ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΑΝΑΛΟΓΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ. helleniclawyer





Ως περίληψη βάζω μια παράγραφο από την απόφαση : "Οι προαναφερόμενες μάλιστα διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί προσβολών της προσωπικότητας οι οποίες συντελούνται στο διαδίκτυο (Internet), μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων ή άλλων ιστοτόπων (όπως blogs) που λειτουργούν ως διεθνές μέσο διακίνησης πληροφοριών, δεδομένου ότι για τις προσβολές αυτές δεν υπάρχει ιδιαίτερο θεσμικό πλαίσιο και η αντιμετώπιση τους δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με την αναλογική εφαρμογή της ήδη υπάρχουσας νομοθεσίας για τις προσβολές της προσωπικότητας μέσω του έντυπου (εφημερίδες, περιοδικά) ή του ηλεκτρονικού (τηλεόραση, ραδιόφωνο) τύπου, αφού και η διαδικτυακή πληροφόρηση δεν διαφέρει ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της από εκείνη που παρέχεται από τον ηλεκτρονικό τύπο, ιδίως δε ως προς τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά της που οδήγησαν τον νομοθέτη στην καθιέρωση ειδικής διαδικασίας για την εκδίκαση των διαφορών που ανακύπτουν από την λειτουργία τους, ήτοι την εμβέλεια δράσης του, που μάλιστα στο διαδίκτυο είναι παγκόσμια, και συνακόλουθα του αριθμού των αποδεκτών όσων δια αυτού διαδίδονται, που μεγεθύνει την προβολή εκείνου που θίγεται από την διάδοση συκοφαντικών, δυσφημιστικών ή εξυβριστικών ισχυρισμών (βλ. ΕφΔωδ 220/2013 δημ ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ. 36/2011, δημ. Νόμος, ΕφΠειρ. 680/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑ6.8962/2006 Δημ. Νόμος)."

Αριθμός 3071/2014

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 15ο ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Σοφία Ντάντου, Πρόεδρο Εφετών, Κυριάκο Φώσκολο, Μαρία Γιαννούλη - Εισηγήτρια, Εφέτες και από τη Γραμματέα Αικατερίνη Κούρκουλα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Φεβρουαρίου 2014, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:

1) εκκαλούντες: .............., ..............

ΚΑΤΑ: .............. κλπ

2) εκκαλών: ..............

ΚΑΤΑ .............., ..............

3) εκκαλούντες: .............., .............., ..............

ΚΑΤΑ .............., ..............

Αφού μελέτησε τη δικογραφία Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο



Οι κρινόμενες, από 20-12-2012 (αριθμός κατάθεσης 8070/2012), 30-1-2013 (αριθμός κατάθεσης 460/2013) και 30-1-2013 (αριθμός κατάθεσης 461/2013) εφέσεις, κατά της με αριθμό 5627/2012 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές (άρθρο 681 Δ` ΚΠολΔ) έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, εφόσον η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 15-1-2013 (βλ με αρ 1481 β, 1482β, 1483β, 1484β/2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Κωνσταντίνου Γαλιατσάτου), τα δε εφετήρια κατατέθηκαν, των μεν εναγομένων, στις 30-1-2013, των δε εναγόντων προ πάσης επιδόσεως και συγκεκριμένα στις 21-12-2012 (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 591 παρ. 1 και 681 Δ` παρ. 4 και 5 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με τις από 21-3-2011 και 28-2-2011 και με αντίστοιχους αριθμούς κατάθεσης δικογράφων 2984/2011 και 2099/2011 αγωγές τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι ενάγοντες ιστορούσαν ότι τον Φεβρουάριο του 2010 διατάχθηκε από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, η διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης για τη διερεύνηση τυχόν πειθαρχικών παραπτωμάτων υπαλλήλων της Διεύθυνσης Δ13 της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εργων του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, στην οποία αμφότεροι υπηρετούσαν και δη ο μεν .............. ως ασκών δευτερογενή έλεγχο των συνταχθέντων από τους εισηγητές του Τμήματος Μηχανημάτων Εργων σχεδίων των αποφάσεων, ο, δε, .............. ως αναπληρωτής προϊστάμενος. Οτι επί της εν λόγω έρευνας, το αντικείμενο της οποίας αφορούσε το σύννομο ή μη της τηρηθείσας διαδικασίας σχετικά με την κατάταξη μηχανημάτων στην κατηγορία «εξέδρες εργασίας» και τη συνακόλουθη απαλλαγή τους από τα τέλη χρήσης, εκδόθηκαν, αντίστοιχα, οι υπ` αριθμ. 2 και 1/2010 πειθαρχικές αποφάσεις, που απάλλαξαν τους ίδιους (ενάγοντες) από τις διερευνώμενες σε βάρος τους κατηγορίες τέλεσης πειθαρχικών αδικημάτων και ειδικότερα για μεν τον .............. της παράβασης καθήκοντος, της πλαστογραφίας με χρήση και της απιστίας περί την υπηρεσία, για τον δε .............. της παράβασης καθήκοντος και της απιστίας περί την υπηρεσία. Οτι, περαιτέρω, επιβλήθηκε στους ίδιους μόνο η ποινή της έγγραφης επίπληξης και δη αναφορικά με την απόφαση έγκρισης του αναφερόμενου στα ένδικα δικόγραφα μηχανήματος, με το σκεπτικό, ότι δεν ακολουθήθηκε από την πλευρά τους η ενδεδειγμένη διαδικασία χαρακτηρισμού του, αφού ο μεν .............., ως διενεργών δευτερογενή έλεγχο του φακέλου θα, έπρεπε να διαγράψει τον με βάσει την έκθεση αυτοψίας αρχικό χαρακτηρισμό του μηχανήματος υπό την ένδειξη «καλαθοφόρο» και να θέσει πάνω από αυτόν τον, κατά τους ισχυρισμούς του, ορθό χαρακτηρισμό με την ένδειξη «εξέδρα εργασίας», μονογράφοντας τη διόρθωση, αντί, όπως αυτός έπραξε, να σβήσει με διορθωτικό (μπλάνκο) τον πρώτο και να θέσει στη θέση του τον δεύτερο, ο, δε, .............. θα έπρεπε να αιτιολογήσει την ασυμφωνία του τελικού χαρακτηρισμού, που απέδωσε στο μηχάνημα ο .............., σε σχέση με αυτόν της έκθεσης αυτοψίας. Οτι στο από 5-1-2011 φύλλο της εκδιδόμενης στην Αθήνα εβδομαδιαίας εφημερίδας με τον τίτλο «..............», της οποίας ιδιοκτήτρια ήταν η πρώτη εναγομένη εταιρεία, εκδότης ο δεύτερος εναγόμενος και διευθυντής σύνταξης ο τρίτος εναγόμενος, δημοσιεύθηκε άρθρο του τετάρτου εναγομένου δημοσιογράφου, το οποίο, με αφορμή την ως άνω ένορκη διοικητική εξέταση και τα πορίσματά της, κατονόμασε τους ενάγοντες ως συμμετέχοντες σε κύκλωμα, που έναντι «μίζας» χαρακτήριζε ως κατάλληλα μηχανήματα έργων σάπια ή ακατάλληλα, προσθέτοντας, ότι για το λόγο αυτό οι ενάγοντες είχαν παραπεμφθεί στο πειθαρχικό συμβούλιο για παράβαση καθήκοντος και απιστία περί την υπηρεσία, ο, δε, .............. και για πλαστογραφία δημοσίου εγγράφου, για τις οποίες κατηγορίες τους επιβλήθηκε η ποινή της έγγραφης επίπληξης, οπότε, χάρη στο υφιστάμενο συντεχνιακό πνεύμα, αυτοί παρέμειναν ουσιαστικά ατιμώρητοι. Οτι το γεγονός αυτό εξόργισε τον τότε Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, που προτίθετο να υποβάλει ένσταση κατά των αποφάσεων του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου ενώπιον των δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου. Οτι το αναληθές περιεχόμενο του προεκτεθέντος δημοσιεύματος, που, επιπλέον, αναρτήθηκε και στη διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας, προσέβαλε την τιμή και την υπόληψή τους, αφού τους εμφάνισε ως επίορκους δημοσίους υπαλλήλους και παραβάτες του ποινικού κώδικα, που μετέρχονταν μη νόμιμες και αθέμιτες πρακτικές, προκειμένου να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, ενώ, παράλληλα, αποτέλεσε παράνομη επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων τους, σχετιζόμενων με το ενδεχόμενο άσκησης σε βάρος τους ποινικής δίωξης (βλ. πόρισμα ΕΔΕ) και συνέβαλε στη διαπόμπευσή τους και, μάλιστα, διαρκούσης της σε βάρος τους εκκρεμούσας πειθαρχικής και ποινικής διαδικασίας. Οτι στο πλαίσιο αυτό, οι εναγόμενοι τέλεσαν σε βάρος τους τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης και της παραβίασης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων τους, γεγονός, που τους καθιστά υπέγγυους έναντι των ίδιων για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης τους, που προκλήθηκε από την προεκτεθείσα αδικοπρακτική συμπεριφορά τους. Με βάση το ιστορικό αυτό και ύστερα από τον εν μέρει νομότυπο περιορισμό του αγωγικού αιτήματός τους από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ο κάθε ενάγων ζητούσε: α) να υποχρεωθούν με προσωρινά εκτελεστή απόφαση οι εναγόμενοι και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση τους, ευθυνόμενων εις ολόκληρον ο καθένας, να καταβάλουν σε αυτόν ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της επικαλούμενης ηθικής βλάβης του τα ποσά των 45.000 ευρώ και 45.000 ευρώ, αντίστοιχα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση του ποσού, β) να απαγγελθεί σε βάρος των δεύτερου, τρίτου και τέταρτου των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας έξι (6) μηνών, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, λόγω της αδικοπραξίας, γ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να παραλείψουν στο μέλλον κάθε συναφή με την κρινόμενη προσβολή του προσώπου του και μάλιστα υπό την απειλή χρηματικής ποινής ποσού 1.000 ευρώ για καθένα από αυτούς και προσωπικής κράτησης διάρκειας τριών (3) μηνών στον καθένα, για την περίπτωση επανάληψης της προσβολής στο μέλλον και ειδικότερα κατά το χρονικό σημείο συζήτησης των ενστάσεων του Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου και ακολούθως έκδοσης των σχετικών αποφάσεων, δ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι μέσα σε προθεσμία πέντε (5) ημερών από την επίδοση της απόφασης να αφαιρέσουν από τη διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας το επίδικο δημοσίευμα, κατά το σκέλος, που αυτό κατονομάζει τον ίδιο, άλλως να προβούν σε ανωνυμοποίηση των στοιχείων του και μάλιστα υπό την απειλή χρηματικής ποινής 200 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης προς τη σχετικώς εκδοθείσα διάταξη, καθώς και να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά του έξοδα. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, κατόπιν συνεκδίκασης των αγωγών, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές (άρθρο 681 Δ` ΚΠολΔ), έκρινε νόμιμες τις αγωγές ως προς τις δύο σωρευόμενες κύριες βάσεις τους περί προσβολής της προσωπικότητας των εναγόντων με συκοφαντικό δημοσίευμα δια του τύπου και παραβίαση των προϋποθέσεων επεξεργασίας των ευαίσθητων προσωπικών τους δεδομένων, στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9 και 19 του Συντάγματος, 57, 59, 299, 330, 345, 346, 481, 914, 919, 920, 926, 932 ΑΚ, 362, 363, 364 ΠΚ, 1 του ν. 1178 της 14/16-7-1981, 1, 2, 3, 5, 7 και 23 του ν. 2472/1997, 70, 191 παρ. 2, 907, 908 παρ. 1 περ. δ`, 947 και 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ. Στη συνέχεια δικάζοντας επί της ουσίας, απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν τη σωρευόμενη βάση των αγωγών περί παράνομης επεξεργασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων των εναγόντων, δέχθηκε εν μέρει τις αγωγές κατά τη βάση τους περί προσβολής της προσωπικότητας των εναγόντων λόγω συκοφαντικής δυσφήμησης αυτών, υποχρέωσε τους εναγόμενους εις ολόκληρον τον καθένα να καταβάλουν σε κάθε ενάγοντα το ποσό των 25.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της κάθε αγωγής, διέταξε τη διαγραφή από το κείμενο του επίδικου δημοσιεύματος που διατηρείται αναρτημένο στο ιστολόγιο της διαδικτυακής έκδοσης της εφημερίδας της πρώτης εναγομένης με τον τίτλο «..............», της αναφοράς στο πρόσωπο κάθε ενάγοντος με την απειλή χρηματικής ποινής σε βάρος της πρώτης εναγομένης ποσού 150 ευρώ για κάθε μέρα καθυστέρησης συμμόρφωσης στην διάταξη μετά παρέλευση δεκαπέντε ημερών από την επίδοση σ’ αυτήν της απόφασης, απέρριψε τα αιτήματα των αγωγών περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το αίτημα των αγωγών περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των εναγομένων φυσικών προσώπων ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το αίτημα των αγωγών για παράλειψη της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας των εναγόντων στο μέλλον και επέβαλε κατ’ ίσα μέρη σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων κάθε ενάγοντος. Κατά της άνω απόφασης, παραπονούνται τώρα οι ενάγοντες και οι εναγόμενοι, με τις κρινόμενες εφέσεις τους, για τους περιεχόμενους σ’ αυτές λόγους, η εξέταση των οποίων ακολουθεί και ζητούν την εξαφάνισή της ώστε, κατά μεν τους ενάγοντες να γίνουν εξ ολοκλήρου δεκτές οι αγωγές τους, κατά δε τους εναγόμενους να απορριφθούν στο σύνολό τους οι αγωγές.

