευθυντές των
καταστημάτων κράτησης υποβάλλουν, μέσα σε δέκα ημέρες από τη δημοσίευση του
παρόντος νόμου, στον εισαγγελέα του τόπου έκτισης της ποινής τους φακέλους των
καταδίκων, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.
6.
Απολύσεις, που
γίνονται κατά τις διατάξεις του παρόντος, ανακοινώνονται από τους διευθυντές
των καταστημάτων κράτησης τόσο στις αρμόδιες υπηρεσίες Ποινικού Μητρώου, όπου
καταχωρούνται στα οικεία δελτία των απολυθέντων όσο και στον Κλάδο Αλλοδαπών
και Προστασίας Συνόρων της Ελληνικής Αστυνομίας.
7.
Η υπό όρο απόλυση, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων
του παρόντος, δεν κωλύεται από τη μη καταβολή των δικαστικών εξόδων και της
χρηματικής ποινής που τυχόν επιβλήθηκε.
8.
Κάθε αμφισβήτηση, ως προς την εφαρμογή των
προϋποθέσεων του άρθρου αυτού, λύεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών του
τόπου έκτισης της ποινής.
9.
Οι διατάξεις του
άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στους κατάδικους που αποκτούν τις προϋποθέσεις
της παραγράφου 1: α) μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και σε χρονικό
διάστημα έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014 και β) μετά τη δημοσίευση του παρόντος
νόμου μετά από άσκηση ενδίκου μέσου και εφόσον η έκτιση της ποινής τους έχει
αρχίσει κατά τη δημοσίευση του παρόντος.
10.
Οι διατάξεις του
άρθρου 1 του ν. 4043/2012 (Α' 25) εφαρμόζονται και στους κρατούμενους που
εκτίουν ποινή στερητική της ελευθερίας και πληρούν τις τασσόμενες με αυτό
προϋποθέσεις κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου. Το ίδιο ισχύει και
για τους καταδίκους που αποκτούν τις προϋποθέσεις αυτές: α) μέχρι τις
30.6.2015 και β) μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου ύστερα από άσκηση
ένδικου μέσου και εφόσον η έ- κτιση της ποινής τους έχει αρχίσει κατά τη
δημοσίευσή του.
11.
Όσοι κατά τη
δημοσίευση του παρόντος νόμου έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα σε
ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης άνω των δέκα ετών για εγκλήματα που προβλέπονται
στο ν. 3459/2006 (Α' 103), απολύονται υφ’ όρον, αν έχουν συμπληρώσει το ένα
τρίτο πραγματικής έκτισης της ποινής που τους επιβλήθηκε. Την απόλυση διατάσσει
ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής.
Οι διατάξεις των παραγράφων 1
έως 4 του άρθρου 19 του ν. 4242/2014 (Α'50) εφαρμόζονται και στους καταδίκους
που αποκτούν τις προϋποθέσεις αυτές: α) μέχρι τις 31.12.2014 και εφόσον η
πάθησή τους προκύπτει από ιατρικά πιστοποιητικά δημοσίου θεραπευτικού
ιδρύματος, που τηρούνται στο φάκελο του κατάδικου και έχουν εκ- δοθεί έως τις
31 Μαΐου 2014 και β) μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου ύστερα από άσκηση
ένδικου μέσου και εφόσον η έκτιση της ποινής τους έχει αρχίσει κατά τη
δημοσίευσή του και πληρούν τις τασσόμενες με αυτόν προϋποθέσεις κατά το χρόνο
δημοσίευσης του παρόντος νόμου. Το ίδιο ισχύει και για τους κατάδικους, οι
οποίοι πάσχουν από κάθε πάθηση που το διαπιστωμένο από υγειονομική επιτροπή
ποσοστό αναπηρίας είναι 67% και άνω.
Στην
παρ. 3 του άρθρου 1 του π.δ. 44/2002 (Α'44) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Σε αυτές τις περιπτώσεις
επιτρέπεται η προμήθεια από την ελεύθερη αγορά, η εισαγωγή και κατασκευή συσκευών
ή συστημάτων απενεργοποίησης ασυρμάτων τηλεπικοινωνιών, χωρίς άλλες
προϋποθέσεις και κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη.»
1.
Στην παράγραφο 4 του
άρθρου 48 του ν. 2721/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Στο
προσωπικό της υπηρεσίας εξωτερικής φρούρησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης,
Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που υπηρετεί στα καταστήματα κράτησης
Γ' τύπου, την εξωτερική και περιμετρική φρούρηση των οποίων αναλαμβάνει η
Ελληνική Αστυνομία, ανατίθενται, κατά παρέκκλιση των οριζομένων στην παράγραφο
1, άλλα καθήκοντα, όπως επιφυλακής με ή χωρίς όπλο, οργάνωσης ομάδων περιπολιών
εντός της νεκρής ζώνης, επέμβασης και ελέγχων εντός του καταστήματος και άλλες
αρμοδιότητες σχετικά με την εσωτερική ασφάλεια του καταστήματος. Η ανάθεση
τέτοιων καθηκόντων γίνεται με απόφαση του Διοικητή του Τμήματος Εξωτερικής
Φρούρησης ή του νόμιμου αναπληρωτή του, κατόπιν αιτήματος του Διευθυντή του
οικείου καταστήματος κράτησης. Η διάταξη της παραγράφου 9 του άρθρου 19 του ν.
4267/2014 (Α' 137) εφαρμόζεται και στο προσωπικό της υπηρεσίας εξωτερικής
φρούρησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,
που υπηρετεί στα καταστήματα κράτησης Γ' τύπου.»
2.
Η παρ. 4 του άρθρου 50
του ν. 2721/1999 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Οι υπάλληλοι του κλάδου
ΔΕ Προσωπικού Εξωτερικής Φρούρησης Καταστημάτων Κράτησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης,
Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις
κατέχουν υπηρεσιακό οπλισμό, δύνανται να φέρουν αυτόν και εκτός υπηρεσίας, για
χρονικό διάστημα που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης,
Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του
Πολίτη και επιτρέπεται, με τις ίδιες προϋποθέσεις και ύστερα από άδεια, να
κατέχουν και να φέρουν και ιδιωτικό ατομικό οπλισμό. Η άδεια αγοράς του
ιδιωτικού ατομικού οπλισμού εκδίδεται από την αστυνομική αρχή του τόπου όπου
υπηρετεί ο υπάλληλος, ύστερα από εισήγηση του Αρχιφύλακα Α' ή του αναπληρωτή
του και με σύμφωνη γνώμη του οικείου Διευθυντή της Υπηρεσίας Εξωτερικής
Φρούρησης, η οποία χορηγείται εφόσον ο υπάλληλος έχει μονιμοποιηθεί. Η αγορά, η
συντήρηση και η εκπαίδευση στη χρήση του ιδιωτικού ατομικού οπλισμού βαρύνει
τον υπάλληλο. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη
καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και τα όργανα που είναι αρμόδια για τη
χορήγηση των αδειών κατοχής ιδιωτικού οπλισμού και οπλοφορίας του παραπάνω
προσωπικού, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»
Η
παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 2518/1997 (Α' 164) αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Για τη χορήγηση των
αδειών των προηγούμενων παραγράφων ο ενδιαφερόμενος πρέπει να πληροί τις
προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 2 και επιπλέον να κατέχει τίτλο
επαγγελματικής κατάρτισης ειδικότητας συναφούς προς την άσκηση των δραστηριοτήτων
που πρόκειται να ασκήσει. Το προσωπικό των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής
υπηρεσιών ασφαλείας, το οποίο θα φέρει όπλο για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων
σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 5, απαιτείται να έχει εκπληρώσει και τις
στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δημόσιας Τάξης και
Προστασίας του Πολίτη, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού,
Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζονται οι τίτλοι επαγγελματικής κατάρτισης που
απαιτούνται για την έκδοση των ανωτέρω αδειών εργασίας κατά κατηγορία.»
Στην
παρ. 4β του άρθρου 5 του ν. 2408/1996 (Α' 104) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Τις άνω θέσεις
Διευθυντών μπορούν να καταλάβουν και συνταξιούχοι του δημοσίου τομέα, χωρίς του
περιορισμούς του ορίου ηλικίας. Η διάρκεια της θητείας τους καθορίζεται με την
ως άνω υπουργική απόφαση.»
1.
Οι κατάδικοι που κατά
το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου εκτίουν ποινή για τα εγκλήματα: α) των
άρθρων 134, 135, 135Α, 138 και 187Α του Ποινικού Κώδικα ή β) των άρθρων 299,
380 παράγραφος 2 και 385 παράγραφος 1 περίπτωση α' του Ποινικού Κώδικα, εφόσον
τα εγκλήματα της περίπτωσης αυτής τελούνται στο πλαίσιο του άρθρου 187 του
Ποινικού Κώδικα (εγκληματική οργάνωση), μετάγονται, με παραγγελία του Εισαγγελέα
Εκτέλεσης Ποινών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, σε κατάστημα Γ' τύπου εντός
δέκα ημερών από τη δημοσίευση του εσωτερικού κανονισμού του.
2. Οι κατάδικοι, που κατά το χρόνο μεταγωγής τους έχουν
εκτίσει σε άλλο κατάστημα τμήμα ποινής μικρότερο των τεσσάρων ετών, κρατούνται
στο κατάστημα Γ' τύπου μέχρι τη συμπλήρωση τετραετίας. Μετά την πάροδο της
τετραετίας η κράτησή τους στο κατάστημα Γ' τύπου μπορεί να παρατείνεται, λόγω
ιδιαίτερης επικινδυ- νότητας αυτών κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 παράγραφος 2
του ν. 2776/1999, για χρονική διάρκεια δύο ετών κάθε φορά.
3. Για τη συνέχιση της κράτησης στο κατάστημα Γ' τύπου για
χρονική διάρκεια δύο ετών των καταδίκων, των οποίων η κράτηση σε άλλο κατάστημα
κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου υπερβαίνει τα τέσσερα έτη,
αποφαίνεται, εντός διμήνου από τη μεταγωγή τους στο κατάστημα Γ' τύπου, ο
Εισαγγελέας εκτέλεσης ποινών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, κατά τα οριζόμενα
στο άρθρο 19 παράγραφος 2 του ν. 2776/1999 (Α'291). Μετά την πάροδο της διετίας
η κράτησή τους στο κατάστημα Γ' τύπου μπορεί να παρατείνεται, κατά τα οριζόμενα
στην ίδια διάταξη, για χρονική διάρκεια δύο ετών κάθε φορά.
4. Οι διατάξεις του άρθρου 1 δεν εφαρμόζονται στους καταδίκους
στους οποίους έχουν χορηγηθεί τουλάχιστον τρεις εκπαιδευτικές άδειες και δεν
έχουν παραβιαστεί οι όροι τους, εκτός αν προκύψουν νεότερα στοιχεία ιδιαίτερης
επικινδυνότητας.
5.
Με απόφαση του
Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ύστερα από γνώμη
του Κ.Ε.Σ.Φ. και του Συμβουλίου Φυλακής Γ' τύπου, δημοσιεύεται εντός δύο μηνών
ο νέος εσωτερικός κανονισμός των καταστημάτων κράτησης Γ' τύπου.
Αιτήσεις κρατουμένων για τη
μεταγωγή τους, που έχουν υποβληθεί στην Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών για τους
λόγους που προβλέπονται στις περιπτώσεις α' και γ' του άρθρου 72 του ν.
2776/1999 και εκκρεμούν προς εξέταση κατά τη δημοσίευση του παρόντος, τίθενται
στο αρχείο. Γ ια τη δυνατότητα προσφυγής στο Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών δεν
συνυπολογίζονται α- πορριφθείσες αιτήσεις μεταγωγής μέχρι τη δημοσίευση του
παρόντος.
1. Η παρ. 1 του άρθρου 34Α του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε
από το άρθρο 7 του ν. 3900/2010 (Α'213) και το άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 4055/2012
(Α'51), αντικαθίσταται ως εξής:
«1.
Προδήλως απαράδεκτα ή αβάσιμα ένδικα βοηθήματα ή μέσα μπορούν να απορρίπτονται
είτε με απόφαση Συμβούλου ή Παρέδρου οριζόμενου από τον Πρόεδρο του αρμόδιου
Τμήματος, η οποία λαμβάνεται χωρίς δημόσια συνεδρίαση, είτε με απόφαση
δικαστικού σχηματισμού που συγκροτείται από τον Πρόεδρο και απαρτίζεται από
τον ίδιο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, τον εισηγητή της υπόθεσης και έναν
σύμβουλο, η οποία λαμβά- νεται σε συμβούλιο. Οι πάρεδροι συμμετέχουν στο σχηματισμό
αυτό με αποφασιστική ψήφο. Την κατά τα ανωτέρω εκδίκαση ενδίκου βοηθήματος ή
μέσου μπορεί να προτείνει στον Πρόεδρο και ο ορισθείς κατά το άρθρο 20 ως
εισηγητής, αν κρίνει ότι αυτό είναι προδήλως απαράδεκτο ή αβάσιμο.»
2. Η παρ. 2 του άρθρου 34Α του π.δ. 18/1989 αντικαθίσταται ως
εξής:
«2.
Η απόφαση που ελήφθη κατά την προηγούμενη παράγραφο κοινοποιείται σε αυτόν που
άσκησε το ένδικο βοήθημα ή μέσο. Ο τελευταίος μπορεί, με αίτησή του, που
κατατίθεται, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του
παρόντος, εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση, και πάντως όχι
μετά την πάροδο δεκαοχτώ (18) μηνών, να ζητήσει τη συζήτηση της υπόθεσης στο
ακροατήριο, καταβάλλοντας ως ειδικό επιπλέον παράβολο το τριπλάσιο από το κατά
περίπτωση προβλεπόμενο. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόφαση που ελήφθη κατά τα
ανωτέρω παύει να ισχύει και ο Πρόεδρος εισάγει την υπόθεση για συζήτηση,
σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 και επόμενα του παρόντος.»
3. Στο άρθρο 34Α του π.δ. 18/1989 προστίθεται παράγραφος 4 ως
εξής:
«4. Υποθέσεις που έχουν
εισαχθεί αναρμοδίως μπορούν να παραπέμπονται στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο
με πράξη του Προέδρου του Τμήματος είτε με τη διαδικασία της παραγράφου 1. Με
την ίδια πράξη παρα- πέμπεται και η τυχόν εκκρεμής αίτηση αναστολής.»
Στο
άρθρο 34Β του π.δ. 18/1989, που προστέθηκε με το άρθρο 45 του ν. 4055/2012,
απαλείφεται ο τίτλος και αντικαθίσταται η παράγραφος 1 ως εξής:
«1. Εάν, μετά την τήρηση των
διαδικασιών των άρθρων 20, 21 και 23, ο εισηγητής κρίνει ότι ένδικο μέσο ή βοήθημα,
για το οποίο έχει προσκομιστεί συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο προς τον δικηγόρο
που το υπογράφει, έχει ασκηθεί παραδεκτώς και είναι προδήλως βάσιμο, μπορεί να
προτείνει στον Πρόεδρο την εκδίκασή του κατά την παράγραφο 1 του προηγούμενου
άρθρου. Εφόσον το ένδικο αυτό μέσο ή βοήθημα γίνει δεκτό κατά την εν λόγω
διαδικασία, επιδικάζεται δικαστική δαπάνη για τη σύνταξη του δικογράφου. Η
απόφαση ισχύει και παράγει τα έν- νομα αποτελέσματά της από την έκδοση της,
κατά την επόμενη παράγραφο, διαπιστωτικής πράξης του Προέδρου και υπόκειται
έκτοτε σε τριτανακοπή, αν είναι ακυρωτική.»
Το
άρθρο 36 του π. δ. 18/1989, όπως ισχύει, αντικαθί - σταται ως εξής:
«Αρθρο 36
1.
Το ένδικο μέσο που ασκείται στο Συμβούλιο της
Επι- κρατείας απορρίπτεται ως απαράδεκτο, αν μέσα σε ένα μήνα από την κατάθεση
του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης δεν καταβληθεί παράβολο. Το παράβολο ορίζεται,
όταν πρόκειται για αίτηση ακυρώσεως, έφεση, υπαλληλική προσφυγή, τριτανακοπή ή
αίτηση αναιρέσεως σε διαφορές κοινωνικής ασφάλισης σε εκατόν πενήντα (150)
ευρώ, όταν πρόκειται για αναστολή εκτελέσεως, αίτηση ερμηνείας και αίτηση
διόρθωσης σε εκατό (100) ευρώ και όταν πρόκειται για αίτηση αναιρέσεως, πλην εκείνων
που αφορούν διαφορές κοινωνικής ασφάλισης, σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Ειδικώς, σε περίπτωση αιτήσεως αναστολής κατά πράξεων που εντάσσονται στη
διαδικασία αναθέσεως διοικητικών συμβάσεων, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις
των εδαφίων β' , γ' και δ' του άρθρου 5 του ν. 3886/2010 (Α' 173). Από την
υποχρέωση καταβολής παραβόλου απαλλάσσονται το Δημόσιο και οι οργανισμοί
τοπικής αυτοδιοίκησης.
2. Με την εξαίρεση των περιπτώσεων του τρίτου εδαφίου της
προηγουμένης παραγράφου, με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση
του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και γνώμη της
Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρα- τείας, μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα
ποσά των παρα- βόλων.
3. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του προηγούμενου
άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και ως προς το παράβολο.
4.
Αν το ένδικο μέσο
γίνει δεκτό ή υποβληθεί παραίτηση ή καταργηθεί η δίκη για οποιονδήποτε άλλο
λόγο το παράβολο αποδίδεται. Αν το ένδικο μέσο απορριφθεί, το παράβολο
καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου. Το Συμβούλιο εκτιμώντας τις περιστάσεις, μπορεί
να διατάξει την απόδοση του παραβόλου ακόμα και αν απορρίπτεται το ένδικο
μέσο. Επί προφανώς απαραδέκτου ή αβασίμου ενδίκου μέσου, μπορεί να απαγγείλει
ως και τον εικοσαπλα- σιασμό του παραβόλου. Στην περίπτωση αυτή το πρόσθετο
ποσό που επιβάλλεται εισπράττεται βάσει της α- ποφάσεως, σύμφωνα με τις
διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Η παράγραφος αυτή δεν εφαρμόζεται
στις περιπτώσεις που καταλαμβάνονται από το τρίτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου.»
Στο
άρθρο 50 του π.δ. 18/1989 προστίθενται παράγραφοι 3α, 3β, 3γ και 3δ ως εξής:
«3α.
Το δικαστήριο, αν άγεται σε ακύρωση της διοικητικής πράξης που προσβλήθηκε με
αίτηση ακυρώσεως λόγω πλημμέλειας που μπορεί να καλυφθεί εκ των υστέρων και
εφόσον κρίνει, ενόψει της φύσης της πλημμέλει- ας, και της επίδρασής της στο
περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης, ότι η ακύρωση της πράξης δεν είναι
αναγκαία για την αποκατάσταση της νομιμότητας και για τη διασφάλιση του
δικαιώματος δικαστικής προστασίας, καθώς και σε περίπτωση παράλειψης
οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας του αιτούντος, μπορεί, κατ’ εκτίμηση και των
εννόμων συμφερόντων των διαδίκων, να εκδώ- σει προδικαστική απόφαση, η οποία
κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους, και να ζητήσει από την αρμόδια υπηρεσία
είτε να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια ώστε να αρθεί η πλημμέλεια είτε να
εκπληρώσει την οφειλό- μενη νόμιμη ενέργεια τάσσοντας προς τούτο αποκλειστική
εύλογη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα ούτε
μεγαλύτερη από τρείς μήνες. Κανένα στοιχείο δεν λαμβάνεται υπόψη αν προσκο-
μισθεί μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής. Μετά την παρέλευση της ανωτέρω
προθεσμίας και εντός δεκαπενθημέρου, οι λοιποί διάδικοι δύνανται να καταθέσουν
υπόμνημα με τους ισχυρισμούς τους επί των ενεργειών της Διοίκησης και των
στοιχείων που αυτή προσκόμισε.
Σε
περίπτωση εφαρμογής των οριζόμενων στα προηγούμενα εδάφια, η δημοσίευση της
προδικαστικής απόφασης συνεπάγεται την αναστολή της εκτέλεσης της
προσβαλλόμενης πράξης, κατά το μέρος που δεν έχει ε- κτελεστεί έως τη
δημοσίευση της οριστικής απόφασης.
3β.
Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξεως, το
δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουρ- γηθεί
κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς
και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσε- ως
ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της
και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης.
3γ.
Η διαπίστωση παρανομίας της κανονιστικής πράξης κατά τον παρεμπίπτοντα έλεγχό
της, για λόγους αναγόμενους στην αρμοδιότητα του εκδόντος την απόφαση οργάνου
και σε παράβαση ουσιώδους τύπου είναι δυνατόν να μην οδηγήσει σε ακύρωση
ατομικής πράξης, εφόσον, κατά την κρίση του δικαστηρίου, έχει παρέλθει μακρό,
ανάλογα με τις περιστάσεις, χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος της
κανονιστικής πράξης που ελέγχεται παρεμπιπτόντως και οι συνέπειες της παρανομίας
της σε βάρος της ατομικής πράξης μπορεί να κλονίσουν την ασφάλεια του δικαίου.
3δ. Η εφαρμογή των παραγράφων
3α, 3β, και 3γ δεν θίγει τις αποζημιωτικές αξιώσεις.»
Η
παρ. 2 του άρθρου 51 του π.δ. 18/1989 (Α' 8) αντικαθίσταται ως εξής:
«Στερείται του δικαιώματος ανακοπής
ο τρίτος, στον οποίο κοινοποιήθηκε αντίγραφο της αιτήσεως ακυρώσε- ως με
σημείωση της δικασίμου, είκοσι (20) πλήρεις ημέρες πριν από αυτήν, καθώς και
οποιοσδήποτε άσκησε παρέμβαση κατά τη συζήτηση.»
Η
παρ. 1 του άρθρου 70 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε με
το άρθρο 83 του ν. 4139/2013 (Α' 74), αντικαθίσταται ως εξής:
«Είναι απαράδεκτη η άσκηση
δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά της αυτής πράξης ή παράλειψης.
Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής όταν η πρώτη έχει
απορριφθεί τελεσιδί- κως για λόγους τυπικούς, εκτός από την περίπτωση της
απόρριψης αυτής ως εκπρόθεσμης και τις περιπτώσεις εφαρμογής των διατάξεων των
άρθρων 28 παρ. 3, 139Α και 277 παρ. 1 του παρόντος Κώδικα. Η προσφυγή αυτή
ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της
τελεσίδικης απόφασης και τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στο χρόνο
άσκησης της πρώτης.»
Το
τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 92 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως
το άρθρο αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του από την παρ. 1 του άρθρου 10 του
ν. 3659/2008 (Α' 77), αντικαθίσταται ως εξής:
«Το αντικείμενο της διαφοράς
προσδιορίζεται από το αμφισβητούμενο με την έφεση ποσό.»
Στην
παρ. 1 του άρθρου 126 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο γ'
ως εξής:
«Αν ο διάδικος δεν τήρησε την
παραπάνω υποχρέωσή του και το Δημόσιο παρίσταται ενώπιον του Δικαστηρίου κατά
την εκδίκαση της προσφυγής και δεν αντιλέγει, αίρεται το κατά τα ανωτέρω
απαράδεκτο και το Δικαστήριο προχωρεί κανονικά στην εκδίκαση της προσφυγής.»
Η παρ. 1 του άρθρου 126Α του
Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το
άρθρο 51 του ν. 4055/2012, αντικαθίσταται ως εξής: «Το δικαστήριο, με απόφαση
που λαμβάνεται σε συμβούλιο, και σε υποθέσεις αρμοδιότητας μονομελούς δικαστηρίου
ο οριζόμενος δικαστής, με απόφασή του μπορεί να απορρίπτει ένδικα βοηθήματα
και μέσα που είναι προδήλως απαράδεκτα ή αβάσιμα και να παραπέμπει, όταν
συντρέχουν οι περιπτώσεις του άρθρου 12 παράγραφος 2, στο αρμόδιο δικαστήριο
υποθέσεις οι οποίες έχουν εισαχθεί σε αυτό αναρμοδίως. Με την ίδια απόφαση
απορρίπτεται ή παραπέμπεται κατά περίπτωση και η τυχόν εκκρεμής αίτηση παροχής
προσωρινής δικαστικής προστασίας.»
Στην
παρ. 1 του άρθρου 142 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται περίπτωση
στ' ως εξής:
«στ) ανακληθεί ή
ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη από τη Διοίκηση.»
Στο
άρθρο 199 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 2α ως εξής:
«2α. Αντιρρήσεις κατά της
αναγκαστικής εκτέλεσης δικάζονται από το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο.
Αρμόδιο κατά τόπο είναι το δικαστήριο του τόπου της εκτέλεσης, εφόσον μετά την
επίδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας,
αλλιώς το δικαστήριο του τόπου έκδοσης της απόφασης. Κατά τα λοιπά,
εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.»
1.
Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του
άρθρου 276 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1.
Ο διάδικος μπορεί να απαλλαγεί από την προκαταβολή του τέλους του δικαστικού
ενσήμου και του παρα- βόλου, αν αποδεικνύεται ότι η προκαταβολή αυτή δημιουργεί
κίνδυνο περιορισμού των απαραίτητων μέσων για τη διατροφή του ίδιου και της
οικογένειάς του ( ευεργέτημα πενίας).»
2.
Στο άρθρο 276 του
Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 5α ως εξής:
«5α. Η απαλλαγή μπορεί να
ανακληθεί ή να περιοριστεί με απόφαση του αρμόδιου κατά την παράγραφο 5
οργάνου, εφόσον αποδεικνύεται ότι οι προϋποθέσεις της είτε δεν συνέτρεχαν
εξαρχής είτε έπαυσαν να συντρέχουν αργότερα είτε μεταβλήθηκαν. Αν οι διάδικοι
ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποί τους πέτυχαν την απαλλαγή με αναληθείς δηλώσεις και
στοιχεία, το κατά την παράγραφο 5 όργανο επιβάλλει σε καθέναν από αυτούς
χρηματική ποινή από εκατό (100) έως διακόσια (200) ευρώ, που περιέρχονται στο
Δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, χωρίς να αποκλείεται ούτε η υποχρέωσή τους να
καταβάλουν τα ποσά από τα οποία είχαν απαλλαγεί ούτε η ποινική τους δίωξη.»
Μετά το άρθρο 276 του
Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται άρθρο 276Α ως εξής:
« Αρθρο 276Α
1. Μετά από αίτηση του διαδίκου, στο πρόσωπο του οποίου
συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 276, το κατά την
παράγραφο 5 του άρθρου 276 αρμόδιο όργανο διορίζει είτε με την περί απαλλαγής
πράξη του είτε με άλλη αυτοτελή πράξη, έναν δικηγόρο, έναν συμβολαιογράφο και
έναν δικαστικό επιμελητή με την εντολή να συνδράμουν τον άπορο διάδικο και να
του παρέχουν την απαιτούμενη βοήθεια κατά την εκτέλεση των αναγκαίων
διαδικαστικών πράξεων. Αυτοί έχουν υποχρέωση να αποδεχθούν την εντολή και να
παρέχουν νομική βοήθεια, χωρίς αξίωση προκαταβολής αμοιβής ή δικαιωμάτων.
2.
Οι διατάξεις της
παραγράφου 5α του άρθρου 276 έχουν ανάλογη εφαρμογή και στις περιπτώσεις του
παρόντος άρθρου.»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου