Με την εφαρμογή του νέου κώδικα πολιτικής δικονομίας δημιουργήθηκαν πολλά θέματα και προβλήματα με τις νέες διατάξεις σε πολλά άρθρα.
Ένα θέμα που απασχολεί έντονα είναι στα άρθρα Άρθρ. 117, 118 και 119 ΚΠολΔ όπου με το άρθρο αυτό, διαφαίνεται και καθίσταται υποχρεωτική η αναγραφή σε κάθε δικόγραφο που υποβάλλεται σε δικαστήριο ή επιδίδεται σε διάδικο, του αριθµού φορολογικού µητρώου ΑΦΜ του υποβάλλοντος ή επιδίδοντος δικόγραφο διαδίκου.
Για το θέμα αυτό έχουμε ήδη αποφάσεις που έκριναν σχετικά το ζήτημα, μία από αυτές είναι η ⬇
17/2016 ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ όπου έκρινε ότι :
"Περαιτέρω, η παράλειψη αναγραφής στο δικόγραφο της ανακοπής, των στοιχείων που ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 118 ΚΠολΔ (όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το ν. 4335/2015), ήτοι ΑΦΜ και Δ.Ο.Υ ανακόπτοντος καθώς και διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του πληρεξουσίου δικηγόρου, δεν επιφέρει ακυρότητα του δικογράφου, εφόσον στην ως άνω διάταξη, δεν ορίζεται καμία δικονομική συνέπεια σε περίπτωση μη αναγραφής των ανωτέρω στοιχείων, τα οποία δύνανται να συμπληρωθούν εκ των υστέρων, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού του καθου. Επομένως, πρέπει η ανακοπή να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν."
Ως προς το θέμα του ΑΦΜ και η αναγραφή του στα δικόγραφα θα θέσω υπόψιν στους συναδέλφους Νομικούς τα εξής : ⧫
➲ Αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 2472/1997, δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα εφόσον αφορά φυσικό πρόσωπο, συνιστά δε και στοιχείο του φορολογικού απορρήτου, δείτε και την υπ’ αριθµ. 1/2011 γνωµοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Ένα θέμα που απασχολεί έντονα είναι στα άρθρα Άρθρ. 117, 118 και 119 ΚΠολΔ όπου με το άρθρο αυτό, διαφαίνεται και καθίσταται υποχρεωτική η αναγραφή σε κάθε δικόγραφο που υποβάλλεται σε δικαστήριο ή επιδίδεται σε διάδικο, του αριθµού φορολογικού µητρώου ΑΦΜ του υποβάλλοντος ή επιδίδοντος δικόγραφο διαδίκου.
Για το θέμα αυτό έχουμε ήδη αποφάσεις που έκριναν σχετικά το ζήτημα, μία από αυτές είναι η ⬇
17/2016 ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ όπου έκρινε ότι :
"Περαιτέρω, η παράλειψη αναγραφής στο δικόγραφο της ανακοπής, των στοιχείων που ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 118 ΚΠολΔ (όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το ν. 4335/2015), ήτοι ΑΦΜ και Δ.Ο.Υ ανακόπτοντος καθώς και διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του πληρεξουσίου δικηγόρου, δεν επιφέρει ακυρότητα του δικογράφου, εφόσον στην ως άνω διάταξη, δεν ορίζεται καμία δικονομική συνέπεια σε περίπτωση μη αναγραφής των ανωτέρω στοιχείων, τα οποία δύνανται να συμπληρωθούν εκ των υστέρων, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού του καθου. Επομένως, πρέπει η ανακοπή να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν."