Κατά το άρθρ. 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρ. 59 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε ο,τιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ` επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2 § 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Tα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις - εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρ. 281 ΑΚ και 25 § 3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξ αιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1599/2000, 333/2010, 356/2010, 1007/2010). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (ΑΠ 167/2000), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρ. 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρ. 57 § 2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρ. 361- 363 ΠΚ, που μπορεί να περιέχονται και σε δημοσίευμα εφημερίδας, αφού η κατοχυρωμένη με το άρθρ. 14 §§ 1, 2 του Συντάγματος ελευθεροτυπία υπόκειται στους περιορισμούς του νόμου, με τους οποίους επιδιώκεται όχι η παρεμπόδιση της ελευθεροτυπίας, αλλά η προστασία των ατόμων από την καταχρηστική άσκησή της (άρθρ. 25 §§ 3 του Συντάγματος). Οριο προς αυτή την κατεύθυνση αποτελούν ακριβώς τα άρθρ. 361-363 ΠΚ και επομένως με πρόσχημα την ελευθεροτυπία δεν επιτρέπεται η προσβολή της προσωπικότητας με δημοσιεύματα εξυβριστικά ή δυσφημιστικά για το άτομο. Ειδικότερα κατά τα άρθρα αυτά εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός κατά τις παραπάνω διατάξεις νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ` αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Ετσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ` αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του (ΑΠ 1662/2005), εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367 § 1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρ. 361-367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 1030/2009, 333/2010, 179/2011). Τέτοια είναι και η περίπτωση της προσβολής που γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον (άρθρ. 367 § 1γ ΠΚ), το οποίο ως νομική έννοια ελέγχεται αναιρετικά από τον Αρειο Πάγο. Δικαιολογημένο ενδιαφέρον, που πηγάζει από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία και κοινωνική αποστολή του τύπου, έχουν και τα πρόσωπα που συνδέονται με τη λειτουργία του, όπως προπάντων είναι οι δημοσιογράφοι, αλλά και γενικότερα όσοι κάνουν χρήση του τύπου για τη δημοσίευση ειδήσεων και σχολίων σχετικών με τις πράξεις και τη συμπεριφορά φυσικών ή νομικών προσώπων ή ομάδων προσώπων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο. Ετσι είναι επιτρεπτά για τα πρόσωπα αυτά δημοσιεύματα προς ενημέρωση του κοινού, ακόμη και αν περιέχουν οξεία κριτική και δυσμενείς σε βάρος τους χαρακτηρισμούς (ΑΠ 1662/2005). Κατ` εξαίρεση όμως το αποτέλεσμα αυτό της άρσης του αδίκου της απλής δυσφήμησης δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρ. 367 ΠΚ, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει όταν ο τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς δεν ήταν κατ` αντικειμενική κρίση αναγκαίος για την προστασία δικαιώματος ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, αλλά εν γνώσει του επιλέχθηκε και χρησιμοποιήθηκε για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου, δηλαδή όταν υπάρχει υπέρβαση του αντικειμενικά αναγκαίου μέτρου για την προστασία του δικαιώματος ή του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του (ΑΠ 167/2000, 1897/2006, 488/2010). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει κατά το άρθρ. 367 § 1 ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (ΑΠ 387/2005). Περαιτέρω κατά το άρθρο μόνο παρ. 1 του ν. 1178/1981 "περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων", όπως τροποποιήθηκε με το ν. 2243/1994, ο ιδιοκτήτης κάθε εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προξενήθηκαν υπαίτια με δημοσίευμα, το οποίο θίγει την τιμή ή την υπόληψη κάθε ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρ. 914 ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρ. 919 ΑΚ πρόθεση και η κατά το άρθρ. 920 ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχουν στο συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν ο τελευταίος είναι άγνωστος, στον εκδότη ή στο διευθυντή σύνταξης του εντύπου. Η παραπάνω διάταξη είναι σαφές ότι αναφέρεται μόνο στην ευθύνη του ιδιοκτήτη του εντύπου, ο οποίος υποχρεούται έτσι σε περίπτωση δυσφημιστικού δημοσιεύματος σε πλήρη αποζημίωση του παθόντος και σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, έστω και αν η γνώση ή η υπαίτια άγνοια συντρέχουν στο πρόσωπο του συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν αυτός είναι άγνωστος, στον εκδότη ή στο διευθυντή σύνταξης του εντύπου, η ευθύνη των οποίων, εφόσον βέβαια δεν ταυτίζονται ως πρόσωπα με τον ιδιοκτήτη του εντύπου, ρυθμίζεται από τις κοινές διατάξεις (ΑΠ 271/2012 δημ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 387/2005).

Οι προαναφερόμενες μάλιστα διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί προσβολών της προσωπικότητας οι οποίες συντελούνται στο διαδίκτυο (Internet), μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων ή άλλων ιστοτόπων (όπως blogs) που λειτουργούν ως διεθνές μέσο διακίνησης πληροφοριών, δεδομένου ότι για τις προσβολές αυτές δεν υπάρχει ιδιαίτερο θεσμικό πλαίσιο και η αντιμετώπιση τους δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με την αναλογική εφαρμογή της ήδη υπάρχουσας νομοθεσίας για τις προσβολές της προσωπικότητας μέσω του έντυπου (εφημερίδες, περιοδικά) ή του ηλεκτρονικού (τηλεόραση, ραδιόφωνο) τύπου, αφού και η διαδικτυακή πληροφόρηση δεν διαφέρει ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της από εκείνη που παρέχεται από τον ηλεκτρονικό τύπο, ιδίως δε ως προς τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά της που οδήγησαν τον νομοθέτη στην καθιέρωση ειδικής διαδικασίας για την εκδίκαση των διαφορών που ανακύπτουν από την λειτουργία τους, ήτοι την εμβέλεια δράσης του, που μάλιστα στο διαδίκτυο είναι παγκόσμια, και συνακόλουθα του αριθμού των αποδεκτών όσων δια αυτού διαδίδονται, που μεγεθύνει την προβολή εκείνου που θίγεται από την διάδοση συκοφαντικών, δυσφημιστικών ή εξυβριστικών ισχυρισμών (βλ. ΕφΔωδ 220/2013 δημ ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ. 36/2011, δημ. Νόμος, ΕφΠειρ. 680/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑ6.8962/2006 Δημ. Νόμος).

Εξάλλου, το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ αναφέρεται στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, και προβλέπει στην παράγραφο 1, πως κάθε πρόσωπο δικαιούται στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Η προστασία, την οποία εξασφαλίζει η πιο πάνω διάταξη ισχύει και στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν πράξεις ιδιωτικών προσώπων. Παράλληλα, το άρθρο 10 της ίδιας σύμβασης προστατεύει την ελευθερία έκφρασης, δηλαδή κατά, τα στη διάταξη αυτή αναφερόμενα, την ελευθερία γνώμης, λήψης και μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, με την πρόβλεψη, περαιτέρω, πως η άσκηση της ελευθερίας αυτής είναι δυνατόν να υπαχθεί σε όρους. Περιορισμούς και κυρώσεις που αποτελούν το αναγκαίο μέτρο, εκτός των άλλων, για την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των τρίτων. Το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης περιλαμβάνει "την ελευθερία της γνώμης και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών". Εχει κριθεί, πώς η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα θεμέλια σε κάθε δημοκρατική κοινωνία, μία από τις πρωταρχικές προϋποθέσεις για την εξέλιξη της και την ολοκλήρωση του ανθρώπου. Είναι σημαντική όχι μόνο για τις "πληροφορίες" ή "ιδέες" που γίνονται δεκτές ευνοϊκά ή θεωρούνται αβλαβείς ή αδιάφορες, αλλά και γι` αυτές που προσκρούουν, δυσαρεστούν ή ανησυχούν το Κράτος ή ένα οποιοδήποτε μέρος του πληθυσμού. Αυτό θέλει ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος χωρίς την οποία δεν υπάρχει "δημοκρατική κοινωνία" (Απόφαση Handyside της 7ης Δεκεμβρίου 1976 Σειρά Aαρ 24 σελ. 23 παρ. 49 δε D GOMIEN, D. HARRIS. L. ZWAAK: Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης και Πρακτική μτφρ. Εφη Τσατσαρέλη Παπαζήση. Αθήναι 2001 σελ. 433) Ειδικότερα, ως προς τον τύπο, είναι βέβαιο, πως η λειτουργία μιας εφημερίδας συνίσταται στο να δημοσιεύσει πληροφορίες, ιδέες και σχόλια. Η ελευθερία του τύπου προσφέρει στην κοινή γνώμη έναν από τους καλύτερους τρόπους για να γνωρίσει και να κρίνει. Χρειάζεται, όμως να γίνει προσεκτική διάκριση ανάμεσα σε γεγονότα και αξιολογικές κρίσεις... για τις αξιολογικές κρίσεις η απαίτηση για απόδειξη της ακριβείας τους δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί και υπονομεύει την ίδια την ελευθερία της γνώμης, θεμελιώδες στοιχείο του δικαιώματος που προστατεύεται από το άρθρο 10 της Σύμβασης (Απόφαση Lingens της 8ης Ιουλίου 1986 Σειρά Α` αρ. 103 σελ. 28 παρ. 46 σε όπ. παρ. σελ. 449). Αλλωστε, ο ρόλος του τύπου, ως προστάτη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι ζωτικός στην λειτουργία της δημοκρατίας. Η ανεμπόδιστη λειτουργία του τύπου εγγυάται την υγιή λειτουργία της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων των πολιτών για πληροφόρηση και την ανεμπόδιστη διακίνηση των ιδεών (Sunday Times v.UK (No1 ) A30 (1979).2 EHRR 245 para 65 PC, Sunday Times vUK (No2)A 217 (1991) 14 EHRR 229 para 50 PC, Jersild v.Denmark A. 298 19 EHRR 1 Para 35, Goodwin v.UK 1996-II. 23 EHRR 123 para 39 GC. Vides Aisavrzibas Klubs v. Lithuania, Judgment of 27 May 2004, para 24.Ozgur Radgo-Ses Radjo Televizyon Vapim Ve Tauitim AS v Turkey hudoc (2006) para 78, News Verlags Gm 3 Hand Co KGV v. Austria 2000-1.31 EHRR 246 para 56 βλ. Για τα παραπάνω Yonaka Arai σε Oboyle and Warbrick: Law of the Eyropean Convention on Human Rights Oxford University Press, New York 2009).

Τέλος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 2 περ. β`, 7 παρ. 1, 2ζ` Ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων" απαγορεύεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες. Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ... ζ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα δημοσίων προσώπων, εφόσον αυτά συνδέονται με την άσκηση δημοσίου λειτουργήματος ή τη διαχείριση συμφερόντων τρίτων, και πραγματοποιείται αποκλειστικά για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Η άδεια της αρχής χορηγείται μόνο εφόσον η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την εξασφάλιση του δικαιώματος πληροφόρησης επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος καθώς και στο πλαίσιο καλλιτεχνικής έκφρασης και εφόσον δεν παραβιάζεται καθοιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχoνται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου, τις με αρ 611 και 612/2012 καθώς και 6040 και 6041/11- 10-2011 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων της Ειρηνοδίκη Αθηνών, που προσκομίζουν κι επικαλούνται οι ενάγοντες .............. και .............., αντίστοιχα και οι οποίες, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 671 παρ. 1 ΚΠολΔ, λήφθηκαν ύστερα από προηγούμενη εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση των εναγομένων (βλ. αντίστοιχα τις υπ` αριθμ. 94Β`, 95Β`, 96B` και 97Β727-1-2012, καθώς και τις υπ` αριθμ. 11596, 11597, 11599 και 11598/5-10-2011 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Κωνσταντίνου Γαλιατσάτου), καθώς και από όλα τα έγγραφα, που προσκομίζουν και επικαλούνται τα διάδικα μέρη, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς, όμως, να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, συμπεριλαμβανομένων: 1) του με αρ 1825/2012 αμετάκλητου βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών 2) της με αρ 449/2013 απόφασης του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, τα οποία παραδεκτά προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαρειά αμέλεια (ΑΠ 318/2011 δημ ΝΟΜΟΣ βλ και Β. Βαθρακοκοίλη Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδ 1995, στο άρθρο 529 παρ 5 σελ 344), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες, .............. και .............. τυγχάνουν διπλωματούχοι ηλεκτρολόγοι μηχανικοί οι οποίοι κατά το έτος 2009 υπηρετούσαν στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εργων του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. Πιο συγκεκριμένα στις 15/12/2007 με απόφαση του Γενικού Γραμματέα του άνω Υπουργείου ο πρώτος (..............) μετακινήθηκε από τη Διεύθυνση Συντήρησης Οδικών Εργων (Δ3) του Υπουργείου και τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Ηλεκτρομηχανολογικών Εργων και Μηχανικού Εξοπλισμού (Δ13) ως Προϊστάμενος του τμήματος μελετών , μετά δε την προαγωγή του τότε διευθυντή της ανωτέρω διεύθυνσης (Δ13), ο ίδιος (..............) ανέλαβε νομότυπα και καθήκοντα προϊσταμένου της Διεύθυνσης Δ13, τα οποία άσκησε από 9/7/2009 έως την 31/12/2009. Ο δεύτερος (..............) υπηρετούσε στο τμήμα Συντήρησης Εργων ως προϊστάμενος από το έτος 2005, αλλά λόγω προηγούμενης εμπειρίας του στο Τμήμα Μηχανημάτων έργων της Διεύθυνσης Δ13 του ως άνω Υπουργείου του ανατέθηκε από τον πρώτο (..............) και ο δευτερογενής έλεγχος των σχεδίων αποφάσεων έγκρισης τύπου μηχανημάτων έργων, που εξέδιδε η Διεύθυνση Δ13. Κατά το σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα που ο πρώτος εκτέλεσε καθήκοντα αναπληρωτή προϊσταμένου της Διεύθυνσης Δ13 υπέγραψε περί τις δύο χιλιάδες (2000) αποφάσεις έγκρισης τύπου μηχανημάτων έργων μεταξύ των οποίων ήταν και η απόφαση υπ` αριθμ. Η-51552/21-9- 2009. Η απόφαση αυτή αφορούσε στην από 8/4/2010 αίτηση της εδρεύουσας στη Θεσσαλονίκη εταιρείας "..............", της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο .............., περί εγκρίσεως του τύπου και της κυκλοφορίας ενός μηχανήματος ιδιοκτησίας της, εργοστασίου κατασκευής .............., τύπου Z45-25J Βΐ Energy, με ισχύ κινητήρα 10 ίππων, ως "καλαθοφόρο" όχημα όπως και πράγματι χαρακτηρίστηκε τέτοιο (καλαθοφόρο) στην έκθεση αυτοψίας από τον ηλεκτρολόγο υπομηχανικό της Δ.Τ.Υ. Νομαρχίας Θεσσαλονίκης .............. και τον Εισηγητή ............... Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι το μηχάνημα αυτό με γνώμονα τον ορθό τεχνικό χαρακτηρισμό του σύμφωνα και με τη ισχύουσα τότε υπ’ αριθμ Ε 33/2006 σχετική εγκύκλιο ως μηχάνημα έργου ήταν "εξέδρα εργασίας" και όχι "καλαθοφόρο" καθώς επρόκειτο για αυτοκινούμενη εναέρια εξέδρα εργασίας με ενσωματωμένο στο πλαίσιο αρθρωτό βραχίονα ανύψωσης του κλωβού που διαφέρει από τα καλαθοφόρα οχήματα καθώς τα τελευταία έχουν προσαρμοσμένα σε σασί οχήματος φορτηγού τον βραχίονα ανύψωσης του κλωβού, επιπλέον τούτο δεν διέθετε καμπίνα οδηγού και τιμόνι καθώς η μετακίνησή του επιτυγχάνονταν με χειριστήρια από το έδαφος ή τον κλωβό, ανέπτυσσε ιδιαίτερα χαμηλή ταχύτητα πορείας για απλές μετακινήσεις εντός εργοταξιακού χώρου και δεν πληρούσε τους όρους του Κ.Ο.Κ για κίνηση στο δημόσιο δίκτυο, η οποία επιτυγχάνεται με φόρτωση σε πλατφόρμα μεταφοράς. (βλ την από 11-10-2010 τεχνική έκθεση του μηχανικού .............. σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της με αρ 1/2010 πειθαρχικής απόφασης του Α βάθμιου Πειθαρχικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου Υπαλλήλων Γ.Γ.Δ.Ε καθώς και το σκεπτικό του με αρ 1825/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στο 36ο και 37ο φύλλο όπου διαλαμβάνεται ότι ο χαρακτηρισμός του ως εξέδρα εργασίας ανταποκρίνονταν στην πραγματική κατάσταση του εν λόγω μηχανήματος έργων). Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ενόψει της πεποίθησης του δεύτερου εκκαλούντος (..............) ότι το ανωτέρω μηχάνημα έπρεπε να χαρακτηριστεί τεχνικά ως εξέδρα εργασίας, ο τελευταίος στις 21/9/2009 με την ιδιότητά του ως Προϊστάμενος του τμήματος συντήρησης της Διεύθυνσης Δ13 της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εργων του ΥΠΕΧΩΔΕ κατά τον ανατιθέμενο σ` αυτόν δευτερογενή έλεγχο των σχεδίων αποφάσεων έγκρισης τύπου μηχανημάτων έργων (φακέλων) διέγραψε με τη χρήση διορθωτικού υγρού (blanco) τη λέξη "καλαθοφόρο" από την κατηγορία του ανωτέρω μηχανήματος έργου και στη θέση της ανέγραψε τις λέξεις "εξέδρα εργασίας", χωρίς να ενημερώσει τον πρώτο εκκαλούντα, που υπέγραψε την απόφαση έγκρισης τύπου με την προαναφερόμενη ιδιότητά του. Ακολούθως, μετά από καταγγελία προς το Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, διατάχθηκε από τον τελευταίο η διενέργεια Ενορκης Διοικητικής Εξέτασης (ΕΔΕ) για τη διερεύνηση και απόδοση τυχόν πειθαρχικών ευθυνών υπαλλήλων της Διεύθυνσης Δ13 σχετικά με την κατάταξη μηχανημάτων έργων στην κατηγορία "εξέδρες εργασίας" και τη συνακόλουθη απαλλαγή τους από τα ετήσια τέλη χρήσης. Στα πλαίσια της ως άνω ΕΔΕ οι ενάγοντες κλήθηκαν και εξετάστηκαν ανωμοτί. Με βάση το από 16 Απριλίου 2010 πόρισμα της ΕΔΕ, με αντικείμενο: α) τη διερεύνηση και προσωποποίηση πιθανών πειθαρχικών ευθυνών υπαλλήλων της Δ/νσης Δ13 της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εργων του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών & Δικτύων, σχετικά με την κατάταξη Μηχανημάτων Εργων στην κατηγορία «εξέδρες εργασίας» και τη συνακόλουθη απαλλαγή τους από τα τέλη χρήσης και β) την εμπλοκή των αρμοδίων Υπηρεσιών/υπαλλήλων της Ν.Α. Κιλκίς στις διαδικασίες ταξινόμησης (αυτοψία για έγκριση τύπου, έκδοση άδειας κυκλοφορίας κλπ) Μηχανημάτων Εργων, που υπογράφουν οι ειδικοί επιθεωρητές .............. και .............., ασκήθηκε στις 19/4/2010 από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης πειθαρχική δίωξη σε βάρος αμφοτέρων των εναγόντων και συγκεκριμένα οι με αρ πρωτ ΓΕΔΔ Φ121/10/5578 και 5577/19-4-2010 πειθαρχικές διώξεις που αφορούσαν αντίστοιχα τον .............. και τον .............., σχετικά με την έκδοση της ανωτέρω εγκριτικής απόφασης υπ`αριθμ. Η-51552/21-9-2009, για τις πράξεις της παράβασης καθήκοντος και της απιστίας περί την υπηρεσία (αμφότεροι) και επιπλέον ο .............. και για την πράξη της πλαστογραφίας δημοσίου εγγράφου μετά χρήσεως ενώ περαιτέρω στις 20/4/2010 εξεδόθη σχετικά δελτίο τύπου από το Υπουργείο Υποδομών μεταφορών και Δικτύων για την εν συνόλω λειτουργία της Δ/νσης Δ13 αναφορικά με το καθεστώς εγκρίσεων τύπου μηχανημάτων έργων καθώς το πόρισμα της ΕΔΕ αφορούσε, την έναντι οικονομικού ανταλλάγματος παράνομη δράση του τότε Διευθυντή της Διεύθυνσης Δ13 και ενός υπαλλήλου των τεχνικών υπηρεσιών της Νομαρχίας Κιλκίς, όπως γίνεται λόγος κατωτέρω. Να σημειωθεί ότι οι ενάγοντες -διωκόμενοι υπάλληλοι εκλήθησαν σε έγγραφη απολογία από τον Πρόεδρο του Υπηρεσιακού Συμβουλίου (Α`βάθμιου Πειθαρχικού) με τα με αριθμ.πρωτ.ΕΜΠ 392/30-8-10 και ΕΜΠ 391/30-8-10 έγγραφά του αντίστοιχα [ημερομηνία παραλαβής: από .............. 31-8-2010 (σχετ. το έγγραφο της ΕΥΔΕ/ΟΣΥΕ με αριθμ.πρωτΕΜΠ/1/Φ.εμπ/31-8-2010) και από .............. 31-8-2010 (σχετ. το με έγγραφο της ΔΚΕΟ με αριθμ.πρωτΕΜΠ/4/31-8-2010)] την οποία και κατέθεσαν (κατάθεση: η με αριθμ.πρωτ.ΕΜΠ 416/10-9-10 απολογία κ. .............. & αριθμ.πρωτ.ΕΜΠ 420/13-9-10 απολογία κ. ..............) ενώ περαιτέρω οι ίδιοι τέθηκαν σε αργία με τις με αριθμ.πρωτ.ΕΜΠ 723/6-10-2010 (..............) και ΕΜΠ 724/6-10-2010 (..............) αποφάσεις του Υπουργού ΥΠΥΜΕΔΙ μετά και τη σχετική απόφαση, που έλαβε το Υπηρεσιακό Συμβούλιο στη συνεδρίαση του της 20ής Αυγούστου 2010. Με τις υπ` αριθμ. 1 και 2/2010 αποφάσεις του το Πρωτοβάθμιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο Υπαλλήλων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εργων, το οποίο διερεύνησε τις ασκηθείσες σε βάρος των εναγόντων πειθαρχικές διώξεις, απάλλαξε τους ενάγοντες από τα αποδιδόμενα σ’ αυτούς πειθαρχικά αδικήματα της κατά συναυτουργία τελεσθείσας παράβασης καθήκοντος και της απιστίας περί την υπηρεσία, με το αιτιολογικό, ότι δεν στοιχειοθετήθηκε η τέλεσή τους, επιπλέον δε απάλλαξε τον .............. και από την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσης, ενώ περαιτέρω κρίθηκαν ένοχοι για το πειθαρχικό παράπτωμα της ατελούς εκπλήρωσης των καθηκόντων τους και επιβλήθηκε σε αυτούς η πειθαρχική ποινή της έγγραφης επίπληξης, με το αιτιολογικό, ότι η διοικητική διαδικασία, που τηρήθηκε κατά την έκδοση της επίμαχης απόφασης έγκρισης τύπου με αριθμό πρωτοκόλλου Δ13ε/14237/21-9-2009 (κωδικός αριθμός : Η -51552) για το μηχάνημα του εργοστασίου .............., τύπου Z45-15j-Bi-Energy, δεν ήταν η ενδεδειγμένη, σύμφωνα με τη δέουσα διοικητική πρακτική και τις οδηγίες, που περιέχονταν στον ΚΕΔΥ.

Ειδικότερα, το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο απεφάνθη, ότι ο μεν .............., ως εκτελέσας χρέη αναπληρωτή τμηματάρχη του Τμήματος Ε` της Διεύθυνσης Δ13 και διενεργήσας τον δευτερογενή έλεγχο του φακέλου, θα έπρεπε, εφόσον έκρινε, ότι υπήρχαν επαρκή στοιχεία για τον ασφαλή χαρακτηρισμό του μηχανήματος ως «εξέδρα εργασίας» και όχι ως «καλαθοφόρο», να διαγράψει τον εσφαλμένο χαρακτηρισμό και να θέσει από πάνω τον ορθό, μονογράφοντας, περαιτέρω, την εκ μέρους του διόρθωση, ώστε ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Δ13, ως αρμόδιος τελικώς υπογράψας, να είχε σαφή εικόνα των στοιχείων του φακέλου και των διαφορετικών απόψεων ως προς το χαρακτηρισμό του μηχανήματος, ο δε .............., ως Προϊστάμενος της ως άνω Διεύθυνσης, θα μπορούσε να αιτιολογήσει την ανακύψασα ασυμφωνία μεταξύ του τελικού χαρακτηρισμού (βλ. εξέδρα εργασίας) και του αρχικού χαρακτηρισμού (βλ. καλαθοφόρο μηχάνημα) της συνταχθείσας έκθεσης αυτοψίας. Κατά των ως άνω αποφάσεων του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου και ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου υποβλήθηκαν, αντίστοιχα, από τον Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Διοίκησης οι υπ` αριθμ. πρωτ. 541 και 542/12-1- 2011 ενστάσεις του. Με αυτές εντοπίζονται αυθαίρετες και ατεκμηρίωτες κρίσεις και ισχυρισμοί του κειμένου της τεχνικής διερεύνησης που περιλαμβάνεται στις πειθαρχικές αποφάσεις αναφορικά με τη σύγκριση των ΜΕ των κατηγοριών «καλαθοφόρο» και «εξέδρα εργασίας», επισημαίνεται το οικονομικό ενδιαφέρον που απέκτησε η ανωτέρω διάκριση με την ψήφιση του νόμου 3481/2006 οπότε τρεις κατηγορίες ΜΕ απαλλάχθηκαν της καταβολής τελών χρήσης στις οποίες με την Ε33/2006 εγκύκλιο προστέθηκαν και οι εξέδρες εργασίας επιπροσθέτως αξιολογείται ως εσφαλμένη και αντιφατική η εκτίμηση των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων και πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Πρωτοβάθμιου Υπηρεσιακού Συμβουλίου, που οδήγησε στην εσφαλμένη μετατροπή του κατηγορητηρίου, όπως αυτή είχε διατυπωθεί στην ασκηθείσα πειθαρχική δίωξη και συνακόλουθα στον χαρακτηρισμό του πειθαρχικού παραπτώματος σε αυτό της ατελούς εκπλήρωσης καθήκοντος και τέλος ελέγχεται ως ιδιαιτέρως επιεικής η επιβληθείσα πειθαρχική ποινή, ως δυσανάλογη σε σχέση με τη βαρύτητα των παραπτωμάτων των εναγόντων και ως εκ τούτου μη προσήκουσα με την επισήμανση ότι τέτοιου είδους πειθαρχικά παραπτώματα , που αποτελούν ταυτόχρονα σοβαρά ποινικά αδικήματα, θίγουν το κύρος της δημόσιας διοίκησης και κλονίζουν την εμπιστοσύνη των πολιτών σ’ αυτήν, πρέπει δε να ελέγχονται και να τιμωρούνται αυστηρά. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η ως άνω διαταχθείσα ΕΔΕ διερεύνησε και την καταγγελία, που σχετιζόταν με την έναντι οικονομικού ανταλλάγματος παράνομη δράση του τότε Διευθυντή της Διεύθυνσης Δ13 .............. και του υπαλλήλου των τεχνικών υπηρεσιών της Νομαρχίας Κιλκίς .............., κατά την οποία ο μεν.............., καταχρώμενος και εκμεταλλευόμενος τη δημοσιοϋπαλληλική του ιδιότητα προς εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων του ιδίου ή τρίτων προσώπων, νομιμοποιούσε και έθετε σε κυκλοφορία μηχανήματα έργων, τα οποία ουδέποτε είχε ελέγξει και των οποίων, ωστόσο, βεβαίωνε ψευδώς την καταλληλότητα και την ασφαλή χρήση, εκδίδοντας ψευδείς βεβαιώσεις και συντάσσοντας πλαστές τεχνικές εκθέσεις για μηχανήματα έργων, συμπληρώνοντας αιτήσεις για χορήγηση άδειας κυκλοφορίας, πλαστογραφώντας την υπογραφή των ενδιαφερομένων σε αυτές και αναγράφοντας εσκεμμένα ψευδή και παραπλανητικά στοιχεία για τη διεύθυνση κατοικίας των κατόχων τους στα δελτία απογραφής, τα οποία έγγραφα έφερνε ο ίδιος προσωπικά στον συνεργό του .............., ο, δε, τελευταίος εξέδιδε στη συνέχεια, εν γνώσει της προεκτεθείσας δράσης του .............. και σε συνεργεία με αυτόν, εγκρίσεις τύπου για την καταλληλότητα των εν λόγω μηχανημάτων. Συνεπεία της προεκτεθείσας δράσης των ανωτέρω, επιβλήθηκε σε αυτούς η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης από την άσκηση των καθηκόντων τους, στον μεν .............. με την υπ`αριθμ. πρωτ. 56/21- 10-2010 απόφαση του Πειθαρχικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κιλκίς, στον δε .............. με την υπ`αριθμ. 388/5-7-2011 απόφαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Το πόρισμα της ΕΔΕ διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και στις 29-4-2010 ο αρμόδιος Εισαγγελέας άσκησε βάσει αυτού ποινική δίωξη για τις παρακάτω πράξεις: α) απάτη σε βάρος του Δημοσίου από την οποία η ζημιά που προξενήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, β) νόθευση εγγράφου στην υπηρεσία κατ` εξακολούθηση και άπαξ κατά μονάδα, γ) ηθική αυτουργία στην υπό στοιχεία β πράξη κατά μονάδα, δ) παράβαση καθήκοντος ε) ψευδή βεβαίωση κατ` εξακολούθηση και άπαξ και στ) ηθική αυτουργία στην υπό στοιχεία ε` πράξη και εισήχθη στο 1° Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπου η επιληφθείσα ανακρίτρια απέδωσε στον .............. κατηγορία για την πράξη της νόθευσης εγγράφου και στον .............. για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης.

Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι στο από 5-1-2011 και με αύξοντα αριθμό 338 φύλλο της εκδιδόμενης στην Αθήνα εβδομαδιαίας εφημερίδας με τον τίτλο «..............», ιδιοκτησίας της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρείας, εκδότης και διευθυντής σύνταξης της οποίας διατελούσαν οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, αντίστοιχα, δημοσιεύθηκε άρθρο του τέταρτου εναγομένου δημοσιογράφου με τον τίτλο «Τους τιμώρησαν με απειλή επίπληξης για απάτη σε βάρος του Δημοσίου» και τον παράτιτλο «Κύκλωμα λυμαινόταν μηχανήματα δημοσίων έργων», το περιεχόμενο του οποίου είχε επί λέξει, ως εξής: «Τον προηγούμενο Μάιο, ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης διενήργησε Ενορκη Διοικητική Εξέταση στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εργων του πρώην ΠΕΧΩΔΕ και στη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχίας Κιλκίς και αποκαλύφθηκε κύκλωμα, που λυμαινόταν τα μηχανήματα δημοσίων έργων κατά τα τελευταία χρόνια. Επικεφαλής του κυκλώματος ήταν ο διευθυντής της αρμόδιας Διεύθυνσης .............. (που είχε ήδη προαχθεί σε γενικό διευθυντή), επικουρούμενος από υπαλλήλους της Διεύθυνσης του και με, εκτελεστικό βραχίονα τον υπάλληλο των Τεχνικών Υπηρεσιών του Κιλκίς ............... Ο τελευταίος, όπως αποκαλύφθηκε, συνέτασσε ψευδείς εκθέσεις αυτοψίας για εκατοντάδες μηχανήματα από όλη τη χώρα (περισσότερα από 800 βρήκε ο έλεγχος), των οποίων βεβαίωνε την καταλληλότητα χωρίς να τα έχει δει ποτέ, ενώ εμφάνιζε και πλαστές τεχνικές εκθέσεις ενός ιδιώτη μηχανικού, του οποίου είχε υποκλέψει σφραγίδα και υπογραφή. Στη συνέχεια, έφερνε τους φακέλους με τις ψευδείς εκθέσεις αυτοψίας και τις πλαστές τεχνικές εκθέσεις στο διευθυντή του ΥΠΕΧΩΔΕ (κατεβαίνοντας ο ίδιος στην Αθήνα δυο φορές το μήνα με δικά του έξοδα!), ο οποίος με τη σειρά του εξέδιδε Εγκρίσεις Τύπου για την καταλληλότητα των μηχανημάτων, αδιαφορώντας αν κάποια από αυτά ήταν ακατάλληλα, ακόμα και σαπάκια. Ισα ίσα, όσο πιο παλιό και ακατάλληλο το μηχάνημα, τόσο πιο γερή ενδεχομένως να ήταν η μίζα. Πόρισμα και κατηγορίες: Το πόρισμα της ΕΔΕ διαβιβάστηκε στους αρμόδιους Εισαγγελείς, ενώ παραπέμφθηκαν στα Πειθαρχικά Συμβούλια από τον κ. .............. με βαρύτατες κατηγορίες: Ο πρώην διευθυντής και ήδη γενικός διευθυντής του ΥΠΕΧΩΔΕ, για παράβαση καθήκοντος, απιστία περί την Υπηρεσία, ψευδή βεβαίωση, και πλαστογραφία δημόσιου εγγράφου μετά χρήσεως κατ` εξακολούθηση, για χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπή για υπάλληλο διαγωγή και παθητική δωροδοκία, καθώς και για χρησιμοποίηση της δημοσιοϋπαλληλικής του ιδιότητας για εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων του ιδίου ή τρίτων προσώπων. Τρεις υπάλληλοι, συνεργάτες του γενικού διευθυντή, οι μηχανολόγοι ηλεκτρολόγοι με βαθμό Α` .............., .............. και .............. παραπέμφθηκαν για παράβαση καθήκοντος και απιστία περί την Υπηρεσία ο πρώτος, για παράβαση καθήκοντος, πλαστογραφία δημοσίου εγγράφου μετά χρήσεως και απιστία περί την Υπηρεσία ο δεύτερος και ο τρίτος για κατ` εξακολούθηση χρησιμοποίηση της δημοσιοϋπαλληλικής του ιδιότητας για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων του ιδίου ή τρίτων προσώπων. Ο υπάλληλος της Νομαρχίας Κιλκίς .............. για παράβαση καθήκοντος, για ψευδή βεβαίωση, για πλαστογραφία δημοσίων εγγράφων μετά χρήσεως, για απιστία περί την υπηρεσία κατ` εξακολούθηση, καθώς και για αδικαιολόγητη απουσία από την υπηρεσία του επί ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο υπουργός Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων κ .............. έθεσε αμέσως σε διαθεσιμότητα το γενικό διευθυντή και τους τρεις υπαλλήλους του, καθώς και ο νομάρχης Κιλκίς το δικό του υπάλληλο και στη συνέχεια τα υπηρεσιακά συμβούλια τους έθεσαν όλους σε αργία. Οι λόγοι: Η υπόθεση διαφθοράς στη γενική γραμματεία δημοσίων έργων απεκαλύφθη έπειτα από έρευνα του γενικού επιθεωρητή δημόσιας διοί­κησης. Η ένορκη διοικητική εξέτα­ση έφερε στο φως πλήθος παρανο­μιών σχετιζόμε­νων με μηχανήμα­τα δημόσιων έρ­γων... Και επειδή κάποιοι μπορεί να αμφισβητήσουν τη δημοσιογραφική έρευνα, δείτε πώς περιέγραφε σε δελτίο Τύ­που που εξέδωσε στις 20 Απριλίου τη δράση των επίορκων υπαλλήλων ο γενικός επιθεω­ρητής Δημόσιας Διοίκησης .............. διατάσσοντας παράλληλα την πειθαρχι­κή τους δίωξη, ενώ το πόρισμα των ελέγχων το απέστειλε και στους αρμόδιους εισαγγε­λείς... Δείτε τι ανέφερε τον Απρίλιο ο γενικός επι­θεωρητής Δημόσιας Διοίκησης για την υπόθε­ση... « ο υπάλληλος που προίστατο της αρμόδιας διεύθυνσης του ΥΠΕΧΟΔΕ από τον Ιούλιο του 2004 έως τον Ιούνιο του 2009 (και στη συνέχεια προήχθη σε γενικό διευθυντή, θέση την οποία κατέχει έως σήμερα) κατηγορείται για παράβαση καθήκοντος, ψευδείς βεβαιώσεις, πλαστογραφίες μετά χρήσεως δημοσίων εγγράφων, απιστία περί την Υπηρεσία, αντιποίηση αρχής, παθητική δω­ροδοκία, αναξιοπρεπή συμπεριφορά, κα­θώς και 3 πλημμελήματα. Σύμφωνα με τις καταθέσεις και τα εξετασθέντα στοιχεία, ο τότε προϊστάμενος και ορισμένοι υπάλληλοι της αρμόδιας Δ/νσης της ΓΓΔΕ, καθώς και έ­νας τουλάχιστον υπάλληλος της Ν.Α. Κιλκίς, εκμεταλλευόμενοι τα κενά της νομοθεσίας και τη χαλαρότητα των διαδικασιών, αλλο­ τρίωσαν τη δημοσιοϋπαλληλική τους ιδιότη­τα και έθεσαν την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων υπεράνω του δημόσιου συμ­φέροντος, τη βλάβη του οποίου προκάλε­σαν. Παράλληλα, με παράνομες και απατη­λές ενέργειες, εγκρίθηκαν Μηχανήματα Εργων ως ασφαλή και τεχνικώς κατάλληλα και εφοδιάστηκαν με κρατικά έγγραφα (ε­γκρίσεις Τύπου, άδειες κυκλοφορίας, πινα­κίδες), ενώ ορισμένα εξ αυτών είναι πιθανόν να μην πληρούν τις προδιαγραφές ασφάλειας και καταλληλότητας. Στη ΓΓΔΕ, ειδικό­τερα, λειτούργησε, επί ημερών θητείας του εν λόγω προϊ­ σταμένου, ένας μη­χανισμός που δημι­ουργούσε συνθή­κες αυθαιρεσίας, α­διαφάνειας και συ­ναλλαγής, με αντι­κείμενο τα μηχανή­ ματα έργων και με τελικό αποτέλεσμα τη βλάβη των συμ­φερόντων του Δημο­σίου και τον προ­ σπορισμό οφέλους τουλάχιστον σε τρί­τους (τους ιδιοκτήτες μηχανημάτων έργων)». Επτά μήνες μετά, ενώ όλοι θα περίμεναν να πέσουν βαριές καμπάνες, η ατιμωρησία φαίνεται πως βασιλεύει, όπως επίσης κυρίαρχο είναι και το συντεχνιακό πνεύμα. Για το μεν προϊστάμενο και σήμερα γενικό διευθυντή .............. εκκρεμεί ακόμη η υπόθεση του στο ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο αλλά και στα δικαστήρια. Για τους υπολοίπους οι ποινές που επιβλήθηκαν από τα υπηρεσιακά συμβούλια της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εργων είναι για γέλια και για κλάματα. Μέλη των συμβουλίων αυτών είναι υπάλληλοι της ίδιας Γεν. Γραμματείας του υπουργείου και φρόντισαν να τους «τιμωρήσουν» με έγγραφη επίπληξη …… Στους υπολοίπους; Για τους 3 υπαλλήλους του ΥΠΕΧΩΔΕ, το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφάνθηκε: Για τους 2 πρώτους, αγνοώντας τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία κατηγορούνται και χρησιμοποιώντας δικολαβίστικα επιχειρήματα, τους τιμώρησε με την «εξοντωτική» ποινή της επίπληξης! Επειτα απ` όλα αυτά τα πρωτοφανή αλλά συνήθη για τη δημόσια διοίκηση, ο κ. .............., σύμφωνα με πληροφορίες, πνέοντας τα μένεα για τις αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων σε βάρος των επίορκων υπαλλήλων θα προχωρήσει σε ένσταση προς τα δευτεροβάθμια συμβούλια απαιτώντας αυστηρότερες ποινές σε βάρος τους. Εξετάζει μάλιστα το ενδεχόμενο να ζητήσει την πειθαρχική δίωξη και των μελών των υπηρεσιακών συμβουλίων, που απήλλαξαν δια της απλής επίπληξης τους επίορκους». Το ανωτέρω άρθρο, του οποίου έλαβαν γνώση οι ενάγοντες αναρτήθηκε και στο ιστολόγιο της διαδικτυακής έκδοσης της εφημερίδας, όπου διατηρήθηκε καταχωρημένο και εις τρόπον ώστε να μπορεί να αναγνωσθεί από τον οποιονδήποτε προέβαινε σε σχετική αναζήτηση με ενδεικτικά κριτήρια αναζήτησης: ονοματεπώνυμο εναγόντων, περιεχόμενο δημοσιεύματος με λέξεις «κλειδιά» κλπ επιπλέον δε αποδείχθηκε ότι ο .............. διαμαρτυρήθηκε με επιστολή του μέσω διαδικτύου (βλ. e-mail), επικαλούμενος, ότι η σε βάρος του κινηθείσα πειθαρχική διαδικασία αφορούσε μία μεμονωμένη περίπτωση χαρακτηρισμού μηχανήματος έργου και όχι τη συμμετοχή του στο κύκλωμα των .............. - .............., ότι το δημοσίευμα πληροί την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης και παραβιάζει το νόμο περί προσωπικών δεδομένων ενώ απηύθυνε και πρόσκληση προς τους αρμοδίους να επικοινωνήσουν προσωπικά με τον ίδιο προς απόδειξη της καλοπιστίας τους και της παραπληροφόρησής τους.

Από το επίμαχο δημοσίευμα προκύπτει ότι τα γεγονότα που αναγράφονται στο κείμενο αυτού πηγάζουν από το περιεχόμενο του ως άνω πορίσματος της ΕΔΕ, τις αποφάσεις του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου και το από 20/4/2010 ως άνω δελτίο τύπου και αναφέρονται (τα γεγονότα) στα ανωτέρω έγγραφα. Με το κυρίως κείμενο του δημοσιεύματος γίνεται συνοπτική ανασκόπηση του πορίσματος της ΕΔΕ και των αποφάσεων του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου με συνδυασμό σχολίων και καυστικής επικρίσεως των ατόμων που περιλαμβάνονται σε αυτό, μεταξύ των οποίων (περιλαμβάνονται) και οι ενάγοντες στην ιδιαίτερη στήλη με επικεφαλίδα «πόρισμα και κατηγορίες» ως συνεργάτες του γενικού διευθυντή, η δράση του οποίου περιγράφεται στο προοίμιο του δημοσιεύματος. Τα όσα αναγράφονται στο κείμενο του δημοσιεύματος αναφορικά με τους ενάγοντες, στο μέτρο που αυτά αποτελούν γεγονότα (ήτοι περιστατικά του εξωτερικού κόσμου που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης), πράγματι αναφέρονται σχεδόν στο σύνολό τους, στο πόρισμα της ΕΔΕ, και ταυτόχρονα γίνεται επικριτικός σχολιασμός συναπτόμενος με τη δυσλειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης αναφορικά με την πάταξη φαινομένων διαφθοράς, τις αγκυλώσεις του εσωτερικού ελέγχου και την αδυναμία «αυτοκάθαρσης» μέσω της υφιστάμενης λειτουργίας των πειθαρχικών συμβουλίων ενώ από προφανή παραδρομή γίνεται λόγος (υπό την έννοια του γεγονότος) για παραπομπή του ................ για το αδίκημα της πλαστογραφίας δημοσίου εγγράφου μετά χρήσεως, το οποίο αφορούσε στον ............... Συνεπώς δεν μπορεί να γίνει λόγος περί ψευδών γεγονότων, στο μέτρο που αυτά περιλαμβάνονται στο πόρισμα της ΕΔΕ, το οποίο άλλωστε αποτελεί το δομικό στοιχείο του δημοσιεύματος. Ειδικότερα, σύμφωνα με το πόρισμα της ΕΔΕ, οι ενάγοντες αποτελούσαν δύο από τους υπαλλήλους της Δ/νσης Δ13 της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εργων του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών & Δικτύων, που ελέγχονταν για μη τήρηση της ενδεδειγμένης διαδικασίας μεταχαρακτηρισμού ενός μηχανήματος έργου δηλαδή ήταν υποκείμενα έρευνας σε θεματικό αντικείμενο ελέγχου, που αφορούσε την εν γένει ερευνόμενη σε βάθος χρόνου παθογενή λειτουργία της Δ/νσης Δ13 της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εργων του ανωτέρω Υπουργείου σχετικά με την κατάταξη Μηχανημάτων Εργων στην κατηγορία «εξέδρες εργασίας». Εξάλλου, όπως ήδη αναφέρθηκε πράγματι σε βάρος των εναγόντων ασκήθηκε στις 19/4/2010 από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης πειθαρχική δίωξη και συγκεκριμένα οι με αρ πρωτ ΓΕΔΔ Φ121/10/5578 και 5577/19-4- 2010 πειθαρχικές διώξεις που αφορούσαν αντίστοιχα τον .............. και τον .............., σχετικά με την έκδοση της ανωτέρω εγκριτικής απόφασης υπ` αριθμ. Η-51552/21-9-2009, για τις πράξεις της παράβασης καθήκοντος και της απιστίας περί την υπηρεσία (αμφότεροι) και επιπλέον ο .............. και για την πράξη της πλαστογραφίας δημοσίου εγγράφου μετά χρήσεως, πράξεις δηλαδή που έχουν ιδιαίτερη ηθική απαξία ενόψει των προσβαλλόμενων με αυτές εννόμων αγαθών ως εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία. Μάλιστα οι ενάγοντες κατά τον προ του δημοσιεύματος χρόνο είχαν τεθεί σε αργία κατά τα προαναφερόμενα μετά τη σχετική απόφαση, που έλαβε το Υπηρεσιακό Συμβούλιο στη συνεδρίαση του της 20ής Αυγούστου 2010 ενώ περαιτέρω το πόρισμα της ΕΔΕ, όπως ήδη αναφέρεται ως άνω, διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και στις 29-4-2010 ο αρμόδιος Εισαγγελέας άσκησε βάσει αυτού ποινική δίωξη καθώς σχηματίστηκε ευρύτερη δικογραφία και συγκεκριμένα σε βάρος των εναγόντων καθώς και των: 1) .............., 2).............., 3) .............., 3) .............., κατηγορουμένων για α) απάτη εις βάρος του Δημοσίου εκ της οποίας η ζημία που προξενήθηκε και οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ όντας ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, β) νόθευση εγγράφου στην υπηρεσία κατ`εξακολούθηση και άπαξ κατά μονάδα, γ) ηθική αυτουργία στη υπό στοιχ. (β) πράξη κατά μονάδα, δ) παράβαση καθήκοντος, ε) ψευδής βεβαίωση κατ` εξακολούθηση και άπαξ και στ) ηθική αυτουργία στην υπό στοιχ. (ε) πράξη, ήτοι για παράβαση των άρθρων 1, 13α, γ, 14, 15, 26 παρ 1α, 27 παρ. 1, 45, 46 παρ. 1α, 49 παρ. 1, 94 παρ. 1, 98, 242 παρ, ί, 2, 259, 386 παρ. 3β1 ΠΚ σε συνδ. με άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 1608/50 όπως οι κατηγορίες εξειδικεύονται για τον καθένα. (βλ το με αρ 1825/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών). Τα ανωτέρω δεν διαφοροποιούνται από την μεταγενέστερη κρίση του Συμβουλίου Εφετών όπως διαλαμβάνεται στο με αρ 1825/2012 βούλευμά του με οποίο αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία κατά των εναγόντων και συγκεκριμένα ως προς τον .............. για την πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως και ως προς τον .............. για την πράξη της νόθευσης εγγράφου στην υπηρεσία, φερόμενες ως τελεσθείσες από αυτούς στην Αθήνα την 21-9-2009 αφού ο τέταρτος των εναγομένων, δημοσιογράφος, στηριχθείς στο ανωτέρω πόρισμα της ΕΔΕ, που τυγχάνει το θεμελιακό στοιχείο του επίμαχου δημοσιεύματος, εκ των πραγμάτων δεν ήταν σε θέση να διαγνώσει θέματα διασύνδεσης του ανωτέρω περιστατικού που αφορούσε στους ενάγοντες με τη δράση των υπολοίπων υπαλλήλων της ανωτέρω διευθύνσεως ενόψει ιδίως και του θεματικού αντικειμένου του ελέγχου της ΕΔΕ, που αφορούσε στην εν γένει ερευνόμενη σε βάθος χρόνου παθογενή λειτουργία της Δ/νσης Δ13 της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εργων του ανωτέρω Υπουργείου σχετικά με την κατάταξη Μηχανημάτων Εργων στην κατηγορία «εξέδρες εργασίας», όπως άλλωστε ήταν και αυτό για το οποίο ελέγχονταν οι ενάγοντες και τέθηκαν σε αργία. Η κρίση περί της αλήθειας των γεγονότων που διαλαμβάνονται στο επίμαχο δημοσίευμα αναφορικά με την υπαλληλική συμπεριφορά των εναγόντων από άποψη ελέγχου και κριτικής τους ως δημοσίων υπαλλήλων της παραπάνω υπηρεσίας συνδέεται αναπότρεπτα με το πόρισμα της εις βάρος τους ΕΔΕ που ανάγεται σε συγκεκριμένο χρόνο, κατά τον οποίο ο τέταρτος των εναγομένων δημοσιογράφος συνέταξε το δημοσίευμα και δεν ασκεί επιρροή η ακόλουθη κατάρρευση των κατηγοριών τόσο με το παραπάνω βούλευμα όσο και με την με αρ 449/2013 απόφαση του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου που στηρίζει την κρίση της κατά κύριο λόγο στις παραδοχές του βουλεύματος. Ούτε άλλωστε από τη γραμματική διατύπωση του κυρίως κειμένου του δημοσιεύματος παρέχεται υλικό πληροφόρησης για δράση των εναγόντων ευρύτερη από αυτή του πορίσματος της ΕΔΕ ούτε εμπλουτίζεται η υπαλληλική τους συμπεριφορά με άσχετα περιστατικά από τις αποδιδόμενες σ’ αυτούς κατηγορίες της ΕΔΕ ενώ οι τυχόν συνειρμοί (σε σχέση με την περιγραφόμενη στο ίδιο δημοσίευμα υπαλληλική δράση των λοιπών κατονομαζόμενων προσώπων) που αποκομίζει το αναγνωστικό κοινό σχετίζονται με υποκειμενικές κρίσεις του εκάστοτε αναγνώστη συναπτόμενες με το πολιτισμικό του προφίλ (μόρφωση, παραστάσεις, κρίση, αντίληψη ) και σε κάθε περίπτωση (οι τυχόν συνειρμοί) δεν αποτελούν γεγονότα με την έννοια του νόμου ήτοι περιστατικά του εξωτερικού κόσμου που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης. Εξάλλου, και δεδομένου ότι, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται άμεσος δόλος, δηλαδή γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωσης), ότι τα ισχυριζόμενα ή διαδιδόμενα απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονότα τυγχάνουν ψευδή, στην προκειμένη περίπτωση δεν στοιχειοθετείται ούτε υποκειμενικά η τέλεση του ανωτέρω εγκλήματος από τον τέταρτο εναγόμενο-συντάκτη, καθόσον δεν αποδείχθηκε τέτοια γνώση αυτού.

Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η επικεφαλίδα του δημοσιεύματος «τους τιμώρησαν με απλή επίπληξη για απάτη σε βάρος του δημοσίου/κύκλωμα λυμαινόταν μηχανήματα δημοσίων έργων) στο μέρος που αφορά τους ενάγοντες δεν σχετίζεται με το περιεχόμενο του κειμένου του δημοσιεύματος στο οποίο γίνεται ονομαστική αναφορά των εναγόντων στην ιδιαίτερη στήλη με επικεφαλίδα «πόρισμα και κατηγορίες» στην οποία ανασκοπείται συνοπτικά το πόρισμα της ΕΔΕ. Ωστόσο (η επικεφαλίδα αυτή) ως ισχυρισμός γεγονότος στο μέρος που αφορά τους ενάγοντες (ήτοι ανακοίνωση περιστατικού εμπλοκής των εναγόντων σε κύκλωμα που λυμαινόταν μηχανήματα δημοσίων έργων και μετήλθαν απάτης σε βάρος του δημοσίου) ήταν ψευδής πλην όμως ο τέταρτος εναγόμενος αγνοούσε τούτο καθώς όπως ανωτέρω εκτέθηκε αυτός εκ των πραγμάτων δεν ήταν σε θέση να διαγνώσει θέματα διασύνδεσης του ανωτέρω περιστατικού που αφορούσε στους ενάγοντες με τη δράση των υπολοίπων υπαλλήλων της ανωτέρω διευθύνσεως πολλώ μάλλον που κατά το χρόνο του δημοσιεύματος βρίσκονταν σε εξέλιξη η ποινική διαδικασία και δεν είχε εξαντληθεί η πειθαρχική διαδικασία με δευτεροβάθμια κρίση. Ανεξάρτητα όμως από τη μη στοιχειοθέτηση υποκειμενικά της πράξεως της συκοφαντικής δυσφήμησης για το ανωτέρω σκέλος του δημοσιεύματος (επικεφαλίδα) ο ισχυρισμός αυτός ήταν αντικειμενικώς ικανός να προσβάλει την τιμή και την υπόληψη των εναγόντων και την εν γένει προσωπικότητά τους, ο δε τέταρτος εναγόμενος - συντάκτης γνώριζε ότι τούτο ήταν πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη των εναγόντων. Η συγκεκριμένη δε κατηγορία στην επικεφαλίδα του δημοσιεύματος περί συμμετοχικής δράσης των εναγόντων σε τέτοιου είδους κύκλωμα περιήλθε σε γνώση αορίστου αριθμού προσώπων (αναγνωστικό κοινό, χρήστες internet) και είχε ως αποτέλεσμα την τρώση της τιμής και της υπόληψης αυτών οι οποίοι εμφανίστηκαν ότι ενέχονται σε κύκλωμα απάτης λυμαινόμενοι μηχανήματα δημοσίων έργων. Επομένως, ο τέταρτος εναγόμενος - συντάκτης του δημοσιεύματος, τέλεσε σε βάρος των εναγόντων το αδίκημα της απλής δυσφήμησης. Από τον τρόπο όμως της εκδήλωσης και τις περιστάσεις που τελέστηκε η ανωτέρω πράξη, δεν προκύπτει ότι ο σκοπός του συντάκτη του δημοσιεύματος, κατευθυνόταν ειδικά στην προσβολή της τιμής και της αξιοπρέπειας των εναγόντων τους οποίους ουδόλως γνώριζε (βλ κατάθεση του μάρτυρα .............. που εξετάστηκε στο ακροατήριο και ο οποίος απαντά σε σχετική ερώτηση ότι οι εναγόμενοι δεν είχαν καμία σχέση με τους ενάγοντες υπαλλήλους του ΥΠΕΧΩΔΕ καθώς και την κατάθεση της μάρτυρος .............. η οποία απαντά ότι δεν υπήρχε πρόθεση «δεν τους ξέραμε τους ανθρώπους») αλλά αυτός ενήργησε αποκλειστικά από δικαιολογημένο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, κατ` ενάσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος μεταδόσεως πληροφοριών και με αποκλειστικό σκοπό την ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού της ανωτέρω εφημερίδας αυτοπροσδιοριζόμενης στον υπότιτλό της ως «εβδομαδιαία πολιτική, σατιρική και ελεύθερη εφημερίδα» για γεγονός μείζονος ενδιαφέροντος, όπως το κοινωνικά ευαίσθητο ζήτημα της προάσπισης του δημοσίου χρήματος, της εύρυθμης λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και την πάταξη φαινομένων εγκληματικής δραστηριότητας δημοσίων υπαλλήλων αφ` ετέρου δε, δεν αποσκοπούσε ειδικώς στην προσβολή της τιμής των εναγόντων, ως αμφισβήτηση της ηθικής και της κοινωνικής τους αξίας. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το όλο ύφος του δημοσιεύματος που εμπεριέχει επικριτικούς σχολιασμούς συναπτόμενους με τη δυσλειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης αναφορικά με την πάταξη φαινομένων διαφθοράς, τις αγκυλώσεις του εσωτερικού ελέγχου και την αδυναμία «αυτοκάθαρσης» μέσω της υφιστάμενης λειτουργίας των πειθαρχικών συμβουλίων, περιέχονται σχόλια και κρίσεις διατυπωμένες με καυστικό κάποιες φορές τρόπο και ασκείται οξεία κριτική στην εν γένει λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, στη συντεχνιακή νοοτροπία των πειθαρχικών συμβουλίων και στις καθυστερήσεις εκκαθάρισης των φαινομένων παρατυπίας και διαφθοράς («ενώ όλοι θα περίμεναν να πέσουν βαριές καμπάνες», «για τους υπολοίπους οι ποινές … είναι για γέλια και για κλάματα», «μέλη των συμβουλίων είναι υπάλληλοι της ίδιας Γεν. Γραμματείας του Υπουργείου», «για τους δύο πρώτους αγνοώντας τα πραγματικά περιστατικά και χρησιμοποιώντας δικολαβίστικα επιχειρήματα τους τιμώρησε με την «εξοντωτική ποινή» της επίπληξης «κυρίαρχο είναι το συντεχνιακό πνεύμα») και δευτερευόντως μόνο στους ενάγοντες προσωπικά. Εξάλλου από τον τρόπο και τις περιστάσεις που διατυπώθηκε η κριτική αυτή (ποινές για γέλια και για κλάματα, δικολαβίστικα επιχειρήματα) που αφορά τους ενάγοντες, δεν αποδεικνύεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σκοπός εξύβρισης αυτών, αφού δεν κατευθύνονται στην προσβολή της τιμής και της υπόληψής τους και της εν γένει προσωπικότητάς τους, ούτε θίγουν αυτούς ως φορείς ηθικής και κοινωνικής αξίας ούτε εκδηλώνουν περιφρόνηση στο πρόσωπό τους ούτε διακρίνεται στο δημοσίευμα η ύπαρξη του στοιχείου της επίγνωσης της ανακρίβειας και της κακόβουλης προαίρεσης του συντάκτη του ειδικά σε σχέση με τους ενάγοντες, αφού η κριτική αυτή πρωταρχικό στόχο έχει τα κακώς κείμενα στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Κατά συνέπεια το όλο κείμενο και ύφος του επίδικου δημοσιεύματος εντάσσεται κατά την κρίση του δικαστηρίου στο προστατευόμενο από το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης που περιλαμβάνει "την ελευθερία της γνώμης και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών" ως θεμέλιο σε κάθε δημοκρατική κοινωνία, ακόμη και στο μέρος με το οποίο ασκείτο οξεία κριτική με δυσμενείς χαρακτηρισμούς στα εμπλεκόμενα πρόσωπα, τα οποία ασκούσαν έργα δημοσίου ενδιαφέροντος, προκειμένου να στιγματισθεί ένα τόσο σοβαρό περιστατικό. Η ως άνω κριτική αξιολογείται από το Δικαστήριο θεμιτή, εν όψει της προαναφερθείσας ιδιότητας των εμπλεκομένων προσώπων και της ιδιαίτερης απαξίας των αποδιδόμενων σε αυτούς πειθαρχικών κατηγοριών, που αφορούσαν ζήτημα μείζονος ενδιαφέροντος και ειδικότερα το ευαίσθητο ζήτημα της προστασίας της δημόσιας περιουσίας και της καταπολέμησης της διαφθοράς στο χώρο του δημόσιου τομέα λαμβανομένης υπόψη και της γνωστής στο δικαστήριο από τα διδάγματα της κοινής πείρας «ευαισθησίας» της κοινής γνώμης για τα εν λόγω ζητήματα στην κατά το χρόνο του δημοσιεύματος δημοσιονομική συγκυρία που επιβάλλει αυξημένη ανοχή σε αιχμηρή δημόσια κριτική και στις συναπτόμενες με αυτή «ευαισθησίες» του τύπου (βλ για τα διδάγματα της κοινής πείρας ΑΠ 160/2013 δημ ΝΟΜΟΣ). Η σύνταξη επομένως και το ύφος του δημοσιεύματος δεν υπερέβαινε το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο προς τούτο μέτρο για το δικαιολογημένο ενδιαφέρον της διαφύλαξης και προστασίας του δικαιώματος πληροφόρησης. Ως εκ τούτου τα ανωτέρω δεν συνιστούν άδικη πράξη (ΑΠ 688/2003 Δ/νη 44. 1466). Συμπερασματικά δεν αποδείχθηκε ότι τα αναφερόμενα στο ως άνω δημοσίευμα γεγονότα στοιχειοθετούν συκοφαντικά για τους ενάγοντες περιστατικά (αρθ. 363 Π.Κ.) ενώ περαιτέρω η δημοσίευση του ανωτέρω κειμένου, αφ` ενός μεν έγινε από εύλογο και δικαιολογημένο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, κατ` ενάσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος μεταδόσεως πληροφοριών και με αποκλειστικό σκοπό την ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού της ανωτέρω εφημερίδας για γεγονός μείζονος ενδιαφέροντος, όπως το κοινωνικά ευαίσθητο ζήτημα της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και μάλιστα από την δραστηριότητα δημοσίων υπαλλήλων που κατείχαν σημαντικές θέσεις και προς σχολιασμό αυτών, όπως ήδη προαναφέρθηκε, αφ` ετέρου δε, δεν αποσκοπούσε ειδικώς στην προσβολή της τιμής των εναγόντων, ως αμφισβήτηση της ηθικής και της κοινωνικής τους αξίας.

Συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται αδικοπρακτική συμπεριφορά για συκοφαντική δυσφήμιση ή απλή δυσφήμηση ως αστικό αδίκημα αφού συντρέχει μια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367§1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, καθώς οι διατάξεις των άρθρ. 361-367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 1030/2009, 333/2010, 179/2011) ή εξύβριση εις βάρος του τέταρτου εναγομένου, ο οποίος συνέταξε το δημοσίευμα, καθώς και της πρώτης, δεύτερου και τρίτου των εναγομένων με τις ιδιότητες, που προαναφέρθηκαν, οι οποίοι το συμπεριέλαβαν στην δημοσιευτέα ύλη της ως άνω εφημερίδος.

Περαιτέρω όμως η δημοσιοποίηση του ονόματος των εναγόντων, χωρίς την συγκατάθεσή τους, κατά τη διάρκεια της ποινικής προδικασίας και ενώ εκκρεμούσαν εις βάρος τους οι παραπάνω αξιόποινες πράξεις, προσκρούει στο τεκμήριο της αθωότητάς τους, κατ` άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και στις διατάξεις του Ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων", αφού τα σχετικά με ποινικές διώξεις προσώπου αποτελούν "ευαίσθητα δεδομένα"- αρθρ. 2 του ίδιου νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 του Ν. 3471/2006 και άρθρο 8 Ν. 3625/2007, και έτσι επήλθε προσβολή του άμεσου και απόλυτου δικαιώματος της προσωπικότητάς τους στον ατομικό και επαγγελματικό τους χώρο. Η προσβολή δε αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα του τέταρτου εναγομένου, αλλά και του δεύτερου, τρίτου (εκδότης και διευθυντής σύνταξης αντίστοιχα) με τις ιδιαίτερες πιο πάνω ιδιότητες, οι οποίοι από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν να καταβάλουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, δηλαδή αυτής που υπό τις συγκεκριμένες ως άνω περιστάσεις μπορούσαν να επιδείξουν ως μέσος συνετός και ευσυνείδητος συντάκτης, εκδότης, και διευθυντής συντάξεως εφημερίδας, αντίστοιχα, (άρθρο 330 εδ. β` Α.Κ.), δεν έλαβαν υπόψη το τεκμήριο της αθωότητας των τότε κατηγορουμένων- εναγόντων, αφού η δικαστική υπόθεση βρισκόταν στο στάδιο της ποινικής προδικασίας, ούτε έλαβαν προηγουμένως τη συγκατάθεσή τους για τη δημοσιοποίηση του ονόματός τους στο εν λόγω έντυπο και τον ηλεκτρονικό τύπο, με αποτέλεσμα να γίνει γνωστό σε κάθε τρίτο, ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα κατηγορούνται για τις πράξεις που αναφέρονται στο δημοσίευμα και να προϊδεαστεί δυσμενώς κατ` αυτό το τρόπο η κοινή γνώμη για αυτούς ως άτομα και δημόσιους υπαλλήλους για τις παραπάνω πράξεις, που φέρεται ότι είχαν τελέσει και δεν είχαν ακόμη καταδικαστεί, καθώς επίσης να μένουν εκτεθειμένοι στο αναγνωστικό κοινό και στον οικογενειακό και κοινωνικό τους περίγυρο για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης τους. Εξάλλου, αφού υπήρξε υπαιτιότητα των ως άνω προσώπων "ενεργοποιείται" και η γνήσια αντικειμενική ευθύνη της πρώτης εναγομένης εταιρίας ως ιδιοκτήτριας του εντύπου, σύμφωνα με αυτά που προηγήθηκαν στην πιο πάνω νομική σκέψη. Κατά συνέπεια υπό το πρίσμα των ως άνω πλήρως αποδειχθέντων γεγονότων, προσεβλήθη το δικαίωμα των εναγόντων επί της προσωπικότητάς τους όχι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 361, 362, 363, 367 Π.Κ., αλλά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ 2 της Ε.Σ.Δ.Α., του Ν. 2472/1997 και του Ν. 1178/1981 επειδή οι εναγόμενοι δεν σεβάσθηκαν το τεκμήριο της αθωότητας αυτών, το οποίο ενεργοποιήθηκε κατά την ποινική προδικασία (βλ και άρθρο 43 παρ 1 ΚΠοινΔ) και την ασκηθείσα από 29-4-2010 ποινική δίωξη των εναγόντων δημοσιεύοντας το όνομα και το επώνυμό τους. (βλ ομοίως ΑΠ 1394/2012 δημ ΝΟΜΟΣ και ΕφΑΘ 2887/2010).

Ο ισχυρισμός των εναγομένων που διαλαμβάνεται στις προτάσεις τους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρεται προς αντίκρουση του πρώτου λόγου της έφεσης των εναγόντων συνιστάμενος στο ότι οι ενάγοντες, αποτελούν δημόσια πρόσωπα και εμπίπτουν στην εξαίρεση, που επιτρέπει τη δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων ατόμων, που αποτελούν δημόσια πρόσωπα υπό την έννοια της άσκησης δημόσιου λειτουργήματος ή της διαχείρισης συμφερόντων, που αφορούν το ευρύ κοινό καμπτόμενης της αρχής προστασίας της προσωπικότητας προβάλλεται αορίστως και εντεύθεν, απαραδέκτως, καθόσον ανεξαρτήτως του εάν οι ενάγοντες αποτελούν δημόσια πρόσωπα, σύμφωνα με τις αναφερθείσες ανωτέρω διατάξεις του Ν. 2472/1997, για την συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων αφορώντων δημόσια πρόσωπα απαιτείται, να έχει χορηγηθεί προηγουμένως σχετική άδεια από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για δημοσιοποίηση του ονόματος του διωκομένου, οι δε εναγόμενοι δεν αναφέρουν εάν πληρούνταν η προϋπόθεση αυτή στην προκειμένη περίπτωση. (βλ ομοίως ΑΠ 1394/2012 δημ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, το Δικαστήριο τούτο λαμβάνοντας υπόψη το νομικό κανόνα του άρθρου 25 του Συντάγματος της "αρχής της αναλογικότητας", που επιβάλλει και στα δικαιοδοτικά όργανα, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του εκάστοτε επιδιωκόμενου σκοπού και σταθμίζοντας τις συνθήκες της προκείμενης αδικοπραξίας (προσβολής της προσωπικότητας) κατά των εναγόντων, με τις εκφάνσεις της προσωπικότητας των τελευταίων, κατά της οποίας στράφηκε η προσβολή (τιμή, υπόληψη), το είδος και την ένταση της προσβολής, το βαθμό υπαιτιότητας του συντάκτη του δημοσιεύματος, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων, τις συνθήκες και τη δημοσιότητα της προσβολής, καθώς και όλες, γενικά, τις περιστάσεις, κρίνει, ότι εύλογη χρηματική ικανοποίηση, είναι το ποσό των 15.000 ευρώ για κάθε ενάγοντα. Με τον προσδιορισμό του ύψους της οφειλομένης χρηματικής ικανοποίησης, στο άνω ποσό δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία απορρέει από τη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου και έχει ήδη ρητώς καθιερωθεί, κατά την πρόσφατη αναθεώρηση, στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθόσον η χρηματική αυτή ικανοποίηση, κρίνεται ως ανάλογη με το μέγεθος της προσβολής που έγινε στους ενάγοντες, λαμβανομένης υπόψη εκτός των όσων προαναφέρθηκαν, και της δημοσιότητας που έλαβε η προσβολή τόσο στον έντυπο όσο και στον ηλεκτρονικό τύπο. Κατά τη διάταξη του άρθρ. 1047 § 1 εδ. α ΚΠολΔ, προσωπική κράτηση διατάσσεται, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, και κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις, μπορεί δε να διαταχθεί και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες. Εξ άλλου με το ν. 2462/1997 κυρώθηκε το "Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα", που καταρτίσθηκε μεταξύ των κρατών-μελών του Ο.Η.Ε στη Νέα Υόρκη στις 16.12.1966 και έκτοτε έχει κατά το άρθρ. 28 § 1 του Συντάγματος υπερνομοθετική ισχύ. Με το άρθρ. 11 του Συμφώνου αυτού ορίζεται ότι "κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση". Ετσι από την ίδια τη διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει λεκτικά και νοηματικά ότι δεν υπήρξε επιθυμία των συντακτών του Συμφώνου να καταργήσουν ολοσχερώς την προσωπική κράτηση, αλλά μόνο να ορίσουν ως εξαίρεση, ειδικά για τις απαιτήσεις από σύμβαση, ότι ο οφειλέτης δεν επιτρέπεται να προσωποκρατηθεί όταν η μη πληρωμή των χρεών του οφείλεται αποκλειστικά σε οικονομική αδυναμία του. Συνεπώς το μεν άρθρ. 1047 § 1 ΚΠολΔ εξακολουθεί να προβλέπει την προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις, το δε άρθρ. 11 του ως άνω Συμφώνου εισάγει διακωλυτικό κανόνα που αποκλείει γενικότερα την απαγγελία προσωπικής κράτησης για υποχρεώσεις από σύμβαση, επομένως και κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις, όταν η μη πληρωμή οφείλεται αποκλειστικά σε αντίστοιχη οικονομική αδυναμία, ενώ σε κάθε περίπτωση διατηρείται ανέπαφη η δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής κράτησης για απαιτήσεις από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 23/ 2005, ΑΠ 33/2011, 272/2011). Επανάληψη της ρύθμισης του άρθρ. 11 του Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα αποτελεί η διάταξη του άρθρ. 1 του Τέταρτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που ορίζει, ως εξαίρεση και πάλι από τον κανόνα του επιτρεπτού της προσωπικής κράτησης, ότι κανείς δεν φυλακίζεται λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωσή του, ενώ η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας ως μέτρο για την είσπραξη γενικώς απαιτήσεων προβλέπεται και από την ίδια την ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε αρχικά με το ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ν.δ. 53/1974, με το άρθρ. 5 § 1 περ. β της οποίας ορίζεται σχετικά ότι επιτρέπεται κατ` εξαίρεση η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν το πρόσωπο υποβλήθηκε σε κανονική σύλληψη και κράτηση "εις εγγύησιν εκτελέσεως υποχρεώσεως οριζομένης υπό του νόμου". Η δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής κράτησης στις παραπάνω περιπτώσεις δεν προσκρούει στις επιταγές των άρθρ. 2 § 1, 5 §§ 1-4, 7 § 2 και 25 § 1 του Συντάγματος, εφόσον η επερχόμενη μ` αυτή στέρηση της προσωπικής ελευθερίας προβλέπεται με νόμο και δεν έρχεται εξ ορισμού σε αντίθεση οπωσδήποτε με την αρχή της αναλογικότητας (ΑΠ 495/2010). Ειδικότερα ναι μεν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας αποτελούν ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρ. 2 § 1 Συντ.), πυρήνας της οποίας είναι η απαραβίαστη κατά το άρθρ. 5 § 3 του Συντάγματος προσωπική ελευθερία, όμως, όπως ρητά περαιτέρω ορίζεται στην ίδια συνταγματική παράγραφο, επιτρέπεται με νόμο και αυτή η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας (ΟλΑΠ 1/2009), εφόσον βέβαια η στέρησή της είναι αναγκαία για την προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος, όπως ερμηνευτικά θα πρέπει να γίνει δεκτό. Αυτό ασφαλώς ισχύει για την προσωπική κράτηση (ΑΠ 842/2011), η οποία ως μέσο εκτέλεσης για την ικανοποίηση ιδιωτικών απαιτήσεων συμβάλλει στη διαφύλαξη της κοινωνικής ειρήνης με την εμπέδωση αισθήματος δικαίου, υπό την επιφύλαξη πάντως ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση θα διασφαλίζεται παράλληλα και η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας (πρβλ. ΟλΑΠ 43/2005, 6/2009), με την έννοια ότι θα πρέπει να σταθμίζονται από το δικαστήριο οι συνθήκες της κάθε ατομικής περίπτωσης σε σχέση με το σκοπό που εξυπηρετεί το μέτρο της προσωπικής κράτησης και να λαμβάνεται έτσι το μέτρο αυτό μόνο όταν τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και είναι όχι απλώς πρόσφορο, αλλά απόλυτα αναγκαίο για την ικανοποίηση της σχετικής απαίτησης, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που θα προκαλέσει (ΑΠ 1051/2012, ΑΠ 1380/2013). Ετσι δυσανάλογη και ασφαλώς καταχρηστική θα είναι η απαγγελία προσωπικής κράτησης όταν εξ αιτίας της οικονομικής αδυναμίας του οφειλέτη δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο πίεσης για την είσπραξη της απαίτησης του δανειστή, δηλαδή ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα των εναγόντων περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των εναγομένων - φυσικών προσώπων ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης με την αιτιολογία ότι αφενός μεν δεν τέθηκε και πολύ περισσότερο δεν αποδείχθηκε θέμα αφερεγγυότητας ή απόκρυψης περιουσιακών στοιχείων των εναγομένων. Με τον τρίτο λόγο της έφεσης των εναγόντων αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι κατ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε το ανωτέρω αίτημα. Σύμφωνα όμως με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, ο λόγος αυτός της έφεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος αφού τα στοιχεία που έλαβε υπόψη του το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο προκειμένου να κρίνει ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 25.000 ευρώ, που επιδικάσθηκε σε κάθε ενάγοντα, στηρίζουν και την κρίση του Δικαστηρίου για την έλλειψη αναγκαιότητας της απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των εναγομένων λαμβανομένου υπόψη ότι η επιδικασθείσα από το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο χρηματική ικανοποίηση είναι κάτω των ορίων του νόμου (30.000 ευρώ παρ 2 άρθρου1047 ΚΠολΔ). Ούτε άλλωστε η απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος των ανωτέρω εναγομένων κρίνεται από το παρόν δικαστήριο υπό τις ανωτέρω παραδοχές ως μέτρο που τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό ούτε είναι πρόσφορο και απόλυτα αναγκαίο, ενόψει της απουσίας αποδεικτικού υλικού για την απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων των εναγομένων αυτών, την αφερεγγυότητά τους ή την κακή τους πίστη ως προς την ικανοποίηση της απαίτησης των εναγόντων. (πρβλ ΕφΑθ 6182/2003 δημ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1823/2003 ΕΕμπΔ 2004, 294).

Κατόπιν όλων των ανωτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ` εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων έκρινε: α) ότι προσεβλήθη το δικαίωμα των εναγόντων επί της προσωπικότητάς τους σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 361, 362, 363, 367 Π.Κ. αντί του ορθού ότι προσεβλήθη η προσωπικότητα αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α., του Ν. 2472/1997 και του Ν. 1178/1981 β) απέρριψε ως μη νόμιμη την προβληθείσα από τους εναγόμενους ένσταση του άρθρου 367 παρ 1 περ γ ΠΚ για το αστικό αδίκημα της απλής δυσφήμησης γ) υποχρέωσε τους εναγόμενους εις ολόκληρον να καταβάλουν σε κάθε ενάγοντα ως οφειλόμενη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 25.000 ευρώ, αντί αυτού των 15.000 ευρώ. Επομένως όλοι οι λόγοι εφέσεως των εναγομένων με τους οποίους υποστηρίζουν ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεχόμενο ότι προσεβλήθη το δικαίωμα των εναγόντων επί της προσωπικότητάς τους σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 361, 362, 363, 367 Π.Κ καθώς και ο τέταρτος λόγος της έφεσης του εναγομένου ............. με τον οποίο παραπονείται για το ύψος της επιδικασθείσας τους ενάγοντες χρηματικής ικανοποίησης πρέπει να γίνουν δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι, ομοίως δε πρέπει να γίνουν δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος των εφέσεων των εναγόντων με τους οποίους οι πιο πάνω εκκαλούντες παραπονούνται για κακή εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με την προσβολή του δικαιώματος των εναγόντων επί της προσωπικότητάς τους σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2472/1997 και του Ν. 1178/1981 και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τις προσβαλλόμενες διατάξεις της που μεταβιβάστηκαν με λόγους έφεσης στο παρόν δικαστήριο.

Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί και δικασθεί από το Δικαστήριο τούτο και κατ` ουσίαν η υπόθεση, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι αγωγές ως και κατ` ουσίαν βάσιμες και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι καθένας εις ολόκληρον να καταβάλουν σε κάθε ενάγοντα το ποσό των 15.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων, ανάλογα με το βαθμό της ήττας τους (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων τις: από 20-12-2012 (αριθμός κατάθεσης 8070/2012), 30- 1-2013 (αριθμός κατάθεσης 460/2013) και 30-1-2013 (αριθμός κατάθεσης 461/2013) εφέσεις, κατά της με αριθμό 5627/2012 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά τις εφέσεις.

Εξαφανίζει την με αρ 5627/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις με τις οποίες επιδικάστηκε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης σε κάθε ενάγοντα.

Κρατεί την υπόθεση.

Δικάζει επί της από 21-3-2011 και με αρ καταθ δικογράφου 2984/2011 αγωγής

Δέχεται εν μέρει την παραπάνω αγωγή

Υποχρεώνει τους εναγόμενους εις ολόκληρον τον καθένα να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

Επιβάλλει στους εναγόμενους κατ` ίσα μέρη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, και ορίζει το ύψος αυτών στο ποσό των δύο χιλιάδων και διακοσίων (2.200) ευρώ.

Δικάζει επί της από 28-2-2011 και με αρ καταθ δικογράφου 2099/2011 αγωγής

Δέχεται εν μέρει την παραπάνω αγωγή

Υποχρεώνει τους εναγόμενους εις ολόκληρον τον καθένα να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

Επιβάλλει στους εναγόμενους κατ` ίσα μέρη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, και ορίζει το ύψος αυτών στο ποσό των δύο χιλιάδων και διακοσίων (2.200) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2014, δημοσιεύθηκε δε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαίου 2014, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



Ε.Φ.

 ΠΗΓΗ και Α δημοσίευση NOMOS

Σχόλια