Είχαμε όμως μία αντίθετη και συγκεκριμένα την 4209/2016
από το ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) όπου έκρινε ότι :
"Από τον συνδυασμό των άρθρων 111, 118 αρ. 3, 119, 216 παρ. 2, 688 παρ. και 692 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι για τήρηση της για κάθε αίτηση δικαστικής προστασίας εγγράφου προδικασίας, με ποινή απαράδεκτου, απαιτείται να αναγράφονται τα σε αυτά οριζόμενα, δηλαδή το Δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται, το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του αιτούντος και του καθ’ ου η αίτηση, καθώς και τον αριθμό φορολογικού μητρώου του διαδίκου που επιδίδει ή υποβάλλει το δικόγραφο (όπως το άρθρο 118 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 - ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015. Έναρξη ισχύος από 1.1.2016 - άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015). Όταν στο δικόγραφο της αίτησης δεν περιλαμβάνονται όλα τα παραπάνω στοιχεία ή περιέχονται αυτά ασαφώς ή ελλειπώς, τότε η αίτηση απορρίπτεται ως αόριστη. Τούτο ερευνάται αυτεπάγγελτα από τον Δικαστή, γιατί ανάγεται στην προδικασία και δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με το γραπτό σημείωμα, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων (βλέπε Τζίφρα, Ασφαλιστικά μέτρα, σελ. 24, Α.Π. 915/80 ΝοΒ 29. 296)"
Ως προς το θέμα του ΑΦΜ και η αναγραφή του στα δικόγραφα θα θέσω υπόψιν στους συναδέλφους Νομικούς τα εξής : ⧫
➲ Αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 2472/1997, δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα εφόσον αφορά φυσικό πρόσωπο, συνιστά δε και στοιχείο του φορολογικού απορρήτου, δείτε και την υπ’ αριθµ. 1/2011 γνωµοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
➲την άποψη περί προσωπικών δεδομένων έχει και ο Πέτρος Αλικάκος
Πρωτοδίκης, Δρ.Ν. στην ανάλυση του όπως αυτή έχει αναρτηθεί αυτή στην ιστοσελίδα την ΕΝΔΕ με θέμα :
Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις(άρθρ. 1 -225 ΚΠολΔ)που αφορούν στα Πρωτοδικεία – Η ενδιάμεση διαδικασία οράτε σελίδα 13.
➲από την μελέτη της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής σελίδα 11 όπου αναφέρει ότι :
"Α.2. Επί του άρθρου πρώτου παρ. 2 (άρθρο 118 ΚΠολΔ) Με την προτεινόµενη διάταξη καθίσταται υποχρεωτική η αναγραφή σε κάθε δικόγραφο που υποβάλλεται σε δικαστήριο ή επιδίδεται σε διάδικο, του αριθµού φορολογικού µητρώου (στο εξής, ΑΦΜ) του υποβάλλοντος ή επιδίδοντος δικόγραφο διαδίκου. Συµφώνως προς την Αιτιολογική Έκθεση που συνοδεύει το υπό ψήφιση νοµοσχέδιο, «[σ]κοπός της ρύθµισης αυτής είναι η ακριβής και επαρκής ταυτοποίησή τους [των διαδίκων], ώστε να εξασφαλίζεται η ασφάλεια και η τυπικότητα της διαδικασίας και να διευκολύνεται η πραγµάτωση της αξίωσης του ενάγοντος και γενικότερα η ορθή απονοµή της δικαιοσύνης. Ο ΑΦΜ εί- ναι µοναδικός για κάθε φυσικό και νοµικό πρόσωπο και δεν αλλάζει και ως εκ τούτου το πρόσωπο αυτό προσδιορίζεται µε ασφάλεια (…). Τέλος, (…) οι αρµόδιες Δ.Ο.Υ. θα µπορούν να προσδιορίζουν µε µεγαλύτερη ευκολία τους πλειστηριασµούς, στους οποίους πρέπει να αναγγέλλονται» (σελ. 10). Ο ΑΦΜ αποτελεί, κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 2472/1997, δεδοµένο προσωπικού χαρακτήρα του υποκειµένου, εφόσον αφορά φυσικό πρόσωπο, συνιστά δε και στοιχείο του λεγόµενου φορολογικού απορρήτου, θεσµού που, µεταξύ άλλων, στοχεύει στην προστασία του συµφέροντος των φορολογουµένων (βλ. και υπ’ αριθµ. 1/2011 γνωµοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα). Εν προκειµένω, η υποχρέωση αναγραφής ανεξαιρέτως σε κάθε δικόγραφο είτε αυτό συνδέεται προς διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, είτε όχι – του ΑΦΜ του υποβάλλοντος ή επιδίδοντος δικόγραφο διαδίκου δηµιουργεί προβληµατισµό εν σχέσει προς το αναγκαίο µέτρο και τα κριτήρια συγκερασµού υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας µεταξύ του δηµόσιου συµφέροντος, όπως αυτό εξειδικεύεται κατά τα ως άνω στην Αιτιολογική Έκθεση, και της επιταγής για κατοχύρωση του θεµελιώδους δικαιώµατος του ατόµου στην προστασία των δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, συµφώνως προς τα οριζόµενα στις διατάξεις υπέρτερης τυπικής ισχύος των άρθρων 9Α του Συντάγµατος, 8 της ΕΣΔΑ, 8 του Χάρτη Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Σύµβασης 108 (1981) του Συµβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ατόµων από την αυτοµατοποιηµένη επεξεργασία προσωπικών δεδοµένων, η οποία κυρώθηκε µε τον ν. 2068/1992 (ΦΕΚ Α΄ 118) και τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα την 1.12.1995 µε την Ανακοίνωση Υπ. Εξωτερικών Φ.0546/4173 (ΦΕΚ Α΄ 207/1995), καθώς και της Οδηγίας 95/46/ΕΚ. Επισηµαίνεται, τέλος, ότι η δυνατότητα άµεσης πρόσβασης τρίτων προσώπων, και δη αντιδίκων, «σε φορολογικά δεδοµένα µπορεί να επηρεάζει αθεµίτως τις συναλλακτικές σχέσεις, διότι θα είναι δυνατό να εξυπηρετούνται σκοποί ξένοι προς εκείνους, για τους οποίους τα δεδοµένα αυτά έχουν συλλεγεί από τις αρµόδιες φορολογικές αρχές (…), ενέχει [δε] και σοβαρούς κινδύνους εγκληµατικών ενεργειών (…) σε βάρος µερίδας, τουλάχιστον, των φορολογουµένων», και «ενέχει (…) τον κίνδυνο (…) τα φορολογικά δεδοµένα τους να τύχουν επεξεργασίας για σκοπούς, που επηρεάζουν άµεσα την ατοµική ελευθερία συµµετοχής τους στην κοινωνική και οικονοµική ζωή της χώρας» (1/2011 γνωµοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα).
"Α.2. Επί του άρθρου πρώτου παρ. 2 (άρθρο 118 ΚΠολΔ) Με την προτεινόµενη διάταξη καθίσταται υποχρεωτική η αναγραφή σε κάθε δικόγραφο που υποβάλλεται σε δικαστήριο ή επιδίδεται σε διάδικο, του αριθµού φορολογικού µητρώου (στο εξής, ΑΦΜ) του υποβάλλοντος ή επιδίδοντος δικόγραφο διαδίκου. Συµφώνως προς την Αιτιολογική Έκθεση που συνοδεύει το υπό ψήφιση νοµοσχέδιο, «[σ]κοπός της ρύθµισης αυτής είναι η ακριβής και επαρκής ταυτοποίησή τους [των διαδίκων], ώστε να εξασφαλίζεται η ασφάλεια και η τυπικότητα της διαδικασίας και να διευκολύνεται η πραγµάτωση της αξίωσης του ενάγοντος και γενικότερα η ορθή απονοµή της δικαιοσύνης. Ο ΑΦΜ εί- ναι µοναδικός για κάθε φυσικό και νοµικό πρόσωπο και δεν αλλάζει και ως εκ τούτου το πρόσωπο αυτό προσδιορίζεται µε ασφάλεια (…). Τέλος, (…) οι αρµόδιες Δ.Ο.Υ. θα µπορούν να προσδιορίζουν µε µεγαλύτερη ευκολία τους πλειστηριασµούς, στους οποίους πρέπει να αναγγέλλονται» (σελ. 10). Ο ΑΦΜ αποτελεί, κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 2472/1997, δεδοµένο προσωπικού χαρακτήρα του υποκειµένου, εφόσον αφορά φυσικό πρόσωπο, συνιστά δε και στοιχείο του λεγόµενου φορολογικού απορρήτου, θεσµού που, µεταξύ άλλων, στοχεύει στην προστασία του συµφέροντος των φορολογουµένων (βλ. και υπ’ αριθµ. 1/2011 γνωµοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα). Εν προκειµένω, η υποχρέωση αναγραφής ανεξαιρέτως σε κάθε δικόγραφο είτε αυτό συνδέεται προς διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, είτε όχι – του ΑΦΜ του υποβάλλοντος ή επιδίδοντος δικόγραφο διαδίκου δηµιουργεί προβληµατισµό εν σχέσει προς το αναγκαίο µέτρο και τα κριτήρια συγκερασµού υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας µεταξύ του δηµόσιου συµφέροντος, όπως αυτό εξειδικεύεται κατά τα ως άνω στην Αιτιολογική Έκθεση, και της επιταγής για κατοχύρωση του θεµελιώδους δικαιώµατος του ατόµου στην προστασία των δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, συµφώνως προς τα οριζόµενα στις διατάξεις υπέρτερης τυπικής ισχύος των άρθρων 9Α του Συντάγµατος, 8 της ΕΣΔΑ, 8 του Χάρτη Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Σύµβασης 108 (1981) του Συµβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ατόµων από την αυτοµατοποιηµένη επεξεργασία προσωπικών δεδοµένων, η οποία κυρώθηκε µε τον ν. 2068/1992 (ΦΕΚ Α΄ 118) και τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα την 1.12.1995 µε την Ανακοίνωση Υπ. Εξωτερικών Φ.0546/4173 (ΦΕΚ Α΄ 207/1995), καθώς και της Οδηγίας 95/46/ΕΚ. Επισηµαίνεται, τέλος, ότι η δυνατότητα άµεσης πρόσβασης τρίτων προσώπων, και δη αντιδίκων, «σε φορολογικά δεδοµένα µπορεί να επηρεάζει αθεµίτως τις συναλλακτικές σχέσεις, διότι θα είναι δυνατό να εξυπηρετούνται σκοποί ξένοι προς εκείνους, για τους οποίους τα δεδοµένα αυτά έχουν συλλεγεί από τις αρµόδιες φορολογικές αρχές (…), ενέχει [δε] και σοβαρούς κινδύνους εγκληµατικών ενεργειών (…) σε βάρος µερίδας, τουλάχιστον, των φορολογουµένων», και «ενέχει (…) τον κίνδυνο (…) τα φορολογικά δεδοµένα τους να τύχουν επεξεργασίας για σκοπούς, που επηρεάζουν άµεσα την ατοµική ελευθερία συµµετοχής τους στην κοινωνική και οικονοµική ζωή της χώρας» (1/2011 γνωµοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα).
Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές, ότι η αναγραφή του ΑΦΜ δεν μπορεί αλλά και δεν είναι νομικά αποδεκτό να αποτελεί λόγω ακυρότητας δικογράφου, εφόσον από τα στοιχεία αυτού (δικογράφου) προκύπτει με σαφήνεια, η ακριβής και επαρκής ταυτοποίησή των διαδίκων.
Ως εκ τούτου παρέλκει η οποιαδήποτε άλλη ανάλυση.
Ως εκ τούτου παρέλκει η οποιαδήποτε άλλη ανάλυση.
Ο Σκοπός του δικαίου δεν είναι η αρνησιδικία, αλλά η απονομή δικαιοσύνης, η δίκαια δίκη και η υπεράσπιση και διεκδίκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου